Νίκος Χαρτοματσίδης * Η κατηφόρα

In Διήγημα by mandragoras

 

(Προορισμός η Πύλη της Κασσάνδρας)

Στον γράφοντα αρέσει να προβοκάρει τον εαυτό του. Του αρέσει η διττή σημασία των λέξεων που χρησιμοποιεί. Και ο τίτλος που διάλεξε για το διήγημα του αρέσει. Παραπέμπει σε ασπρόμαυρη ταινία της δεκαετίας του εξήντα. Aν κρίνουμε από τις μετρήσεις της τηλεθέασης οι ταινίες αυτές ακόμα έχουν πέραση. Η φλυαρία επίσης αρέσει στον γράφοντα, αυτολογοκρίνεται όμως και επιβάλλει στον εαυτό του να διευκρινίσει πως το αφήγημά του θα ασχοληθεί με τα συμβάντα σε μια υπαρκτή κατηφόρα, αυτή της οδού Ελένης Ζωγράφου στην Θεσσαλονίκη, στο κομμάτι του δρόμου μετά την στροφή στον τόσο γνωστό πύργο του Τριγωνίου. Συνεχίζοντας να προβοκάρει τον εαυτό του ο γράφων θα δοκιμάσει να προσθέσει σε παρένθεση έναν δεύτερο τίτλο. Αναποφάσιστος ταλαντεύεται ανάμεσα στους «Όχι και τόσο νηφάλια νυχτερινή διαδρομή», «Επιστροφή από τις ταβέρνες στα Κάστρα» και τον «Προορισμός η Πύλη της Κασσάνδρας». Καταλήγει στον τελευταίο, επειδή του αρέσει να τριγυρνάει στην Θεσσαλονίκη, αναζητώντας στην σημερινή πόλη πότε το αρχαίο και πότε το μεσαιωνικό της πρόσωπο. Επίσης καλό θα ήταν να δώσει ένα όνομα στον ήρωα του, η αφήγηση σε τρίτο πρόσωπο το απαιτεί. To Φάνης είναι ένα όνομα που αρέσει στον γράφοντα.

Κάθε φορά όταν επιστρέφει από τις ταβέρνες στα Κάστρα ο Φάνης παθαίνει τα ίδια. Τον τρομάζει η κατηφόρα. Γενικά έχει πρόβλημα με τις κατηφόρες. Του γεννούν ένα αίσθημα ανασφάλειας και αστάθειας. Τα πόδια του αντίς να περπατούνε κανονικά επιταχύνουν τον βηματισμό και κοπανούν τη γη δυνατά παράγοντας ήχους δυνατούς σαν πυροβολισμούς. «Ο λόχος της προεδρικής φρουράς με ντύσιμο εξόδου κατηφορίζει την οδ. Eλ. Ζωγράφου. Γκάπα, γκούπα, γκάπα γκόυπα» –

κοροϊδεύει τον εαυτό του. Τον ρυθμό στον βηματισμό του τον δίνει μια μπάντα ορατή μόνο από τον ίδιο. Ο Φάνης λυπάται τους μουσικούς αυτής της μπάντας, ειδικά αυτόν που του έχουν φορτώσει το κοντραμπάσο ή μήπως σουαζόφωνο (στα ηλεκτρονικά καταστήματα μουσικών οργάνων χρησιμοποιούν αυτό το όνομα). Ο όγκος από χαλκό περιορίζει το οπτικό πεδίο του μουσικού και είναι αδύνατο να προσέχει τα βήματα του. Έτσι και στραβοπατήσει, πράγμα πολύ πιθανό με τα χάλια του οδοστρώματος, θα παρασύρει όλους τους συναδέλφους του της μπάντας. Φαντάσου να γκρεμοτσακίζεται στο οδόστρωμα όλη αυτή η μάζα χάλκινων οργάνων, μαζί με τα πιατίνια και την γκρανκάσα, και να κατρακυλάνε στη κατηφόρα. Ο Φάνης γελάει με την εικόνα που έπλασε η μεθυσμένη φαντασία του.

Είναι μόνος και δεν χρειάζεται να δώσει σε κανέναν εξηγήσεις για το γέλιο του που σαν να προκύπτει από το πουθενά. Και για τους βροντερούς ήχους που παράγουν τα βήματά του δεν χρειάζεται να απολογηθεί σε κανένα. Είναι ώρα τώρα που είναι μόνος του, από τη Δεξιά στροφή που έκανε στον πύργο του Τριγωνίου (ο Φάνης ποτέ δεν συγχώρεσε στον εαυτό του τις δεξιές στροφές, ακόμα και τις υποχρεωτικές που του τις επιβάλλουν οι πεζοπόρες διαδρομές του). Εκεί τον παράτησαν οι άτιμοι οι φίλοι του μόνο, έρημο και ελαφρώς μεθυσμένο, περιτριγυρισμένο από βυζαντινούς πύργους και κοιμισμένες πολυκατοικίες. Ένας-ένας χωθήκαν σε περαστικά ταξί και του άφησαν, ως συγνώμη ή ως δικαιολογία της αναχώρησής τους, ένα σύννεφο ζεστού αέρα που βγήκε μέσα από το αυτοκίνητο, αέρα με εγκλωβισμένα μέσα του αρώματα καπνού, διαλόγους μεταμεσονύχτιων αθλητικών εκπομπών και στοίχους από σκυλάδικα τραγούδια εγκατάλειψης. Σπάνια μπαίνει σε μεταμεσονύχτιο ταξί. Φοβάται μην κολλήσει ˙ όχι κάποια αρρώστια, μα τις έγνοιες που έχουν παρατήσει στο πίσω κάθισμα οι προηγούμενοι πελάτες. Κουνάει με μανία τα χέρια του. Ο Φάνης θέλει να διαλύσει το σύννεφο, του αρκεί η δικιά του θολούρα. Το πετυχαίνει και απαλλαγμένος από ξένα φορτία προχωράει στην κατηφόρα.

Το βλέμμα του ερευνά τον δρόμο μπροστά του και σχεδιάζει με προσοχή τα βήματα του. Τον ακολουθεί η αόρατη για όλους τους άλλους μπάντα. Την νιώθει πως προχωράει πίσω του με τους μουσικούς να έχουν υπό μάλης τα όργανα περιμένοντας κάποιο σήμα από τον διευθυντή τους. Μόνο ο τυμπανιστής επιμένει να καθοδηγεί τα βήματα όλων και τα δικά του. Τους ρίχνει κλεφτές ματιές πάνω από τον ώμο του. Κάποιος έχει στολίσει τα καπέλα των μουσικών με φτερά από εκατομμύρια ξεπουπουλιασμένα κοκόρια.

Οι ήχοι που παράγουν οι πατούσες του χτυπώντας το οδόστρωμα φαίνεται να αρέσουν στα βυζαντινά τείχη της πόλης· τους πολλαπλασιάζουν με τρόπο ικανό να ξυπνήσει όλα τα κοιμισμένα για αιώνες φαντάσματα. Ο Φάνης θεωρεί δεδομένη την παρουσία πολλών φαντασμάτων, ειδικά στην πλευρά των ανατολικών τειχών της Θεσσαλονίκης. Με τα νεκροταφεία όλων των θρησκειών και γλωσσών της πόλης που επεκτεινόταν σχεδόν σε όλο το μήκος των τειχών από την Ευαγγελίστρια και κάτω ως και την σημερινή ΧΑΝΘ το παράξενο θα ήταν να μην υπάρχουν φαντάσματα. Ειδικά σε βραδιές σαν την αποψινή. Δυσοίωνη βραδιά. Λυσσομανάει ο Βαρδάρης. Ο άνεμος περνώντας ανάμεσα στα κλαριά των κυπαρισσιών έχει επιδοθεί σε σύνθεση ενός μακάβριου ορατόριου για κυπαρίσσια, γυμνά κλαριά και χορωδία φαντασμάτων περασμένων αιώνων. Μπρρρ. Αποφασίζει πως πρέπει να κατανικήσει τον φόβο που πάει να τον κυριεύσει αντιμετωπίζοντάς τον με τον πιο δοκιμασμένο τρόπο –τραγουδάει. Λέει το πρώτο τραγούδι που του έρχεται «Στ’ Άρματα!». Η μπάντα που έδειχνε να υπνοβατεί πίσω παρά τα χτυπήματα του ταμπούρλου, το πιάνει αμέσως και στον σωστό τόνο. Το τραγούδι φτάνει στα αυτιά του Φάνη κάπως παραμορφωμένο από την συνοδεία τόσων μουσικών οργάνων. Έχει χάσει την παιχνιδιάρικη διάθεση που κρύβει πίσω από τα βροντερά λόγια. Έχει καταντήσει πομπώδες.

Ενθουσιασμένη με το τραγούδι του, από το πουθενά εμφανίζεται μια αγέλη αδέσποτων σκυλιών. Πιάνει αμέσως τον ρυθμό. Συμμετέχουν στο ρεφρέν χαρίζοντας τρία γαβ (παράξενο αλλά κολλάνε στις τέσσερεις συλλαβές της φράσης). «Μεγαλειώδης εικόνα. Ο σουρωμένος, τα σκυλιά και ο πιστός ακόλουθος, η μπάντα με τα εκατομμύρια φτερά κοκοριών στα καπέλα» αναφωνεί ο σχολιαστής της παρέλασης αυτής. Κάθε παρέλαση που σέβεται τον εαυτό της έχει και τον τηλεοπτικό σχολιαστή της…

Και εκεί που νομίζει πως όλα πάνε καλά και πως θα ολοκληρώσει ανέμελα την κάθοδό του μπαίνοντας στην πόλη από την Πύλη της Κασσάνδρας, προκύπτει διαφωνία ανάμεσα στα σκυλιά της αγέλης. Ένας μούργος αποφασίζει πως τα τρία γαβγίσματα του ρεφρέν δεν είναι αρκετά και προσθέτει άλλα δύο δικά του. Η αγέλη σταματάει απότομα και με γαβγίσματα και ουρλιαχτά αποφασίζει να λύσει τις ποιητικές διαφορές της. Δεν τα καταφέρνει, κάνει μεταβολή και αρχίζει να τρέχει στην ανηφόρα του δρόμου σκορπίζοντας στο διάβα της και την μπάντα. Μένει μόνος του καταμεσής της κατηφόρας χωρίς μπάντα και χωρίς αγέλη συνοδείας.

Ο Φάνης πρέπει να συνεχίσει. Πρέπει να μαζευτεί κάποτε σπίτι του. Αποφεύγει να σηκώσει το κεφάλι του και να κοιτάξει τις φωτισμένες επάλξεις. Πάντα ελλοχεύει ο κίνδυνος να δει κανείς, ή να φανταστεί πως είδε, τα φαντάσματα (άιντε πάλι) των φρουρών της πόλης που μαζί με τον λαμπυρίζοντα Άγιο Προστάτη της θα ψάλλουν το «τη Υπερμάχω» ή όποιο άλλο άσμα έχει στην διάθεση της η ροή της Ιστορίας.

 Στην σιγμοειδή στροφή του δρόμου παραμονεύει μια φωτεινή πινακίδα. Σκοπός της είναι να ενημερώσει τον Φάνη πως το νοσοκομείο δεν εφημερεύει. Και να εφημέρευε πάντως δεν θα έμπαινε. Μπορεί να εμπιστευτεί κανείς νοσοκομείο που το χωρίζει μονάχα ένας φράχτης από νεκροταφείο; Δεν φταίει αυτός που η περιοχή είναι γεμάτη με νεκροταφεία με ταφικά μνημεία γραμμένα σε όλες τις γλώσσες που ακουστήκαν στην πόλη. Ε όχι και ακριβώς όλες. Κάποιες εξαφανιστήκαν –ας πούμε τις επιτύμβιες στήλες με τα τουρμπάνια στα μουσουλμανικά νεκροταφεία, τις ταφόπλακες με τις κυριλλικές επιγραφές του βουλγάρικου κοιμητηρίου και αυτές με τους χαραγμένους στίχους των ψαλμών στα εβραϊκά….

 Σταματάει στριμωγμένος ανάμεσα στα νεκροταφεία των δύο πλευρών του δρόμου. Ο Βαρδάρης συνεχίζει να συνθέτει ορατόρια, μόνο που τώρα τον αφήνουν αδιάφορο. Χασμουριέται. Πρέπει να συνεχίσει μέχρι το σιντριβάνι, δεν πρέπει να έχουν μείνει περισσότερα από πεντακόσια μέτρα. Νιώθει το βήμα του να έχει ελαφρύνει. Η μπάντα και τα σκυλιά έχουν οριστικά εξαφανιστεί. Δοκιμάζει μόνος του το ρεφρέν του εμβατηρίου με τις συλλαβές που αντιστοιχούν σε τρία γαβγίσματα. Δεν γίνεται να περάσει κανείς την πύλη της Κασσάνδρας χωρίς τα βήματά του να συνοδεύονται από τον ρυθμό εμβατήριου, και έχει ξεχάσει όλα τα άλλα που έχει ακούσει. Θα πει αυτό ακόμα και αν είναι μόνο τα τρία μπάσα «Μπομ, μπομ, μπομ» του κόντρα μπάσου ή μήπως του σουαζόφωνου, που αντιστοιχούν στο ρεφρέν του εμβατηρίου…

 Αργά το πρωί βγαίνει στο μπαλκόνι του για να καπνίσει το πρώτο τσιγάρο της ημέρας. Ο Βαρδάρης έχει κοπάσει. Και τα περιγράμματα των αντικειμένων έχουν πάρει την συνηθισμένη για την Θεσσαλονίκη ομιχλώδη όψη τους. Αντικρίζοντας τις θολές γραμμές των Κάστρων απέναντί του ο Φάνης επισημαίνει θυμωμένα στον εαυτό του «Κάθε φορά επαναλαμβάνεις το ίδιο λάθος ρε κόπανε, αντίς να πιάσεις την κατηφόρα κατευθείαν από την πύλη του Εσκί Νταλίκ και να φτάσεις γρήγορα στο σπίτι σου, ακολουθείς τους άλλους και αναγκάζεσαι να κάνεις την διπλάσια διαδρομή». Ενάντια στις συνήθειές του εκτοξεύει με το μεσαίο δάχτυλο το αποτσίγαρό του σημαδεύοντας τον θολό στόχο των Κάστρων απέναντι, και μαζεύεται στο δωμάτιο του.