Μια καφέ ντουλάπα επαναστάτησε.
Ανατινάχτηκαν οι ναφθαλίνες,
λιποθύμησαν τα πέτα,
οι τσέπες ξανάγιναν κλωστές.
Αμέσως κούνησε τις δώδεκα ακμές του ξύλινου σκελετού της και κατέρρευσε.
Μια περούκα, ένα καπέλο και μια ρόμπα ανασυντάχθηκαν,
ξεμπούκαραν, έγιναν ένας.
Κατέβηκε τα ξύλινα σκαλιά με κίνδυνο παραπατήματος.
Είχε χρόνια να δει τον κόσμο.
Άνοιξε τα φύλλα της σάλας,
στάθηκε στον καθρέπτη,
ανακαλύφθηκε.
Προσπάθησε να καταλάβει ποιος ζούσε κάποτε εντός του.
Ύστερα
βρήκε το κουτάκι με τις παλιές έμπειρες καρφίτσες
και τρυπήθηκε
χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία.
Κανείς δεν του έδωσε σημασία όταν παρίστανε στο πάτωμα
το ανθρώπινο πτώμα.
Το πέρασαν για κατάλοιπο μιας άλλης εποχής
και αφού δεν βρήκαν παλαιοπώλη να ενδιαφέρεται,
το πέταξαν στο δρόμο.
Εκείνο όμως σηκώθηκε,
πήρε το δρομάκι που έβγαζε στο θέατρο.
Εκεί,
ένας ηθοποιός μόλις το αντίκρισε, το άρπαξε.
Έτσι έντυσε το ρόλο του.
Μια νέα ιστορία άρχιζε.