Ποίηση της αγανάκτησης* | Δήμος Χλωπτσιούδης

In Δοκίμιο, Λογοτεχνία, Πεζογραφία by mandragoras

 

Προβληματισμός για την έννοια της γενιάς

Η Πολίτου δέχεται ότι η γενιά είναι «κεφαλή μιας περιόδου, ως ομάδα ομοϊδεατών ανακαινιστών που πέτυχαν να εκτοπίσουν την τέχνη των προκατόχων τους, θεώρηση με την οποία υπογραμμίζεται η διαλεκτική σχέση της γενιάς με την περίοδο. Έτσι όμως νοούμενη η «γενιά», ως ομάδα δηλαδή ομοϊδεατών με ειδικό πρόγραμμα, συνιστά αυτό που ονομάζουμε κίνημα. Με τη διαφορά πως το κίνημα, καθώς συνήθως αποτελείται από επαναστατικούς νέους που καταβάλλουν μια συνειδητή και θεωρητικά στηριγμένη προσπάθεια για να διαδώσουν και εφαρμόσουν μια καινούργια αντίληψη για την τέχνη, δύσκολα διαρκεί μιαν ολόκληρη γενιά». Μάλιστα η ίδια πρότεινε να γίνεται λόγος για κίνημα ή σχολή, αλλά και τούτοι οι όροι αντιμετωπίζουν σημαντικά μεθοδολογικά προβλήματα.

Ήδη από τη δεκαετία του 1980 άρχισαν να εμφανίζονται αντιρρήσεις για τη μέθοδο της χρονικής γενεαλογίας (ανά δεκαετία περίπου). Ειδικά τα τελευταία χρόνια στον χώρο της κριτικής διαμορφώνεται μία τάση για την απαγκίστρωση από τον όρο γενιά. Και αν είχε κυριαρχήσει ως έννοια κατά τον Κ΄ αιώνα, πρέπει να βρούμε μία διαφορετική προσέγγιση για τις κατατάξεις των ποιητών που εμφανίστηκαν στο μεταίχμιο της χιλιετίας και κυρίως στις δύο πρώτες δεκαετίες του ΚΑ΄ αιώνα. Υπάρχουν παρουσίες που αδυνατούν να ενταχθούν σε μια γενιά, αλλά είναι ταυτόχρονες χρονικά. Χαρακτηριστικότερη είναι η περίπτωση του αταξινόμητου Καβάφη. Ο Αλεξανδρινός τόσο λόγω ύφους όσο και επειδή διέμενε και συνέθετε μακριά από το πνευματικό κέντρο του ελληνισμού, είναι δύσκολο να ενταχθεί στη γενιά του. Παρόμοια είναι και η περίπτωση της Κατερίνας Γώγου, η οποία τυπολογικά δεν μπορεί να ενταχθεί στη γενιά του ’70 παρότι αποτελεί βασικό δείγμα αμφισβητησιακού ποιητικού λόγου στη δεκαετία του ’70 και του ’80, ο οποίος παρ’ όλ’ αυτά, μέσα από τις στοχεύσεις του και την εκπροσώπηση του περιθωρίου, δεν εντάσσεται στις ιστορίες λογοτεχνίας και αναπόφευκτα δεν αναφέρεται καθόλου στο κεφάλαιο των βασικών εκπροσώπων μιας ποιητικής γενιάς που αξίωσε ως βασικό της χαρακτηριστικό την αμφισβήτηση.

Μία άλλη ένσταση αφορά στην ομαδοποίηση σύγχρονων μεταξύ τους ποιητών σε γενιά βάσει των κοινών καλλιτεχνικών τάσεων ή ρευμάτων, ενώ σημαντικό χαρακτηριστικό αποτελεί η συλλογική αντίληψη που έχει για τη γενιά του κάθε ποιητής. Χαρακτηριστική σε τούτο είναι η πολυδιάσπαση των ποιητών του ’80 που δεν κατάφεραν ποτέ να φτάσουν σε μία συλλογική έκφραση[1]. Συχνά στη γενιά αποδίδονται ιδιότητες και τάσεις που στην ουσία την ταυτίζουν με το καλλιτεχνικό κίνημα, αλλά με το αξιοπερίεργο ότι του προσδίδει ένα βάθος χρόνου. Ο προβληματισμός, σήμερα, εστιάζεται στην κομφορμιστική διάσταση του όρου, καθώς επιβάλλει ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά στο σύνολο των ποιητών της ηλικιακής ομάδας. Η μαζοποίηση συντελεί και στην ανάπτυξη ομαδικής σκέψης πάνω στα ελάχιστα χαρακτηριστικά. Οι ποιητές συνειδητά προσπαθούν να ενταχθούν στη γενιά και να ικανοποιήσουν τα ελάχιστα γνωρίσματα που της όρισαν οι κριτικοί, χάνοντας την αυτοτέλειά τους.

Σε μία αναζήτηση όρων, η Σχολή αξιοποιήθηκε στο παρελθόν για να εντάξει υπό τη σκέπη της μία ομάδα λογοτεχνών με βάση ένα συγκεκριμένο κριτήριο, συνήθως μία γεωγραφική περιοχή ή μία συγκεκριμένη πόλη. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Γιώργου Βαλέτα που ενέταξε σε σχολές –μικρότερες ή μεγαλύτερες– ομάδες συγγραφέων με βάση τον γεωγραφικό προσδιορισμό της καταγωγής τους και χωρίς ουσιαστικού/λογοτεχνικού περιεχόμενου κριτήριο. Έκανε λόγο για τη «Σχολή του Μεσολογγίου» εντάσσοντας σε αυτήν τον Παλαμά, τον Μαλακάση και τον Λυμπεράκη, για τη «σχολή της Μάνης» (Πασαγιάννηδες, Καμπύσης), τη «Σχολή της Σκιάθου» (Παρουσία, Μωραϊτίδης) κ.τλ.. Οι αδόκιμες αυτές προσπάθειες ομαδοποίησης δεν επικράτησαν, εξαιτίας κυρίως των διαφορών στα κατά ποιόν στοιχεία της ποίησης των εκπροσώπων. Αποτυπώνουν, ωστόσο, έναν παλαιότερο προβληματισμό της κριτικής σχετικά με τις ταξινομήσεις. Όπως υπογραμμίζει ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος «Η συμπτωματική κοινή καταγωγή δεν επιβάλλει ευρύτερους γραμματολογικούς προσδιορισμούς[…] Οι μοναδικές γενικότερα αποδέκτες ταξινομήσεις αυτού του είδους είναι εκείνες που αναφέρονται στους Επτανήσιους, στην καθαρευουσιάνικη ρομαντική ποίηση του ΙΘ’ αιώνα (Παλιά Αθηναϊκή Σχολή) και στη γενιά του Παλαμά (Νέα Αθηναϊκή Σχολή). Στις τρεις αυτές τις περιπτώσεις συντρέχουν βαθύτεροι συνεκτικοί δεσμοί θεματολογίας και γλώσσας[…]» (Δασκαλόπουλος, 2017:86). Οι παραπάνω προσπάθειες μοιάζουν να ακολουθούν σχηματικά την επικράτηση του όρου «Σχολή της Θεσσαλονίκης» αναζητώντας μία κοινή ταυτότητα για λογοτέχνες με κοινή καταγωγή. Αντίθετα η Σχολή της Θεσσαλονίκης –αν δεχτούμε τη χρήση του όρου, αφού δεν είναι λίγοι εκείνοι που τον αρνούνται– ξεπερνάει τον απλό γεωγραφικό προσδιορισμό και διατηρεί συγκεκριμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά που τη διαφοροποιούν στα κατά ποιον μέρη από άλλα ρεύματα. Σχετικά ο Γαραντούδης σημειώνει πως «πολλοί κριτικοί και λογοτέχνες παρακινούμενοι ίσως από το ρητό εν τη ενώσει η ισχύς υποστήριξαν και ως ένα βαθμό επέβαλαν γενεές και σχολές, τοπικής ή πανελλήνιας εμβέλειας, ομαδοποιώντας έτσι και μέσω της ομαδοποίησης αναδεικνύοντας ορισμένους και, βεβαίως, αποκλείοντας κάποιους άλλους» (Γαραντούδης, 1997).

Η εμμονή λοιπόν στη γενεαλογική μεθοδολογία αντιστρατεύεται την ποιητική πολυφωνία, κάτι που αποτελεί ιδρυτική συνθήκη για τον ριζοσπαστισμό. Η χρονική διακριτική γενεαλογία συμπεριλαμβάνει αδιακρίτως καλλιτέχνες με μόνο γνώρισμα τις ημερομηνίες, αλλά όχι το ύφος ή τις ανησυχίες τους. Άλλωστε, δεν έχουν όλοι οι ποιητές τα ίδια χαρακτηριστικά ταυτόχρονα, με αποτέλεσμα η γενιά ως πολύ γενική έννοια να καλύπτει όλους τους λογοτέχνες, μόνο χρονικά, δίχως να εκφράζει την πολυμορφία και την ιδιαιτερότητά τους. Μεθοδολογικά, σήμερα εντοπίζεται μία εργαλειακή χρήση του όρου. Σε κάθε ευκαιρία η έννοια χρησιμοποιείται αφειδώς. Δεν είναι τυχαίο ότι η χρονολογική κατάταξη χρησιμοποιήθηκε κυρίως λόγω των αναγκών που προέκυψαν για τη συγγραφή ποιητικών ανθολογίων. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στη Γαλλία ο Henri Peyre (1948), ανακηρύσσει το τέλος της λογοτεχνικής γενιάς κι έκτοτε η λογοτεχνική ιστορία τείνει προς έννοιες που εμπνέεται από την Κοινωνιολογία (μικρή ομάδα, δίκτυο, κοινωνικότητα), με την εξαίρεση της γενιάς των μπητ που εισήγαγε ο Jack Kerouac.

 

Καθώς οι πρόσφατα σχετικά εμφανιζόμενοι ποιητές καλύπτουν μία ευρύτατη ηλικιακή γκάμα, είναι αδύνατο να αξιοποιηθεί ο όρος γενιά, αφού η πρώτη τους εμφάνιση στα γράμματα δεν συμβαδίζει με τη βιολογική τους νεότητα, ή ακόμα και τάση, καθώς δεν είναι ευδιάκριτα κοινά ποιοτικά χαρακτηριστικά που να τους διαφοροποιούν από άλλους δημιουργούς της ίδιας περιόδου. Λόγω της μεταβλητότητας των κοινωνικών συνθηκών εμφανίστηκαν πολλοί νέοι στα γράμματα καλλιτέχνες σε ωριμότερη ηλικία. Αν και οι αισθητικές αντιλήψεις των μεγαλύτερων ηλικιακά ατόμων, διαφέρουν ριζικά από τους νεότερους, η εγγύτητα και ο διάλογος των τεχνών μέσω των νέων τεχνολογιών ξεπερνούν το παλαιότερο καλλιτεχνικό χάσμα των γενεών. Παράλληλα, η κοινωνική εξέλιξη/πορεία εμποδίζει –και λόγω των αιτίων που οδήγησαν στην κρίση και εξαιτίας της ίδιας– την ανάδειξη μιας νεανικής κοινωνικής ομάδας που να λειτουργήσει ως κοινωνική και καλλιτεχνική πρωτοπορία (όπως αναλόγως είδαμε στη δεκαετία του ’70 ή του ’30).

Έχουμε, λοιπόν, ανάγκη έναν όρο πρισματικό/πολυεδρικό που δύναται να ξεπεράσει τις αγκυλώσεις του ηλικιακού διαχωρισμού και συμπεριλαμβάνει το διαφορετικό ύφος και όλες τις τάσεις της σύγχρονης ποίησης. Η ίδια η κρίση –με ό,τι αυτή συνόδευσε– πυροδότησε μία στροφή στην πολιτιστική έκφραση μακριά όμως από παλαιότερες καλλιτεχνικές φόρμες, αξίες και κουλτούρα, όπως διαμορφώθηκαν στην περίοδο της πολιτιστικής πτώσης της δεκαετίας του ’90 (παρά τα λίγα θετικά δείγματα της εποχής). Η ανάγκη έκφρασης σε μία εποχή ανατροπών οδήγησαν πολλούς δημιουργούς στην καλλιτεχνική έκφραση. Χαρακτηριστική στη δεκαετία του ’90 υπήρξε η περιθωριοποίηση της ποίησης και ο περιορισμός των εκδοτικών εγχειρημάτων. Το υψηλό μορφωτικό κεφάλαιο του νέου αιώνα συνέβαλε σημαντικά σε τούτη τη στροφή, που δεν παρατηρείται μόνο στην ποίηση, αλλά επεκτείνεται σε όλες τις τέχνες∙ καταγράφεται θεαματική αύξηση ερασιτεχνικών θιάσων, σε εκθέσεις εικαστικών και φωτογραφίας, καθιστώντας φανερό ότι η τέχνη για να σημαντικό μέρος του πληθυσμού αποτέλεσε μία δημιουργική διέξοδο.

Σε ανλογο συμπέρασμα καταλήγει και η Δημητρούλια (2017), καθώς η κοινωνική και λογοτεχνική πραγματικότητα οδηγεί τον σχεδιασμό ενός ορίζοντα διαφόρων βιολογικών γενεών, που συναντιούνται στην κοινή συνισταμένη της οικονομικής και πολιτιστικής κρίσης πάνω στις ταχύτατες αλλαγές του ελληνικού μεταπολιτευτικού τοπίου, μιας βραδύτητας που εμποδίζει την ανάδυση διαφορετικών κοινωνικών και λογοτεχνικών γενεών και συμπληρώνει: «δεν έχει σημασία ποια λέξη θα επιλέξουμε σε μια ενοποιητική εξέταση αυτής της πολυτροπικότητας. Σημασία έχει ότι η γενεαλογική θεώρηση δεν μοιάζει να μας βοηθάει να αποκτήσουμε μία καθαρή εικόνα του ποιητικού γίγνεσθαι στο επίπεδο των νέων ποιητών σήμερα, με τις διαφορετικές ομάδες που συνυπάρχουν, συνεργάζονται, ανταγωνίζονται η μία την άλλη, διατηρώντας τα χαρακτηριστικά τους». Η Δημητρούλα καταθέτει και μία πολύ περιορισμένη ονοματολογική χαρτογράφηση με ένα εύρος ημερομηνίας γέννησης από το 1965 έως το 1990 ποιητών που πρωτοεμφανίζονται μεταξύ του 1998 και του 2003. Η προσέγγιση όμως αυτή δεν εξυπηρετεί, ακριβώς επειδή είναι πολύ περιορισμένη στον εκδοτικό χρόνο πρώτης εμφάνισης στα γράμματα (μόλις πέντε χρόνια). Ο χρονικός περιορισμός συγκρατεί την μεγάλη ποιητική αυτή ομάδα μόνο σε λίγους ποιητές (όσο κι αν αφήνει περιθώρια απλώματος) και χαλιναγωγεί την κριτική, αφού όλα ορίζονται στην εκδοτική εμφάνιση κοντά στο μεταίχμιο της χιλιετίας, προσπερνώντας εκείνους που με ανάλογα χαρακτηριστικά εμφανίζονται τα αμέσως επόμενα χρόνια.

Πιο ευρύ πεδίο καταθέτει στο εγχείρημά του ο Ζήσης Αϊναλής (2016) που επιχείρησε σε ανάλογο πνεύμα μία εσωτερική κατανομή αυτού που εντός εισαγωγικών αποκάλεσε νέα ποιητική γενιά, που κατά τη θέση του έκανε την εμφάνισή της σε «κύματα» από το 2000 και εξής. Με βάση την ημερομηνία γέννησης διακρίνει εκείνους που γεννήθηκαν μεταξύ 1965 και 1977, τους γεννηθέντες από το 1978 μέχρι το 1989 και όσους γεννήθηκαν από το 1990 και εξής. Οι ημερομηνίες σχετίζονται με ιστορικά γεγονότα που αξιολογεί ως σημαντικά και διαμόρφωσαν την εποχή τους και τα κοινωνικά βιώματα των ποιητών. Οι χρονολογίες όμως συνδέονται με ήσσονος σημασίας γεγονότα, άλλοτε εθνικής φύσης (όπως οι δεύτερες εκλογές της Μεταπολίτευσης του 1977, αλλά όχι εκείνες του 1975) και άλλοτε παγκόσμιας (όπως η παγκοσμιοποίηση που αρχίζει από το 1990 αλλά όχι η ανατροπή του πολιτικοϊδεολογικού δίπολου της εποχής) καταδεικνύοντας μία αυθαιρεσία και μία μη κοινή μεθοδολογικά επιλογή. Η προσέγγιση του Αϊναλή όμως καλύπτει σημαντικά αυτό που βλέπουμε ως ποιητές της αγανάκτησης δίχως τη χρήση στην πραγματικότητα του γραμματολογικού όρου γενιά (τον χρησιμοποιεί εντελώς συμβατικά). «Η ραγδαία αλλαγή των υλικών συνθηκών και η επικράτηση της λογικής του θεάματος σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής δόμησης μεταβάλλει πλέον τις κοινωνικές συνθήκες από δεκαετία σε δεκαετία ταχύτερα από ότι όλοι οι αιώνες μαζί που προηγήθηκαν της Βιομηχανικής Επανάστασης. Αποτέλεσμα: στη θέση των “βιολογικών γενεών” διάρκειας εικοσιπενταετίας (γονείς-παιδιά), αρχίζουν και παρεμβάλλονται “τεχνητές” γενιές διάρκειας δεκαετίας ή δεκαπενταετίας

Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει και η κοινή προσπάθεια των Πέτρου Γκολίτση, Βασίλη Λαμπρόπουλου, Κώστα Παπαγεωργίου και Ευριπίδη Γαραντούδη, υπό την επιμέλεια του Μισέλ Φάις καταγραφής των «πρωτοεμφανιζόμενων ποιητών την τελευταία οκταετία». Η προσπάθεια σημειώνει εισαγωγικά ότι οι καταγεγραμμένοι ποιητές δεν συγκροτούν «έναν λογοτεχνικό κανόνα» σε ένα «ρευστό κι ασχημάτιστο ακόμα τοπίο» ούτε οι συντάκτες ομαδοποιούν «νέες και νεότατες ποιητικές φωνές με γνωρίσματα γενιάς». Έτσι, η θέση τους συλλογικά επιβεβαιώνει την αδυναμία χρήσης του όρου γενιά, παρά τα μεθοδολογικά προβλήματα κριτηρίων επιλογής των εκπροσώπων (Μισέλ Φάις κ.ά., 2018)[2]. Ο Γαραντούδης στο ίδιο αφιέρωμα σημειώνει πως «η ιχνηλασία και μόνο σε μια αχαρτογράφητη ακόμα περιοχή, λόγω της πολύ μικρής ή σχεδόν μηδενικής χρονικής απόστασής μας από αυτήν, όπως η περιοχή της γραμμένης από νέους ποίησης των τελευταίων περίπου δέκα ετών, είναι τόσο επισφαλής, ώστε κινδυνεύει κάποιος να καταγράψει ονόματα ποιητών και τίτλους ποιητικών βιβλίων κυρίως λόγω της περιπτωσιολογικής συνάντησης μαζί τους

 

Οι προτεινόμενοι όροι «ποιητές της αγανάκτησης» και «ποίηση της αγανάκτησης» καλύπτουν δύο ή τρεις (αν συμπεριλάβουμε λίγους εκπροσώπους της Τρίτης λεγόμενης Ηλικίας) βιολογικές γενιές και ξεπερνούν τις αγκυλώσεις της γενιάς, χωρίς να προσπερνούν τα υπαρξιακά και κοινωνιοϋπαρξιακά γνωρίσματα της ποίησής τους. Οι όροι δεν λειτουργούν κομφορμιστικά. Εκφράζουν, μέσα στη γενικότητά τους, τον πλουραλισμό της ποιητικής έκφρασης και της θεματολογίας. Ένα στοιχείο περιορισμού του ηλικιακού εύρους είναι να τοποθετηθεί με κριτική διάθεση ένα στοιχείο ποιητικής διάκρισης στη σύγχρονη ποιητική παραγωγή. Η φαινομενική απλότητα της ελευθεροστιχίας και η γενικότερη στροφή στην ποίηση οδήγησε σε όχι λίγα αντιαισθητικά εξαμβλώματα, στην καλύτερη περίπτωση αδιάφορες εγωκεντρικές εξομολογήσεις και στη χειρότερη σε συλλογές που αγκαλιάζονται από την κριτική χωρίς να κατέχουν κάποια ξεχωριστή καλλιτεχνική αξία. Περιορισμός σαφώς προκύπτει και από τη θεματική που αγγίζουν οι ποιητές. Η νέα ποιητική τάση της εποχής προϋποθέτει σαφείς κοινωνικές αναφορές. Ο ποιητικός εγωκεντρισμός και η αυτοαναφορικότητα, όταν δεν συνδέονται με το κοινωνικό γίγνεσθαι (είτε με ύφος υπαρξιακής αγωνίας, είτε ως κοινωνική ποίηση ή κοινωνικής αγωνίας κι αναζήτησης), δεν εξετάζονται ως ποιητική της αγανάκτησης.

Η βιβλιογραφία προτείνει διάφορα μοντέλα γενεαλόγησης χωρίς έμφαση στο έτος γέννησης, όπου μπορούν να αντιμετωπιστούν ως μία ενιαία ομάδα διάφορες βιολογικές γενιές με κέντρο αναφοράς ένα σημαντικό ιστορικό γεγονός, την αυτοσυνείδηση και την υποστήριξη από προηγούμενες γενιές. Ο Alain Vaillan απορρίπτοντας τη γενιά την περιγράφει ως «ένα σύνολο νεαρών συγγραφέων λίγο πολύ σύγχρονοι, έχοντας βιώσει τα ίδια γεγονότα και έχοντας έτσι τις δικές τους την ευαισθησία και το όραμά τους για τον κόσμο που διαμορφώνεται από τις ίδιες πραγματικότητες. Αυτοί οι νέοι καλλιτέχνες ενώνονται με έναν άτυπο δεσμό αλληλεγγύης ή τουλάχιστον της πνευματικής συνομωσίας που αντικατοπτρίζεται στις εκδοτικές εργασίες τους» (Vaillan, 2015).

Και ο Viorel-Dragos Moraru σημειώνει ότι «μια λογοτεχνική γενιά αντιδρά πάντα σε μια κοινωνική και πολιτισμική πραγματικότητα, ακόμη και αν οι διάφορες πιθανές αντιδράσεις των μονάδων της προκαλούν ορισμένες ομάδες να σχηματίσουν ή να συμμετάσχουν σε διάφορα λογοτεχνικά κινήματα και σχολές. Ο «μυστικός» στόχος είναι ο πραγματικός κινητήρας μιας γενιάς, σε αντίθεση με τους γενικά αισθητικούς στόχους ενός κινήματος. Τα χρονικά και χωρικά όρια μιας δεδομένης ιστορικής εμπειρίας καθορίζουν το μέγεθος μιας γενιάς, καθώς και τον βαθμό δυσκολίας που αυτή η γενεά θα βιώσει στην προσπάθειά της να επικοινωνήσει με τις παλαιότερες και τις επόμενες γενιές. Μια πιο «ορατή» γενιά και επομένως «ισχυρότερη» έχει τη δυνατότητα να προσελκύσει μέλη διαφόρων ηλικιών[…]Μια ισχυρή γενιά μπορεί ακόμη να διαιρεθεί και να δημιουργήσει δύο γενιές, όπως η «Blank» (γύρω στο 1985) και η «Χ» (περίπου το 1995), συγγραφέων που γεννήθηκαν μεταξύ 1955 και 1964» (Moraru, 2009:259-260).

και εκθέτει μια σειρά άλλων ιστορικών παραδειγμάτων.

Έτσι κατατείνει (α) στη μη αναγκαιότητα ύπαρξης κοινής ημερομηνίας γέννησης, (β) στην ύπαρξη ενός κοινού σημαντικού ιστορικού γεγονότος, (γ) την αυτοσυνείδηση της ομάδας, (δ) τη συμμαχία και υποστήριξη από άλλες γενιές και την (ε) μαχητική αναζήτηση ενός κοινού στόχου. Όλες οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις του Moraru εντοπίζονται στη σύγχρονή ποιητική εκπροσώπηση. Μολονότι το τελευταίο στοιχείο δεν είναι έντονο στη μελετώμενη ομάδα, εμφανής είναι η κοινωνική αγωνία, ακόμα κι αν δεν υπάρχει ένας σαφής στόχος-όραμα ως αντιπρόταση. Στην ελληνική περίπτωση οι ποιητές συνδέονται μέσα από την αγωνία για τον κοινωνικό όλεθρο που γνώρισε η χώρα, εκφραζόμενο δυναμικά μέσα από ένα ετερογενές ύφος (για αυτό δεν είναι και γενιά).

Για το ίδιο περίπου φαινόμενο ο Βασίλης Λαμπρόπουλος (2017) αρνούμενος τη γενιά εισήγαγε τον όρο «αριστερή μελαγχολία», που κατά τον εισηγητή απηχεί την απογοήτευση των αριστερών ποιητών που αισθάνονται προδομένοι από τους τακτικούς ελιγμούς της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, ως «ειδικό όρο πολιτικής και πολιτιστικής κριτικής, που προέρχεται από μια συγκεκριμένη βιβλιογραφία που αρχίζει με τον μελαγχολικό εβραϊκό γερμανόφωνο μοντερνισμό (Φρόιντ, Βάρμπουργκ, Μπένγιαμιν, Αντόρνο) και φτάνει ως τη σημερινή πολιτική (Μπάτλερ, Μπράουν, Τραβέρσο) και αισθητική θεωρία, που μελετά τη μελαγχολία στις τέχνες».

Η θεώρηση θυμίζει έντονα την ξεπερασμένη θεώρηση της «ποίησης της ήττας», με την οποία ο εισηγητής κάνει αντιπαραβολές. Στηρίζεται σε ένα συγκυριακό πολιτικό φαινόμενο του οποίου την εξέλιξη δεν γνωρίζουμε. Ως οξύμωρο σχήμα διεκδικεί να ερμηνεύσει με ιδεολογικό προσανατολισμό ένα μικρό σχήμα της σύγχρονης ποιητικής παραγωγής, εκτός όμως της υπάρχουσας κοινωνικοπολιτικής κατάστασης. Ως αίτιο ανάδυσης αυτής της τάσης διακρίνει «όχι την οικονομική –ή κοινωνική– κρίση, αλλά την λογοτεχνική και γενικότερη πολιτιστική κρίση του 1990». Κάποιος χρονικός περιορισμός δεν εντοπίζεται, καθώς ο Λαμπρόπουλος θεωρεί προς εξέλιξη το φαινόμενο. Αν κρίνουμε όμως από τα αποσπάσματα που παραθέτει και την έμμεση χαρτογράφηση που κάνει, αποτυπώνεται ένας αριθμός πενήντα ποιητών, που μάλλον δεν αντανακλά ούτε τον χώρο που ιχνογραφεί.

Η ανάλυση τούτη όχι μόνο αφήνει έξω από το πεδίο μελέτης τους μη αριστερούς ποιητές, αλλά ακόμα και τους αναρχικούς ή τους κομμουνιστές που δεν έτρεφαν αριστερές αυταπάτες. Προσπερνά αδιάφορα οποιαδήποτε έκφανση της σύγχρονης ποίησης δεν είναι πολιτική («[…]δεν είναι συναισθηματική και εξομολογητική· φυσιολατρική και θρησκευτική· υπερβατική και μεταφυσική· πατριωτική και εθνική· αυτοαναφορική και αυτοπαθής γραμ­μική και συμπερασματική· λυρική και καλλολογική[…]»), αμελώντας τις κοινωνιοϋπαρξιακές αναζητήσεις ή άλλες κοινωνικές αγωνίες. Μοιάζει σαν να μην υπάρχει ανάγκη να ενταχθούν σε κάποιο μόρφωμα τα άλλα είδη. Μα η ποίηση δεν είναι μόνο πολιτική. Και η αριστερή μελαγχολία είναι τόσο πολιτική, ώστε δεν αφήνεται περιθώριο σε ποιητές, που εντάσσονται σε αυτήν, να γράφουν στην ίδια συλλογή ποιήματα ερωτικά ή υπαρξιακά ή παρωδίες με υπαρξιακή αναζήτηση. Είναι χαρακτηριστική μέσα από τα αποσπάσματα του άρθρου μία εργαλειακή επιλογή της επανάστασης (και συναφών νοημάτων), ενώ ακόμα και συλλογές έμφυλης ποιητικής εντάσσονται ακριβώς στο πνεύμα της πολιτικής μελαγχολίας των αριστερών.

 

Όλες οι προαναφερθείσες μελέτες λαμβάνουν ως αφετηρία το 2000 προσπερνώντας το γεγονός ότι στην ουσία η «νέα ποίηση» συνδέεται άρρηκτα στη γένεσή της με την ίδια την κρίση, την παρακμή της belle époque του καταναλωτισμού της δεκαετίας του ’90 και τη διάλυση των οραμάτων της «μεγάλης Ελλάδας». Ο Λαμπρόπουλος κάνει λόγο για «γενιά του 2000», αν και από στα παραθέματα κυριαρχούν συλλογές μετά το 2010 με πολύ λίγα αποσπάσματα της πρώτης δεκαετίας του ΚΑ΄ αιώνα. Γενικότερα μοιάζει να χρησιμοποιείται το μιλένιουμ ως βολική ημερομηνία επηρεασμένη από την παραδοσιακή λογική της γενιάς με όρους δεκαετιών. Παραβλέπεται ότι η στρογγυλοποίηση δεν αποτελεί κάποιο ποιοτικό χαρακτηριστικό, δε σηματοδοτεί κάτι που ιστορικά συνέβαλε στον ένα ή άλλο βαθμό στην αλλαγή των κοινωνικών συνθηκών. Η τοποθέτηση στο 2000 αντικατοπτρίζει την ιδέα ότι σε κάθε αρχή δεκαετίας αλλάζει ο τρόπος σκέψης και το ύφος της γραφής κατά έναν μηχανικό μα κι εντελώς κομφορμιστικό ιστορικά τρόπο, προσπερνώντας τη γενεαλογία άλλων χωρών∙ στην Ισπανία ξεχωρίζει η γενιά του ’37, στην Κύπρο του ’74 κ.ά.τ[3]. Ο γράφων υιοθετεί την ημερομηνία του 2004 ως αφετηρία χρονική της νέας ποίησης και την Ολυμπιάδα της Αθήνας, το τέλος του απατηλού –όπως αποδείχθηκε– ονείρου της «μεγάλης Ελλάδας», της φίλαυτης επίδειξης, της εμπορευματοποίησης και του υπέρμετρου καταναλωτισμού.

Από την άλλη, οι προσεγγίσεις αυτές δεν έφτασαν ποτέ στην ανάλυση των υλικών της ποιητικής τέχνης. Παρουσίασαν ορισμένα χαρακτηριστικά των ποιητών του ΚΑ΄ αιώνα ως προς τη γενεαλογία και την ποικιλία των θεματικών προσεγγίσεων. Στα ποιοτικά στοιχεία και τους τρόπους ποιητικής έκφρασης δεν έκαναν κάποια ξεχωριστή προσέγγιση. Η τέχνη δεν μπορεί να εξεταστεί κριτικά, μόνο ως τη συγκρότηση ομάδων και γενεών ή προς τα θέματα που αγγίζει και τα μηνύματα που μεταφέρει. Η κριτική οφείλει να δει και τα υλικά και τους τρόπους έκφρασης. Χαρακτηριστικά ο Λαμπρόπουλος (2017) παραδέχεται ότι «δεν κάνει μια λογοτεχνική αποτίμηση της ποίησης της αριστερής μελαγχολίας, κρίνοντας τα αισθητικά της επιτεύγματα και ατυχήματα. Καταγράφει με όρους λογοτεχνικής γενεαλογίας ένα καινοφανές και αξιομνημόνευτο λογοτεχνικό φαινόμενο, συγκεκριμένα, ένα εγχείρημα πολιτιστικής αυτονομίας», ενώ η Δημητρούλια (2017) περιορισμένη σε περίπου 35 ποιητές –με άνοιγμα και για άλλους μη καταγεγραμμένους– προσπερνά τα κατά ποιόν σημεία σύγκρισης των ποιητών θεωρώντας πως «η κριτική βρίσκεται μπροστά σε ένα έργο ανέφικτης περιγραφής, αντίστοιχο με αυτό της ποίησης, η οποία αποτιμάται εντέλει πάντα σε ενικό αριθμό, στο επίπεδο της προσωπικής διαδρομής των ποιητών».

Ο Αϊναλής (2016) καταγράφοντας περισσότερους από 150 ποιητές καταλήγει στη διαπίστωση ότι «οι ποιητές/ποιήτριες πάντως που έχουν γεννηθεί μεταξύ 1978 και 1989 παρουσιάζουν τεράστια ανομοιογένεια εν σχέσει προς τους ποιητές/ποιήτριες τους γεννημένους από το 1965 μέχρι το 1977, οι οποίοι φαίνεται, και παρά τις πολλές και σημαντικές αποκλίσεις, να παρουσιάζουν ενίοτε αρκετές ομοιότητες και μάλιστα σε επίπεδο ποιητικής. Την εντύπωση αυτή την προκαλεί σε μεγάλο βαθμό η εσωστρέφεια σε επίπεδο ατμόσφαιρας και ποιητικής που χαρακτηρίζει τη «γενιά» αυτήν. Αντίθετα, η ποίηση των γεννημένων μεταξύ 1978 και 1989 ποιητών είναι ευδιάκριτα περισσότερο εξωστρεφής. Πολλές φορές, μάλιστα, «φλερτάρει» απροκάλυπτα με ένα πολιτικό περιεχόμενο, το οποίο πλην ελαχίστων εξαιρέσεων απουσιάζει ολοσχερώς από τους ποιητές της προηγούμενης “γενιάς”».

“ποίηση της αγανάκτησης”

Με ένα τέτοιο σκεπτικό –και λόγω ακριβώς της ηλικιακής ποικιλίας και ταυτόχρονα της εποχής εμφάνισής τους στα γράμματα– εντάσσουμε τους αποφοίτους στην ποίηση της αγανάκτησης. Ο όρος αγανάκτηση υποδηλοί μία κριτική άρνηση των παραδομένων ποιητικών τάσεων και της ελιτίστικης αντίληψης για την ποίηση που καλλιεργήθηκε στις προηγούμενες δεκαετίες. Αμφισβητείται η υπερτιμημένη εικόνα που αναπτύχθηκε για τον ποιητή (όχι για την Ποίηση) κατά τις προηγούμενες δεκαετίες και αναζητείται διέξοδος μέσα από την Τέχνη, σε μία περίοδο όπου η πολιτιστική παραγωγή υποβιβάστηκε στην εμπορευματοποίηση, την τυποποίηση και συχνά τη σιωπή σπουδαίων καλλιτεχνών.

Πολιτικά και κοινωνικά η ποιητική τούτη τάση συνδέεται με την οικονομική ευμάρεια της Μεταπολίτευσης και τις προσπάθειες χειραφέτησης των μεσοαστών. Η υψηλή μόρφωση, η εύκολη επικοινωνία (μεταξύ τους και με τάσεις του εξωτερικού) και ο –πρόσφατος– οικονομικός στραγγαλισμός αποτελούν και τη βάση ή αφορμή της προβληματικής της. Η κοινή ταξική καταγωγή των νέων ποιητών δεν ταυτίζεται με ταξικό προβληματισμό. Αγανακτεί η ποίηση απέναντι στη μοντερνιστική βιομηχανία κριτικών και ερμηνευτών ή φιλολόγων και έχει πάρει χαρακτηριστικά πια αδιαμεσολάβητης στιχουργικής επικοινωνίας με το κοινό. Η καλή ποίηση στις μέρες μας δεν ξεκινάει από τη “συγκατάθεση” των κριτικών. Είναι μία αυτεξούσια και ανεξάρτητη πράξη, αποδεσμευμένη από τον δημιουργό της. Η στιχουργική τους με την αμεσότητά της δεν έχει ανάγκη από κάποια ερμηνευτική βιομηχανία. Οι νέες τεχνολογίες με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, οι πολλές ποιητικές εκδηλώσεις και οι παρουσιάσεις βιβλίων λειτουργούν ως σημεία επαφής μεταξύ των νέων δημιουργών και ταυτόχρονα καταδεικνύουν την άμεση σχέση κι επαφή τους με το κοινό.

Χαρακτηριστικό των νέων καλλιτεχνών δεν είναι μόνο η χρονική συγκυρία, αλλά η σταθερή αναφορά τους στην κοινωνία. Η ύφεση, οι υπαρξιακές αγωνίες κοινωνικής κατεύθυνσης (στο υπερκαταναλωτικό περιβάλλον μετά το 1990), η αξιακή κρίση και η άρνηση του life style είναι τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά της νέας καλλιτεχνικής γενιάς. Ο παλιός υπαρξιακός πυρήνας με το ατομοκεντρικό στοιχείο εγκαταλείπεται και εισάγεται η κοινωνιοϋπαρξιακή διάσταση στην ποίηση. Το «όνειρο» αναδεικνύεται σε κυρίαρχο ποιητικό ζητούμενο, ματαιωμένο μέσα στις «στάχτες» της κρίσης και της ανατροπής των ελπίδων. Παρά τη μεγάλη ποικιλία ποιητικών υποκειμένων, αναδεικνύεται ένα ποιητικό εμείς, ένας πληθυντικός του κοινωνικού ιστού. Αναδύεται ένα νέο αίτημα για δικαιοσύνη κοινωνική και σεβασμό στον Άνθρωπο και τις ανάγκες του. Λεκτικές ακροβασίες και συνθηματική ή αποφθεγματική διατύπωση (τύπου γκράφιτι), ειρωνεία κι οργή, αφηγηματική κυριαρχία και περιγραφή είναι μερικά εκφραστικά μέσα για να δηλωθεί το συλλογικό υποκείμενο. Συχνά υπάρχει μια εκφραστική ένταση προερχόμενη από υπόγειες αναφορές σε φορτία σημαινομένων, τα οποία συγκροτούν συλλογικά μορφώματα εμπειρίας. Η γλωσσική ένταση καταδεικνύει πραγματωμένους υπαρκτικούς τρόπους υπολανθάνοντες ή ανεπιγνώστως αναζητούμενους. Η εμπλοκή στα υπάρχοντα ιστορικά και κοινωνικά δρώμενα δίνει μία ιδιότυπη τραγικότητα στην ποίηση. Ο υπερρεαλισμός και οι μετωνυμίες ανακτούν το χαμένο έδαφος στην ιστορική τους εξέλιξη. Πολλοί ποιητές της τάσης απορρίπτουν τη μονοκρατορία της νόησης, αρνούνται ως αντίδραση την απολυτότητα του ορθολογισμού, όπως τούτος επιβλήθηκε ειδικά μέσα στην οικονομική κρίση. Συχνά η ποιητική τους λειτουργεί ως μία κραυγή ελευθερίας.

Η ποίηση στην εποχή της κρίσης δεν θα μπορούσε να αποφύγει τη μεταμοντέρνα αναφορά στη διάλυση και τα πάθη της κοινωνίας. Οριοθετημένη από το οικείο και το ευανάγνωστο, εμπλουτισμένη με το συναίσθημα και το παιχνίδισμα των λέξεων, που μεταφέρουν μηνύματα και εικόνες, δεν έχει στόχο να πείσει, όπως σημείωνε ο Σεφέρης, αλλά να προκαλέσει το συναίσθημα, να αφυπνίσει, να προκαλέσει. Δεν θέλει να επαναστατήσει πολιτικά, αλλά καλλιτεχνικά∙ η Τέχνη δεν προκαλεί επαναστάσεις. Η νεότερη ποιητική γενιά με τη βιωμένη εικόνα χάους αναζητά ακόμα τη δική της καλλιτεχνική νόρμα, το δικό της ύφος που θα συγκροτήσει μια πραγματική ποιητική γενιά. Τούτο εσωκλείει μια δυναμική και αναδεικνύει μια κινητικότητα. Οι κοινωνικές αναφορές (όσο η οικονομική και κοινωνική κρίση βαθαίνει) συνδυάζονται με την αναζήτηση νέων φορμών ή ενός πειραματισμού με πολλές φόρμες μέσα στην ίδια συχνά συλλογή.

Ο στίχος απλοποιείται, γίνεται πιο άμεσος, πιο ευθύς. Με την υποστήριξη της προφορικότητάς του το μήνυμα εκφράζεται πιο δυναμικά. Ταυτόχρονα, οι ποιητές της αγανάκτησης προσπαθούν να επικοινωνήσουν με την ποιητική παράδοση. Η πολλαπλότητα των επιρροών είναι τέτοια ώστε να καλύπτει ένα φάσμα ετερόκλητων πηγών ακόμα και στις επιλογές του ίδιου ποιητή. Παρατηρείται δε μία μάλλον συλλογική φωνή, αλλά όχι ταυτόσημη. Στον μοντερνισμό το ποιητικό εγώ ήταν ευδιάκριτο και ο ποιητής απορροφούσε κάτι από την αίγλη του παρελθόντος στο όνομα των ιδεών, της τέχνης, του έθνους ή της ιστορίας∙ σήμερα γλιστρά στα σύνορα της ποίησης και της διαχεόμενης πραγματικότητας. Φέρει το σώμα του ως έδρα της δικιάς του νοητικότητας, ως τεκμήριο της δικιάς του διαδρομής. Το ποίημα δεν φωτίζει, όπως και δεν συσκοτίζει το πρόσωπο του ποιητή, δεν δοξάζει τη μοναδικότητά του. Είναι εμφανής η πολυφωνία και διαφορετικότητα (ύφους και θεματικών). Συναντούμε στοιχεία εντελώς ετερόκλητα. Έναν λόγο άλλες φορές κοφτό και απέριττο και άλλοτε ένα λόγο που θυμίζει θεατρικό. Άλλοτε μια γλώσσα ειρωνική και καταγγελτική με αμεσότητα και προφορικότητα και άλλοτε κατασκευασμένη εσώστροφα, επηρεασμένη από εκφάνσεις της ελληνικής σχεδόν ξεχασμένες, όπως τα εκκλησιαστικά και αρχαιοελληνικά κείμενα ή σύμβολα

 

[1] Αντίθετα, κινούνταν ατομικά και δικαίως χαρακτηρίστηκε ως «γενιά του ιδιωτικού οράματος» ή «γενιά των αμέτοχων» (χωρίς στην ουσία να αποτελούν ποιητική γενιά). Στον αντίποδα, κινήθηκε η γενιά του ’70 (η τελευταία γενιά) που από πολύ νωρίς προσπάθησε να διαμορφώσει μια συλλογική ποιητική έκφραση και τούτο εκφράστηκε τόσο σε επίπεδο προσωπικών επαφών όσο και με ανθολογίες που επιμελούνταν ποιητές και κριτικοί της ίδιας γενιάς.

[2] Σημειώνουμε παρενθετικά ότι στα τέσσερα άρθρα δεν αποκαλύπτονται καθόλου τα κριτήρια επιλογής. Έτσι προκύπτει μία σειρά ερωτημάτων αναφορικά με τα κριτήρια επιλογής, τη μεθοδολογία των ημερομηνιών γέννησης. Ο ίδιος ο όρος «πρωτοεμφανιζόμενος» είναι έωλος στον ΚΑ’ αιώνα. Ως λέξη παλαιότερα ταυτίζονταν με τη νεότητα, αλλά σήμερα έχουμε πρωτοεμφανιζόμενους σε όλες τις βιολογικές γενιές, ακόμα και στην Γ’ –λεγόμενη– Ηλικία.

[3] Δεν έχουν όλες οι χώρες τόσο σχηματική αντίληψη για τις γενιές ή τόσο εργαλειακές διακρίσεις ώστε να τις χωρίζουν μάλιστα ανά δεκαετία. Για παράδειγμα η ισπανική λογοτεχνία διακρίνεται στις γενιές του 1898, του 1914, του 1927, του 1937, του 1955, του 1975 και του 1999 βάσει ιδιαίτερων ιστορικών και πολιτιστικών συγκυριών. Αναλόγως η Κύπρος διακρίνει τις περιόδους 1945-1960, 1960-1974 και τη γενιά του 1974. Η γαλλική ποίηση διακρίνεται όχι με γενιές, αλλά με τάσεις και ρεύματα. Αντίθετα, η αγγλική ποίηση διακρίνει περιόδους βάσει δεκαετιών, αν και συνήθως η αναφορά γίνεται βάσει των ρευμάτων κι εκεί.

 

* Με αφορμή την εισήγηση του Δήμου Χλωπτσιούδη στην εκδήλωση με θέμα «ποίηση της αγανάκτησης» στο πλαίσιο της 16ης Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης (οργάν. εκδόσεις Μανδραγόρας)