Νίκος Γεωργόπουλος, Δεμένα Σώματα, έργα Περσεφόνη Νικολακοπούλου, Ποιήματα, εκδ. ΑΩ, Φεβρουάριος 2019, σελ. 63
Προσεγμένη τυπογραφικά [διόλου αυτονόητο στις μέρες μας] έκδοση. Προβλήματα πάντως υπάρχουν με την ορθογραφική επιμέλεια, καθώς και στα σημεία στίξης. Και βέβαια τα αρσενικά στην αιτιατική χρειάζονται «ν»: τον Θανάση, τον Βασίλη… Άλλως θα εκλαμβάνονταν ως ουδέτερα.
Δεύτερη ποιητική συλλογή χωρισμένη σε δυο ενότητες: «ριμα(γ)μένα, όπου και τα ομοιοκατάληκτα ποιήματα όπως άλλωστε υποδηλώνει ο τίτλος της ενότητας, και «λυμένα» με ποιήματα σε ελεύθερο στίχο.
Ένας ακόμη ποιητής με ευαίσθητες χορδές απέναντι στο προσφυγικό δράμα με τον αδηφάγο Κρόνο να εξακολουθεί ασταμάτητα να καταβροχθίζει τα παιδιά του. Ο Νίκος αφιερώνει το ποίημα «Ελπίδα» στους ανώνυμους νεκρούς που μάταια την αναζήτησαν ως διαφυγή σε ένα καλύτερο μέλλον, αμπαρωμένοι στα πλοία της γραμμής Πάτρα-Ηγουμενίτσα-Ιταλία:
Σε εσοχές των πεινασμένων
τα ερείπια χάσκουν ανοικτά
κι οι μηχανές μεσ’ στη σκουριά
κρύβουν σκιές κυνηγημένων.
Όνειρα πλάθουνε τα βράδια
με βάρδιες κάνουν στα στενά
ρεσάλτα σ’ άδεια φορτηγά
και αποδράσεις με καράβια.
Κι όσοι δεν βρούνε καταφύγιο
βγάζουν φτερά απ’ τα πλευρά
κι απ’ της ζωής τους το μερίδιο
δίνουν στον Χάροντα μπροστά
στιγμές χαράς να πάρουν χρόνο.
αύριο θα ανοίξουνε το δρόμο.
Στους άγιους πρόσφυγες [και κάθε ξεριζωμένος, όχι αναγκαστικά βιαίως αλλά κι αυτός που αποζητά μια ζωή ανθρωπινότερη, είναι πρόσωπο ιερό, άξιο σεβασμού] επίσης αφιερωμένο το ομώνυμο ποίημα από τη δεύτερη ενότητα: «Φοβούνται οι μουζίκοι του άστεως/ μην και περάσουν οι διωγμένοι/ από πάνω τους/ και τους εξαφανίσουν./ Από παλιά όμως οι κυνηγημένοι/ περνούσαν από μέσα μας./ Σε άλλους αφήνανε γδαρσίματα στην ψυχή/ και σε άλλους την ψυχή τους./Έτσι και τώρα.»
Ποιήματα μνήμης και κοινωνικής ευαισθησία, ποίηση-σύμβολο ως σημαία που συνενώνει τους φίλους, τους πολλούς φίλους που διατρέχουν τις σελίδες του βιβλίου, αλλά και προβληματίζει. Υλικό με μουσική, ρυθμό, ορατή πικρία, μεστό αναμνήσεων γιατί η θύμηση μας κρατά ζωντανούς. Βλ. και το αφιερωμένο ποίημα «Άταφες μνήμες» σε δυο συντρόφους των νεανικών του χρόνων. Η μία πρόωρα χαμένη κι ο άλλος δολοφονημένος στις 8.1.1991, στα 37 του χρόνια, από μια ομάδα παρακρατικών [βλέπετε δεν δίδαξε ο χαμός του Λαμπράκη και δυστυχώς τραμπούκοι δολοφόνοι αναπαράγονται από το σύστημα ανά τακτά διαστήματα] με επικεφαλής τον τότε δημοτικό σύμβουλο της Ν.Δ. και πρόεδρο της ΟΝΕΔ Πατρών Γιάννη Καλαμπόκα, στη διάρκεια των καταλήψεων και των μαθητικών διαδηλώσεων κατά του Νόμου για την Παιδεία. Πρόκειται για τον καθηγητή μαθηματικών της 2οβάθμιας εκπαίδευσης, στέλεχος του Εργατικού Αντιιμπεριαλιστικού Μετώπου, Νίκο Τεμπονέρα:
Αυτόν τον ονειρεύτηκα να πέφτει στα βαθιά
κι εκείνη από απέναντι στο δρόμο να κοιτάει
αυτός με ψαροντούφεκο να χάνεται μακριά
κι αυτή στο χέρι πάντοτε τσιγάρο να κρατάει. [ ]
Και τότε τους συνάντησα ξανά το πρωινό
που τίποτε δεν έδειχνε πως θα νυχτώσει τόσο
σταθήκαμε, τα είπαμε, με ρώτησαν «για ποιο
σκοπό πεθάναμε;… κι αν «θα τους βαλσαμώσω».
Χαμογελώντας στρέψανε να φύγουνε και οι δυο
να επιστρέψουν ήσυχα στις μνήμες των χαμένων
κι εγώ στα χέρια κράτησα σα χρέος μυστικό
σημάδια από τα άταφα κορμιά των ηττημένων
Καλοδιατυπωμένη ειλικρινής και πηγαία γραφή. Ο Πατρινός Νίκος Γεωργόπουλος, σύντροφος της ποιήτριας Σοφίας Κολοτούρου, γράφει απλά λιτά κατανοήσιμα με πάθος λυρισμό και συναίσθημα. Ζει από και με τις μνήμες του εξ ου και το αφιερωμένο στην παρέα της δεκαετίας του ’80, που συναντιόταν στο στέκι, «το καφενείο του Θανάση», στην οδό Κολοκοτρώνη, το ποίημα «Το καφενείο»:
Στο παλιό το καφενείο του Θανάση
στην παλιά δεκαετία του ογδόντα
απ’ το τίποτα γεννούσαμε τη φάση
με τον Νίκο, το Βασίλη και τον Φώντα. [ ]
Στην παλιά δεκαετία του ογδόντα
στο παλιό το καφενείο του Θανάση
τη γλιτώναμε όπως πάντα από σπόντα
κι ο χαμένος μας δεν είχε πια να χάσει.
Πού ’σαι Θανάση
πού ’σαι Θανάση
να μας θυμίσεις τη ζωή
που έχουμε ξεχάσει.
***
Γιάννης Στούπας, Τα καρφιά μένουν, Ποίηση, εκδ. Θράκα, 2019, σελ. 48
Κι όμως ματώνουν τα ρούχα μας. οι κλωστές είναι αρτηρίες
κακό πνεύμα
Καρκίνος μεταστατικός, καλπάζων, τελικό στάδιο.
απογευματινό επισκεπτήριο σε κέντρο νοσηλείας.
ζητά να δανειστεί Λουκιανό.
τους Νεκρικούς Διαλόγους
βράδυ στο σπίτι. τραβώντας απ’ το ράφι το βιβλίο
σκέφτομαι τη μακάβρια μοίρα των σελίδων του
και ότι στη θέση της εγώ
θα διάλεγα Επίκτητο
εσύ τι θα ’κανες αλήθεια
αν έβλεπες διαστημόπλοια
πάνω από τη Γλασκώβη;
θα φοβόσουν;
ο δάσκαλος της πρώτης
φάντασμα πια
στέκεται πάνω σου με τον πελώριο ίσκιο του
και θα ξανασταθεί πολλές φορές
μέχρι να μάθεις να διαβάζεις πάλι
(τον λένε Φόβο)
γράφεις με δυσκολία.
η βέργα του σου πλήγιασε τα χέρια.
Πρώτη ποιητική συλλογή με τέσσερις ενότητες («το αθέατο ελάφι», «τα κομμένα χέρια», «τα βραδινά δωμάτια» και «τα ελεύθερα σώματα») κι ένα χωριστό ποίημα «χαρτί σε ξύλο» στο τέλος του βιβλίου. Υπάρχει πολύ καλό υλικό. Αφηγηματική ποίηση. Θεωρώ αναγκαία μια επανεξέταση σημείων στίξης. Δεν κατάλαβα την έννοια των italics στην 3η στροφή του ποιήματος που προτάσσω. Ούτως ή άλλως όλες οι στροφές στο «κακό πνεύμα» είναι σε 2ο πρόσωπο. Πολλές οι αντιθέσεις που κρατούν εμφατικά άσβεστη φλόγα μια χαραμάδα ειρωνείας ή σχολίου ελαφρώς σαρκαστικού: στον κάτω κόσμο/ δεν προβλέφτηκε ηχομόνωση/ κι η Ευρυδίκη πάνω/ ροχαλίζει («ο ορφέας στον άδη»). πίνει εσπρεσάκι/ χαλαρός. ντριν κινητό:/ υπενθύμιση («ο θάνατος»). Και στο «ψάρι»: [ ] το σπίτι τους/ είναι μια γυάλα/ που στο βυθό της πάντα/ κάποιος αγαπημένος πνίγεται:/ το ψάρι πάνω/ μετρά μια μια/ τις φυσαλίδες που ανεβαίνουν// στην τελευταία δακρύζει/ και σοβαρό/ παίρνει το δρόμο της ανάποδα// (δημιουργώ/ θα πει αγαπώ/ απ’ την ανάποδη). Ίσως ένας λιγότερο σφιχτός κατακερματισμός των στίχων να βοηθούσε στην καλύτερη διάταξη του ποιήματος.
Ξεχωρίζω όλα τα 3στιχα ποιήματα που προτάσσονται κάθε ενότητας: Σ’ ένα σύνορο/ σωμάτων εκστρατεύουν/ ενδεχόμενα («αυλαία»). Μπλακάουτ στο Hilton./ Das Licht! Das Licht! φωνάζει. ρετσιτατίβο. («ο stuart skelton στην ντουζιέρα»). Η αναφορά στον Αυστραλό τενόρο Στούαρτ Σκέλτον δεν ξέρω αν σχετίζεται με την ταινία του Γούντυ Άλεν Στη Ρώμη με αγάπη, αν δεν λαθεύω στην ταινία, με τον εξοικειωμένο να τραγουδά στην μπανιέρα του στη διάρκεια του ντουζ κι αργότερα μέσα σε ντουζιέρα στο κέντρο της σκηνής στην Όπερα.
Ο Γ.Στ. υπόσχεται συνέχεια. Δεν του λείπουν τα υλικά και οι δυνατότητες.
***
Νίκος Τσιπόκας, Τα αχνά φώτα της Μάρφα, Διηγήματα, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2021, σελ 180
Παίρνεις κάποιες ρουφηξιές από το αγαπημένο σου ξύλινο vaporizer*, θυμάσαι μυρωδιές στις γειτονιές που έζησες, τα απλωμένα ρούχα, τις τηλεοράσεις, τις φωνές τους.
Κάποιοι φοβούνται, κάποιοι θυμούνται, κάποιοι κοιμούνται, κάποιοι γαμιούνται, κάποιοι τρυπιούνται, κάποιοι πεθαίνουν…
«Ο συγγραφέας»
Όλα ξεκίνησαν εκείνο το καυτό καλοκαίρι, στις αρχές της δεκαετίας του ’80…
Οκτώ χρονών εσύ, εννέα ο αδελφός σου. Με απαγορευμένα φραπεδάκια στο μπαλκόνι, τρεις με τέσσερις αργά τη νύχτα και τα μπουζούκια της παραλιακής να ακούγονται στην ησυχία, αν και χιλιόμετρα μακριά. Τον περιμένατε με αγωνία να περάσει και πανηγυρίζατε με τον αδερφό σου σαν ζώα, κρεμασμένα στα κάγκελα, θεατές μιας απροσδόκητης παράνομης πίστας, ακριβώς μπροστά από το πατρικό σας. Σε μια μικρή επαρχιακή πόλη, μένατε άγρυπνοι, κρυμμένοι στο μπαλκόνι, κοιτούσατε πότε θα περάσει αυτός ο τρελός μηχανόβιος με βγαλμένη την εξάτμιση κατά κατακαλόκαιρο, όταν όλη η πόλη κοιμόταν. [ ]
Ταλεντάρα στις χωμάτινες πίστες από μικρός, έδειχνες ότι θα ξεχωρίσεις. Δύο συνεχόμενα σπασίματα όμως στο Διαβαλκανικό Εφήβων σε περιόρισαν σε συμμετοχές σε κάτι κερδοφόρα σόου καπνοβιομηχανιών… Και εκεί που ήσουν έτοιμος να φύγεις και να ψαχτείς στην Αμερική, κάποιο μεγάλο κλαμπ στην Αγία Νάπα είχε πάρτι γενεθλίων και σε κάλεσαν μαζί με άλλους για μια νυχτερινή επίδειξη μπροστά στην παραλία. Εκεί γνώρισες κάποιον επιχειρηματία από το Ισραήλ με ιδιόκτητο λούνα παρκ, ο οποίος εκτιμώντας τα προσόντα σου, σου πρότεινε να τον ακολουθήσεις στο Ισραήλ για ν’ αναλάβεις τον παροπλισμένο «γύρο του θανάτου». Σου ’κανε εντύπωση που διατηρούνταν ακόμα ένας θρύλος της μηχανοκίνητης ιστορίας. Ουσιαστικά ήταν ένα τεράστιο ψηλό ξύλινο βαρέλι που, στο εσωτερικό του, αναβάτες με μηχανές τελείως γυμνές και χαμηλό κέντρο βάρους ανεβοκατέβαιναν στο κατακόρυφο ξύλινο δάπεδό του, ισορροπώντας με φυγόκεντρες κινήσεις και κάνοντας επικίνδυνες φιγούρες…
«Το βαρέλι»
Μόλις χτες εξηγούσα στον γιο μου τον «γύρο του θανάτου» που αμφιβάλω αν πια στην εποχή μας το ’χει κανείς ακούσει. Άλλωστε χρόνια δεν συνάντησα την παραμικρή αναφορά μέχρι που έπεσα πάνω στο διήγημα του Ν.Τσ.. Παιδί, ακουμπώντας στο χείλος ενός παρόμοιου βαρελιού έτρεμα με το θέαμα και τον κίνδυνο των αναβατών. Δυο και τρεις μοτοσικλετιστές ταυτοχρόνως κι έχοντας μάλιστα στο πίσω κάθισμα νεαρές αναβάτιδες που σε δεδομένη στιγμή ανέβαιναν στους ώμους των οδηγών κι έκαναν ακροβατικά. Απίστευτο! Κι όλα αυτά για λίγες δραχμές στα πανηγύρια στη Μαγούλα και την Πετρομαγούλα, στον Ορχομενό, που άγνωστο πώς καταλήγαμε με τον πατέρα μου. Είχαμε δει και σε ένα μεγάλο θέατρο μια ανάλογη παράσταση μέσα σε
Τρίτο βιβλίο διηγημάτων, τέταρτο αν προσθέσουμε και το ποιητικό Αυτό το αόρατο χρώμα, εκδ, Απόπειρα, 2018, του Νίκου Τσιπόκα που γεννήθηκε στο Ναύπλιο, σπούδασε Νομικά στην Κομοτηνή –η πόλη βρίσκεται σε διηγήματα της συλλογής–, ασχολείται με τον κινηματογράφο και το θέατρο, ενώ υπήρξε ιδρυτικό μέλος του ροκ συγκροτήματος «Anima».
21 σύντομα διηγήματα ζωντανά, δυναμικά, νευρικά στη γραφή, με ακρίβεια και οικονομία διατυπωμένα. Ευρύτατη η γκάμα των υλικών που αξιοποιεί στην αφήγησή του: ένα δίγραμμο κόκας, το κέντρο εξωσωματικής γονιμοποίησης στην Κηφισίας, το πλαστικό ποτηράκι με το σπέρμα, η λιπόθυμη Ξένη, το μαξιλάρι από το Bed & Bath με τ’ άρωμά της, ο γερμανο-πολωνός ηθοποιός Κλάους Κίνσκι, ένα μισοσβησμένο διφυλλάκι, η κεντρική πλατεία της Κομοτηνής, τα τούρκικα καφενεία και τα Πομακοχώρια, μια βόλτα στ’ Αναφιώτικα, οι ήχοι του αμερικάνικου ροκ συγκροτήματος του ’60 «Seeds», με το «Pushing too hard», στο Λος Άντζελες (βλ. και το διήγημα «Η λίστα»), τα κρυστάλλινα ζωάκια Σβαρόφσκι φυλαγμένα στο σκρίνιο –συλλογή και της πεθεράς μου, ποτέ μου δεν μ’ άρεσαν, «Τι τους βρίσκουν;» αναρωτιόμουν– τα δρομολόγια Ανάφη, Δονούσα, Αιγιάλη, Γαύδος… Ο κατάλογος από οικεία, απλά και σύνθετα, καθημερινά, οικεία, που περνούν ανεπαισθήτως από τις σελίδες του βιβλίου, θα μπορούσε να είναι μακρύς με όσα και τα πραγματικά περιστατικά, τοπωνύμια, συμβάντα που διαδραματίζονται: «Μια ριπή ανάσας σου στα πλημμυρισμένα με γύρη και σκόνη δάχτυλά σου… Ένα κίτρινο σύννεφο… Σαν εκπνοή φιλιού… Κάτι σαν ξαλάφρωμα, σε μια νέα ζωή, σε μια νέα πόλη. Ζωοδόχου Πηγής 33, στα Εξάρχεια…» Η Καραντίνα όπως μπήκε απρόσμενα στη ζωή μας μέσα από την «Πανδημία αγάπης».
Η γραφή ζωντανή, θέματα σύγχρονα, μια ηθογραφία προσβάσιμη, προσπελάσιμη και άρτια. Σίγουρα κατέχει τη μαεστρία της γραφής. Έχει μέλλον. Ιδίως σε μια εποχή που κατακλυζόμαστε από κοινοτυπίες εμμονικών φιλόδοξων συγγραφέων.
*Ατμοποιητές κάνναβης
Κώστας Α. Κρεμμύδας