Η επιθυμία μου ήταν πάντα απλή. Να παραμείνω γουρούνι. Από την πρώτη στιγμή που η μάγισσα η Κίρκη με το νωχελικό κούνημα του ραβδιού της έκανε τις τρίχες στην ράχη μου να τσοτσουρδίσουν και την φωνή μου να αλλάζει, κατάλαβα πως όλη την ζωή μου αυτό επιθυμούσα.
Ψέματα λέω. Στην αρχή πανικοβλήθηκα. Τρόμαξα. Έβλεπα μπροστά στα μάτια μου τους συντρόφους μου να αλλάζουν μορφή και να παίρνουν την όψη κάπρου. Είδα και το πανικόβλητο βλέμμα του μαλάκα του Ευρύλοχου, –τον είχε ορίσει ο Οδυσσέας επικεφαλής της ομάδας μας–
και τα χρειάστηκα. Ήταν ο μόνος που δεν έπαθε τίποτα. Δεν ακούμπησε κανένα από τα εδέσματα στο στρωμένο από την μάγισσα τραπέζι. Όχι, δεν το έκανε από σύνεση, πεινούσε όπως όλοι μας. Τον είχε πιάσει κόψιμο και ανακατευόταν. Θα έφαγε κάτι στο πλοίο κρυφά από όλους μας, κάτι που από ότι φαίνεται τον πείραξε. Τρεις φορές σταματήσαμε και τον περιμέναμε, ενώ αυτός έτρεχε πίσω από τους θάμνους. Άσε την μπόχα από τις πορδές. Αυτός είναι ο λόγος που δεν έπαθε τίποτα, ενώ εμείς που πέσαμε με τα μούτρα στα φαγητά μπροστά μας και χώναμε τις χερούκλες μας στις ασημένιες πιατέλες γίναμε γουρούνια. Αυτή η λαιμαργία μας πρέπει να καθόρισε το μέλλον της μεταμόρφωσης μας. Κόλπο της μάγισσας. Μελετάει την αντίδρασή σου μπρός το γεμάτο τραπέζι και ανάλογα σε μεταμορφώνει. Υπήρχαν πολλοί και διάφοροι εκεί, που, ανάλογα με τα κέφια της Κίρκης σουλάτσαραν σαν λιοντάρια, πάνθηρες, λύκοι, ελάφια· υπήρχαν και μερικοί ασβοί. Αναρωτιόμουν ποια πράξη τους μπρος στο στρωμένο τραπέζι, είχε προκαλέσει αυτή τους την μεταμόρφωση. Όλοι εμείς, τα ζώα της Κίρκης, κοιταζόμασταν αδιάφορα και προσπερνούσαμε ό ένας τον άλλον. Απουσία ένστικτων. Απόλαυση.
Μου πήρε λίγη ώρα για να καταλάβω τα πλεονεκτήματα της νέας μου κατάστασης. Τα λιοντάρια, οι λύκοι και οι πάνθηρες συμπεριφέρονταν σαν γατούλες και σκυλάκια. Δεν πεινούσαν, δεν κυνηγούσαν. Κάποιο από τα πολλά κόλπα της Κίρκης. Μόνο εγώ συνέχισα να πεινάω. Τροφή υπήρχε μπόλικη. Τώρα που το σκέφτομαι, την πείνα που συνέχισα να έχω και μετά την μεταμόρφωσή μου, πρέπει να την χρεώσω ως μερική αποτυχία της μάγισσας. Ποιος ξέρει μπορεί και η φύση του γουρουνιού να είναι τέτοια, να πεινάει συνεχώς.
Για τα πλεονεκτήματα της νέας μου κατάστασης ήθελα να σας μιλήσω, και η πείνα, όπως συμβαίνει πάντα, εξώθησε την σκέψη μου αλλού. Τα συνειδητοποίησα σχεδόν αμέσως. Μόλις συνήλθε από την κατάπληξη του, ο Ευρύλοχος έτρεξε να ειδοποιήσει τους άλλους στο καράβι για το τι «κακό» μας είχε βρει. Δεν ξέρω τι είπε στον Άνακτα, αλλά ο Οδυσσέας εμφανίστηκε ζωσμένος με όλα του τα τσαπράζια, επιβλητικός. «Αθάνατου όψη λαμπρή», όπως συνηθίζουν να γλύφουν τους βασιλιάδες οι ραψωδοί. Η Κίρκη έκανε πως τρόμαξε, δήθεν κούνησε το ραβδί της. Δεν ήθελε να τον μεταμορφώσει. Ακόμα και το παραμύθι πως έφαγε το χόρτο μώλυ και πως του το επέδειξε ο Ερμής, αυτή τον ορμήνεψε να λέει. Τον γούσταρε. Έκανε και κάνει κωλοτούμπες για πάρτη του. Και αυτός το καταλάβαινε και έκανε το κομμάτι του. Όλα τα άλλα που θα πουν οι ραψωδοί για τον Οδυσσέα καλά είναι να μην τα πιστεύετε. Μην έχετε αμφιβολίες, θα πούνε και πολλά περισσότερα από ό,τι για την Ελένη και τους άλλους. Ακόμα και ο θυμός του Αχιλλέα λιγότερους στοίχους θα κερδίσει. Τον γουστάρουν οι γυναίκες αυτό είναι όλο, όλες οι γυναίκες, θεές και θνητές.
Ο Οδυσσέας κατάλαβε πως τον έπαιρνε και άρχισε τις χοντράδες των απειλών. Η Κίρκη δήθεν έντρομη ενέδωσε και με ένα, το σωστό αυτή την φορά, κούνημα του ραβδιού της μας έδωσε πίσω την ανθρώπινη μορφή μας.
Μόλις με είδε ο Άναξ, για να δείξει την εξουσία που είχε πάνω μου, με διέταξε :
-Πετάξου ως το πλοίο Ιππόφοβε παιδί μου και φέρε μου το –δεν είχε αποφασίσει τι ήθελε ο κόπανος και για να μην μείνει μετέωρη η εντολή του πρόσθεσε– το ακονιστήρι, παιδί μου…
Κατηφόριζα προς το πλοίο και έβριζα. Ποιον έβριζα; Τους πάντες. Τον βασιλιά, την Κίρκη, τους άλλους από το πλήρωμα του πλοίου, τον πατέρα μου. Αυτόν τον έβριζα από πάντα και συχνά. Ακούς εκεί. Να μου δώσει το όνομα Ιππόφοβος. Μωρό ήμουν και χεζόμουν από τον φόβο μου όταν χλιμίντριζε το άλογό μας. Έτσι έλεγε. Και το έλεγε παντού γελώντας. Αυτός με ονόμασε Ιππόφοβο. Για ευκολία και για να σπάνε πλάκα οι υπόλοιποι του νησιού το απλοποίησαν. Το έκαναν «Χέστης».
Για τα σαράντα εννέα μέλη του πληρώματος ήμουν ο Κακότυχος, ο Κόπανος, ο Κακομούτσουνος και ο Χέστης. Ο πεντηκοστός πρώτος απλά με αγνοούσε, όπως και τους περισσότερους από τα άλλα πληρώματα. Ήταν βλέπεις ο Οδυσσέας ο Βασιλιάς και κυβερνήτης μας. Εγώ δεν ήμουν στην αρχική σύνθεση του πληρώματος. Με περιμάζεψαν ναυαγό στο λιμάνι τον Λαιστρυγόνων. Από τα δώδεκα πλοία που απέπλευσαν από την Ιθάκη είχε μείνει ένα. Αυτό των «Ευ». Έτσι τους φωνάζαμε οι υπόλοιποι. Δεν ξέρω αν τυχαία βρέθηκαν όλοι αυτοί οι «Ευ» στο πλήρωμα ή για κάποιους δικούς του λόγους τους είχε διαλέξει ο Οδυσσέας. Ένα πλήρωμα που και τα πενήντα μέλη του το όνομα τους αρχίζει με «Ευ». Όλοι αυτοί οι Εύμαχος, Ευρύλοχος, Εύστερνος, Εύνομος, μέχρι και τον Εύπορδο, αν και αυτό ήταν παρατσούκλι, πήρε μαζί του. Όλοι αυτοί οι «Ευ» βρεθήκαν στον πάγκο του κωπηλάτη του πλοίου του. Μόνο τον Εύμαιο άφησε στο νησί. Βλέπεις ήταν μεγαλούτσικος για πόλεμο και κάποιος έπρεπε να μείνει πίσω για να προσέχει τα βασιλικά γουρούνια. Συμφωνώ πως μόνο ένας «Ευ» μπορεί να φροντίζει σωστά τα γουρούνια. Δώδεκα πληρώματα ξεκινήσαμε από την Ιθάκη. Πόσα αποπλεύσαμε από την Τροία; Λιγότερα. Έξι ή επτά κάπου εκεί. Δέκα χρόνια κράτησε ο πόλεμος. Πόσοι λέτε πως επιζήσαμε από τις μάχες και τον λοιμό; Αφήσαμε στην ακτή του Ίλιου τα άχρηστα σκαριά ως μνημεία της παρουσίας μας και ως πηγή ξυλείας για τους ντόπιους. Η απόλυτη καταστροφή της Τροίας είναι το παραμύθι. Παραμύθι που θα κάνει αθάνατους τύπους σαν τον δικό μας τον Οδυσσέα και τους άλλους άνακτες.
Όλοι στο στρατόπεδο των Αχαιών με ήξεραν ως Χέστη. Και η αλήθεια είναι πως φοβόμουν, μόνο που καμία από τις λαβωματιές που δέχτηκα δεν είναι στη πλάτη. Ποτέ δεν μου δόθηκε η δυνατότητα επιλογής για το τι θα ήθελα να είμαι. Αν είχα την δυνατότητα; Από όλα αυτά που υπήρξα κατά καιρούς στη ζωή μου; Ανεπιφύλακτα γουρούνι. Τα ευτυχέστερες στιγμές της ζωής μου.
Όταν με μεταμόρφωσε η Κίρκη την μόνη αλλαγή που ένιωσα ήταν το ότι οι πιατέλες και τα εδέσματα πλησίασαν κοντά στην μούρη μου, τόσο που δεν χρειαζόμουν πια τα χέρια. Και κάτι άλλο· αυτές τις λίγες ώρες που πέρασα σαν γουρούνι ένιωσα χαρούμενος και ίσως για πρώτη φορά ελεύθερος. Έκανα ότι ήθελα όποτε ήθελα χωρίς ηλίθιες αναστολές. Έτρωγα ό,τι εύρισκα. Κοιμόμουν όπου εύρισκα. Δεν υπάκουσα και δεν εκτέλεσα καμία εντολή. Δεν έκανα κάτι, επειδή μου το επέβαλε κάποιος. Δεν έσταξε ούτε μια σταγόνα ιδρώτα από το μέτωπό μου κοπιάζοντας σε χωράφια άλλων, κτισίματα άλλων και κατασκευές άλλων. Μόνο όταν είδα την μούρη μου να καθρεφτίζεται στα νερά μιας γούβας είπα στον εαυτό μου «Με αυτή την φάτσα Ιππόφοβε, μην περιμένεις να παντρευτείς». Αυτό μόνο. Αλλά ακόμα και αυτή η σκέψη μου ήταν χαρούμενη.
Μικρός ήμουν όταν έφυγα και δεν είχα προλάβει να αποχτήσω υποχρεώσεις, να πάρω κλήρο και να με παντρέψουν. Έτσι δεν είχα αφήσει έγνοιες πίσω μου. Δεν λέω, η σκέψη μου πήγαινε συχνά στους γονείς μου. Μεγάλωναν. Δεν ήταν όμως μόνοι. Τα αδέρφια μου θα είχαν μεγαλώσει. Αν και έβλεπα και αυτούς που είχαν αφήσει πίσω τους έγνοιες. Έβλεπα την συμπεριφορά τους. Οι «Ευ» και αυτοί μαζί με όλους. Αν η Κίρκη μας είχε δει τι κουμάσια ήμασταν στην Τροία, σε ύαινες θα μας είχε μεταμορφώσει. Σκότωναν, κατέστρεφαν, βίαζαν. Και μετά άγνωστο γιατί διάλεγαν εμένα και συνεχώς μου δικαιολογούνταν: «Ο πόλεμος μας κατάντησε έτσι Ιππόφοβε». Από τις λίγες φορές που με φώναζαν με το όνομα μου. Με το που το έλεγαν το βλέμμα τους χανόταν προς την θάλασσα και έβγαζαν και αναστεναγμό οι κόπανοι. Ίσως την στιγμή εκείνη να συνειδητοποιούσαν πως άλλοι κόπανοι όμοιοί τους μπορεί να έκαναν στους οικείους τους ότι και αυτοί στις ακτές του Σκαμάνδρου. Έτσι καταλάβαιναν πως οι οικείοι τους (ό,τι θυμόνταν από αυτούς) εκεί στο νησί μας ήταν απροστάτευτοι. Ποιος ξέρει, μπορεί και ο πόλεμος να έχει το δικό του μαγικό ραβδί μόνο που δεν αλλάζει το παρουσιαστικό. «Το κουφάρι μένει ίδιο την ψυχή σου αλλάζει». Αν είναι έτσι προτιμώ την κατάσταση του γουρουνιού.
Αλλά ως συνήθως ξεφεύγω. Στις μέρες που ακολούθησαν στο νησί της Κίρκης όλο το πλήρωμα για κάποιο λόγο έτρεχε. Ο Οδυσσέας ως πολυμήχανος μας είχε συνέχεια στην τσίτα. «Δεν ξέρουμε ποια στιγμή θα μας δοθεί η ευκαιρία να δραπετεύσουμε από εδώ. Πρέπει να είμαστε έτοιμοι!» Αυτά έλεγε και εφεύρισκε συνεχώς νέες κουραστικές ασχολίες, καλαφατίσματα, μπαλώματα πανιών, καθάρισμα των υφάλων, πλάνισμα των κουπιών, ακόνισμα και γυάλισμα όπλων και πανοπλιών. Και ως συνήθως όταν ο Άνακτας εφεύρισκε εργασίες οι «Ευ» κατάφερναν και τις μετάθεταν σε εμένα. Έτσι γίνεται πάντα. Καταφέρνουν να με κάνουν να μισήσω αυτά που έκανα και τον τόπο στον οποίο ζούσα. Στην Τροία και στην Πατρίδα δεν εύρισκα εναλλακτική λύση για να ξεφύγω. Να επαναστατήσω; Να γίνω Θερσίτης που με την πρώτη σφαλιάρα μαζεύεται και μυξοκλαίει. Όχι! Η «εξέγερσή» μου θα έφερνε τον βέβαιο θάνατό μου. Είμαι σίγουρος πως πολλοί θα προσφερόταν ως εκτελεστές. Είναι ένας τρόπος και αυτός να γίνεται κανείς αρεστός στους δυνατούς. Μου είχε περάσει πολλές φορές από το μυαλό να εξαφανιστώ. Η σκέψη αυτή με τρόμαζε όμως. Που θα πήγαινα και ποιούς θα συναντούσα; Ανθρώπους που με την δικαιολογία του «Εχθρού» θα μου επιφύλασσαν την τύχη του δούλου στην καλύτερη των περιπτώσεων.
Πλάνιζα ένα από τα κουπιά όταν μου ήρθε η ιδέα. Θα ζητούσα από την Κίρκη να με κάνει ξανά γουρούνι. Το δύσκολο ήταν να την πετύχω μόνη. Την ευκαιρία μου την έδωσε ο ίδιος ο Οδυσσέας. Μας είχε μαζέψει στην παραλία πλάι στο πλοίο και μας τα ζάλιζε μέσα στην κάψα του μεσημεριού. Εκεί που μίλαγε έπεσε το βλέμμα του πάνω μου και η διαταγή βγήκε μόνη της από το στόμα του «Ιππόφοβε τρέχα να πεις στην Κίρκη πως θα καθυστερήσουμε κάπως. Να μην ανησυχήσει». Με υπάκουο τριποδισμό ανέβαινα την ανηφόρα βρίζοντας για να εκτονωθώ και στην πέμπτη βρισιά συνειδητοποίησα πως είναι η ευκαιρία μου να ζητήσω από την Κίρκη να με βοηθήσει. Εμφανίστηκα μπροστά της και λέξη-λέξη μετέφερα τα λεγόμενα του Οδυσσέα. Έγνεψε με κατανόηση και έστρεψε το βλέμμα στον αργαλειό της. Ποτέ δεν κατάλαβα όλες αυτές της βασίλισσες, τις μάγισσες τις νύμφες και βασιλοπούλες και την μανία τους για τον αργαλειό, αλλά δεν μου πέφτει λόγος. Η μάγισσα λοιπόν έσκυψε στον αργαλειό της και άρχισε να σιγοτραγουδά. «Είναι η στιγμή σου Ιππόφοβε» σκέφτηκα και άνοιξα το κουλό μου:
–Ήθελα να σας παρακαλέσω αν δεν σας κάνει κόπος να με επαναφέρετε στην προηγούμενη κατάσταση μου… –Με κοίταξε με απορία, προσπαθούσε να καταλάβει σε ποια προηγούμενη κατάσταση αναφερόμουν– να αυτή που μας κάνατε γουρούνια
Γέλασε με την καρδιά της
–Μα ήσασταν γουρούνια
–Ναι, κι εγώ θέλω να ξαναγίνω
–Θέλεις να μείνεις στο νησί; Το είδα, σε έχουν τρελάνει στις δουλειές. Σε κρύβω και ως άνθρωπο –ίσως όμως να έχεις δίκιο, αν παραμείνεις άνθρωπος θα μπω στον πειρασμό να σε τρέξω για δουλειές– κούνησε το ραβδί της και είπε γελώντας: χάσου από τα μάτια μου γουρούνι!
Το τελευταίο δεν μου ακούστηκε και τόσο χαρούμενο. Μπορεί και άλλους να είχε υπόψη της. Δεν κάθισα να το μελετήσω. Εξαφανίστηκα. Ο κίνδυνος να το μετανιώσει ήταν πάντα υπαρκτός. Έφυγα με τα μικρά γουρουνίσια βήματα μου μακριά στην άλλη άκρη του νησιού, μακριά από μάγισσες, βασιλιάδες και ανθρώπους. Γνωρίζω πως η κατάσταση μου αυτή είναι προσωρινή. Όταν κάποιος μου κάνει μία χάρη πάντα έρχεται η στιγμή που πρέπει να την ανταποδώσω.