Αντί προλόγου:
“Κόκκινες πηχτές σταγόνες” στον αυθεντικό ποιητικό λόγο ή αλλιώς οι αυθόρμητοι, πηγαίοι στίχοι που δεν αποτελούν ψυχρά λεκτικά κατασκευάσματα – προϊόντα εγκεφαλικής διεργασίας. Ο ποιητής Τόλης Νικηφόρου δίνει ως τίτλο στην τελευταία συλλογή του αυτήν τη φορτισμένη αισθητηριακά εικόνα-συναγερμό. Στο εξώφυλλο μάλιστα, σε υπόλευκο φόντο, βλέπει κανείς σταγόνες κατακόκκινες να πέφτουν με ορμή, σαν τις σταγόνες της βροχής, στις σελίδες ενός ανοιχτού βιβλίου. Ο συμβολισμός είναι εύγλωττος: Ο ποιητής Τόλης Νικηφόρου μας ενημερώνει ότι τα ποιήματά του είναι βιωματικά κι αποτελούν αληθινή κατάθεση ψυχής. Τα 33 ποιήματα του βιβλίου, κινούνται πάνω σε δυο κεντρικούς θεματικούς άξονες:
1.Η ποιητική τέχνη ή πώς γεννιούνται τα ποιήματα :
Το θηρίο της ποίησης, άγριο πάντα και με καυτό χνώτο, καραδοκεί. Άλλοτε φεύγει ήσυχα, κι άλλοτε με νύχια με δόντια κατασπαράζει τις σάρκες του ποιητή και τρέφεται με το αίμα του. Από τις κόκκινες σταγόνες που διαποτίζουν το χαρτί αναδύεται το ποίημα. Ο ποιητής Τόλης Νικηφόρου τονίζει με τη μεγαλύτερη δυνατή έμφαση ότι η ποίηση δεν είναι ένα χαριτωμένο και διασκεδαστικό παιχνίδι με λέξεις, αλλά μια επώδυνη διαδικασία που σε σκοτώνει και σ’ ανασταίνει. Ο ποιητής απομένει “εκστατικός και εξουθενωμένος”. Να, λοιπόν πώς γράφονται τα ποιήματα: Με αγώνα κι αγωνία, έχοντας να αντιμετωπίσει κανείς, όχι μόνο την εξωτερική πραγματικότητα, αλλά και το απύθμενο ασυνείδητο, κι όσα έχουν συσσωρευτεί στο σκοτάδι του με τα χρόνια. Είναι μια διαδικασία σταδιακής ενδοσκόπησης που πονάει.
Ο ποιητής υποστηρίζει ότι τα ποιήματα που δε γράφτηκαν είναι πολύ περισσότερα, γιατί η ζωή κυλάει ακατάπαυστα μπρος στα μάτια μας, μέσα σε χίλια θαύματα, κι εμείς μόνο λίγα “ίχνη του δέους” προλαβαίνουμε να καταγράψουμε. Η ζωή είναι ένα διαρκές θαύμα κι ο πεπερασμένος άνθρωπος είναι το μόνο πλάσμα που έχει το προνόμιο να τα δει και να τα ερμηνεύσει. Θεωρώ ιδιαίτερα ευφάνταστη τη σκηνή που ανακάλυψα στο ποίημα “Σαν άγριο θηλυκό, σαν οπτασία”: Η ποίηση που αναδύεται στην ψυχή του μοιάζει με ανυπότακτο θηλυκό, με μια παλιά ερωμένη που ξέρει μόνο τους δικούς της κανόνες. Άλλοτε είναι γλυκιά και σαγηνεύει με το φως και τη μουσική της. Άλλοτε, φέρνει μόνο πόνο κι αίμα. Τελικά, η σχέση του ποιητή μας με την τέχνη του είναι καθαρά ερωτική.
Τα παλιά μας βιβλία είναι παιδιά μας. Είναι όλα μεταξύ τους αδέρφια. Λαχταρούν το βλέμμα, το χάδι, την ανάσα του αναγνώστη. Κάποτε, δακρύζουν κι ο ποιητής σκύβει και σκουπίζει το αίμα που στάζει από τα ράφια. Οι εικόνες σ’ αυτά τα ποιήματα “ποιητικής” είναι ιδιαίτερα έντονες. Παντού κυριαρχεί το κόκκινο του αίματος. Από το κόκκινο του ουρανού, καθώς ο ήλιος δύει, ο ποιητής περνάει συνειρμικά στο βαθύ κόκκινο του έρωτα. Το κατακόκκινο φως στα δικά του μάτια, συμβολίζει την αγάπη που πάντα γέμιζε τη ζωή του.
«Ώσπου τέλος ένιωσα
κι ας πα’ να μ’ έλεγαν τρελό
πως από ’να τίποτα γίνεται ο Παράδεισος.»
(Οδυσσέας Ελύτης, Τo Φωτόδεντρο και η δέκατη τέταρτη Ομορφιά)
Άρα, ο ποιητής έχει τη δύναμη να πάρει κάτι ασήμαντο στα μάτια των άλλων ανθρώπων και να το μεταπλάσει σε κάτι το σημαντικό; Αυτές οι σκέψεις ήρθαν στον νου μου διαβάζοντας το ποίημα «Σε θάλασσα ανάμεσα κι ουρανό». Μόνο ένας αληθινός δημιουργός μπορεί να ποιήσει από το τίποτα:
σε θάλασσα ανάμεσα κι ουρανό
εκεί στον μακρινό ορίζοντα
σε θάλασσα ανάμεσα κι ουρανό
είδα αχνά να με καλεί ένα φως
κάτι σαν φάρος ή καράβι
κάτι ίσως σαν πατρίδα
να μού μιλάει βουβά
με χίλιες λέξεις
με εξαίσια μουσική και χρώματα
μ’ ένα άγγιγμα λυτρωτικό
μα ξαφνικά κατάλαβα
ότι πιο μακρινός κι απρόσιτος
πιο φωτεινός ορίζοντας
είναι η ψυχή
εκεί αστράφτει τ’ όνειρο
και αναδύεται δακρυσμένο
στο βάθος των ματιών μου
Δείτε λοιπόν, πώς μια φευγαλέα εικόνα στον ορίζοντα, κάπου εκεί που σμίγει ο ουρανός με τη θάλασσα, μια αμυδρή υποψία λάμψης, πυροδοτεί στην ψυχή του ποιητή το ποίημα. Το απροσδιόριστο ακόμα συναίσθημα, κάτι ανάμεσα σε απορία κι έκπληξη σε ώρα ρέμβης και περισυλλογής, γεννά τον προσωπικό μύθο, καθώς ο ποιητής αφήνεται να τον παρασύρει αυτό που αναδύεται μέσα του: Ένας φάρος, ίσως ένα μακρινό καράβι, σαν πατρίδα λησμονημένη τού μιλά, τον λούζει με χρώματα κι ακαθόριστα συναισθήματα σαν αποκάλυψη λυτρωτική. Κι αυτό το τόσο λαμπερό και δακρυσμένο, το τόσο απρόσιτο και τόσο κοντινό, είναι το ποίημα. Με θαυμασμό στέκομαι μπροστά στο ξεγύμνωμα της ψυχής που δονείται. Είναι η μυστική ώρα της δημιουργίας μπρος στα μάτια μας! Η ώρα που ο ποιητής αντικρίζει με νέα μάτια τον κόσμο ή καλύτερα, την εικόνα του κόσμου μέσα του, με τα άδολα μάτια ενός μικρού παιδιού. Σημειώνω εδώ την κρυμμένη ευγνωμοσύνη του για το θαύμα που του χαρίστηκε, ένα θαύμα που το μοιράζεται μαζί μας μέσα από τους στίχους του.
Στο βιωματικό ποίημα «Ένα παράξενα ωραίο χαμόγελο», ο ποιητής κάνει έναν σύντομο απολογισμό ζωής: Μετά τα αλμυρά δάκρυα με τα οποία μεγάλωσε, έμαθε να χαμογελάει. Να, που εκείνα τα δάκρυα τού χάρισαν ένα χαμόγελο παράξενα ωραίο. Είναι το χαμόγελο του ανθρώπου που πικράθηκε πολύ, όμως συνειδητοποίησε πως η χαρά είναι μόνο μια απόφαση. Δε θα έλεγα πως υποτάχτηκε στο θέλημα της ζωής ή συνθηκολόγησε άνευ όρων. Απλώς, έμαθε να δίνει στη ζωή ακόμα κι αν αυτή τού αρνείται τις χαρές της.
Στο ποίημα «ατύχημα στο δάσος των λέξεων», ο ποιητής αφηγείται ένα όμορφο παραμύθι για παιδιά: Ένας αρκούδος κι ένα μωβ χελιδονάκι παίζουν και γελούν στο λιβάδι, δίπλα στη λιμνούλα τους. Η ευτυχία τους όμως δεν κρατάει πολύ. Τραβούν κατά το δάσος των λέξεων κι εκεί η αθωότητά τους νικήθηκε από τη γνώση. Έτσι έγιναν άνθρωποι. Οι άνθρωποι όμως, δε ζουν σε παραμυθένια λιβάδια με όμορφες λιμνούλες! Έτσι, μια θλίψη ασήκωτη έπεσε στα μάτια τους. Άθελά μου, είδα πίσω από τους στίχους του ποιητή μας τους πρωτόπλαστους που θυσίασαν την αμεριμνησία του παραδείσου, για λίγη απαγορευμένη γνώση. Να, όμως που η γνώση γεννάει θλίψη, ενώ η παιδικότητα κι η αθωότητα τους προστάτευε:
ατύχημα στο δάσος των λέξεων
[… ]και τότε
σαν να ξύπνησαν από όνειρο
ή να υπέκυψε στη γνώση
η εκθαμβωτική τους αθωότητα
μεταμορφώθηκαν σε ανθρώπους
κι έπεσε απ’ τις λέξεις
μια θλίψη ασήκωτη στα μάτια τους
2. Νοσταλγική επιστροφή στη νεότητα:
Ο Τόλης Νικηφόρου σε πολλά από τα ποιήματα αυτού του όμορφου βιβλίου με πόνο ψυχής ανασύρει μνήμες από την εποχή της νιότης. Εύχεται να μπορούσε να επιστρέψει στην εποχή της εφηβείας, που εξιδανικεύεται στη συνείδησή του. Ένας άνεμος ελευθερίας πνέει στους στίχους του κι ο παιδικός έρωτας είναι το παιχνίδι της χαράς και της ζωής, το όνειρο, το καρδιοχτύπι.
Η αναβίωση του ονείρου
[…]ενώ από μακριά ένα ραδιόφωνο
θα παίζει το τραγούδι μας
θα ‘μαι και πάλι η μελανιά
που κρύβει το μαντήλι στον λαιμό σου
το ατίθασο τσουλούφι στα μαλλιά
ένα τρέμουλο απαλό στα γόνατά σου
να είναι άνοιξη
[…]και να μιλάμε, να γελάμε
και να μας περιμένει
μεθυστικά ατέλειωτο το καλοκαίρι
ένα γλυκό κορίτσι να μας γνέφει
πιο κάτω στη στροφή του δρόμου
να είναι όνειρο η ζωή
μέσα σε διάφανη ομίχλη
Ο έρωτας στην ποίηση του Τόλη Νικηφόρου είναι συχνά χρόνου παρελθόντος. Είναι νοσταλγικός και γλυκόπικρος, όπως οτιδήποτε σκιάζεται από το ανέφικτο ή την οδυνηρή αίσθηση του χαμένου. Διατηρεί κάτι από την παιδική αθωότητα, αυτήν την απλότητα και φυσικότητα που θυσιάζουμε, για να ωριμάσουμε: Το να είμαστε παιδιά σημαίνει πως είμαστε ανιδιοτελείς, αυθόρμητοι κι άδολοι, ιδανικοί -σχεδόν- εραστές όχι μόνο του “άλλου”, αλλά της ίδιας της νιότης μας, της ίδιας της ζωής που υπόσχεται το ωραίο καβαφικό ταξίδι. Μεγαλώνοντας, μαθαίνουμε να υπολογίζουμε τα πάντα να υποτάσσουμε τα βιώματά μας στη βάσανο της ψυχρής αξιολόγησης. Μιλάμε για νίκες, για ήττες, βρίσκουμε το δικό μας “σωστό” και το δικό μας “λάθος” κι όσο κι αν λέμε πως γίναμε σταθεροί κι έμπειροι ταξιδευτές, με ξεκάθαρους προορισμούς και με τους χάρτες ανά χείρας, έχουμε απολέσει θριαμβευτικά ένα μέρος της παλιάς αθωότητας. Ο ποιητής Τόλης Νικηφόρου, αιώνιος έφηβος στην αρχή της όγδοης δεκαετίας της ζωής του, μιλάει σαν παιδί, γιατί νιώθει μέσα του παιδί:
Παιχνιδίζει ένα φως
στα μάτια σου συχνά ανατέλλει
και παιχνιδίζει ένα φως
χαρούμενο
εκστατικό
από τη θλίψη απρόσβλητο
σκορπίζει στα μαλλιά
πυκνώνει άλλοτε και αγκυροβολεί
στις άκρες των χειλιών σου
[…]
Στιγμές χαράς
[…]όπως ένα χέρι τρυφερά
αγγίζει το δικό σου χέρι
και σε μεθάει για λίγο
στα μαγεμένα στενοσόκακα
[…]όπως μες στη ομίχλη
ανθίζουν το φθινόπωρο
τα βουρκωμένα μάτια
μ’ ένα αχνό χαμόγελο
Στη χώρα του ίσως και του αν
[…]οι παλιές αγάπες
ένα αέρινο φιλί
που έγινε μουσική
έγινε ποίημα
Με έκσταση στέκεται μπροστά στο μέσα θαύμα της αγάπης μ’ ολἀνοιχτα τα παιδικά, άδολα μάτια του, με την πιο αθώα κι ανυπόκριτη φωνή:
Εκπλήρωση
όλα τα άγνωστα
τα προαιώνια μυστικά και θαύματα
εκστατικά πάντα αναδύονται
στα φωτεινά σου μάτια
Ο έρωτας δίνεται μέσα από τις ίδιες περίπου εικόνες που χρησιμοποιεί ο ποιητής, όταν μιλάει για την ανείπωτη ομορφιά του κόσμου. Το φως παντού κυρίαρχο, ηγεμονικό. Ένα φως που σχεδόν ζωντανεύει κι έχει δική του βούληση. Παίζει λοιπόν ανέμελα, άλλοτε στέκεται εκστατικό, άλλοτε κρύβεται για λίγο στα μαλλιά της αγαπημένης. Νομίζω πως στην ποιητική του Τόλη Νικηφόρου, χαρά της ζωής κι έρωτας ταυτίζονται. Ο ποιητής μαγεμένος αρθρώνει λέξεις προσπαθώντας να περιγράψει το θαύμα της ζωής, το θαύμα της αγάπης: Κήπος στο φεγγαρόφωτο, αεράκι θαλασσινό, φυτά που ψιθυρίζουν, χρώματα έκπληκτα, κι ο ποιητής να βλέπει κι αχόρταγα να θαυμάζει. Στην ποίηση του Τόλη Νικηφόρου η φύση πάλλεται, ζωντανεύει, ανοίγει τα μάτια της.
Η ποίηση του Τόλη Νικηφόρου στρέφει συχνά τα μάτια της στο παρελθόν. Τρέφεται από τις αναμνήσεις. Κάποιες φορές, ανάμνηση κι όνειρο μπλέκουν τόσο πολύ, που αναρωτιέμαι τι από τα δυο ποθεί περισσότερο: Να μπορούσε να επιστρέψει με κάποιον μαγικό τρόπο στα χρόνια της εφηβείας ή να μπορούσε επιστρέφοντας σ’ εκείνο το παρελθόν να το αλλάξει ριζικά; Νομίζω πως αυτό που εξιδανικεύει το παρελθόν είναι η πικρή σκέψη ότι το ταξίδι της ζωής σε λίγο τελειώνει. Ο δρόμος κονταίνει και φτάνει όπου να ‘ναι στην έξοδο προς την “Πατρίδα”. Η έκφραση αυτή με προβλημάτισε βαθιά: Νομίζω πως εννοεί μια άλλη διάσταση, μια άγνωστη χώρα, όπου υπάρχει ανάπαυση, γαλήνη, δικαίωση και φως που δε δύει ποτέ. Δεν υπάρχει όμως πουθενά η έννοια της κρίσης των ψυχών. Πιστεύει ότι ο κάθε άνθρωπος επιστρέφει στην απόλυτη αρμονία δικαιωματικά. Περιγράφει τον θάνατο χωρίς αγωνία, σαν ένα γλυκό ταξίδι στο φως.
Επιστροφή στην πατρίδα
[…]Ο άγγελος των παιδικών μου χρόνων
ξέρω όταν έρθει η ώρα
ανάλαφρα πως θα σηκώσει
επάνω στα φτερά του την ψυχή μου
κι από την εξορία αυτού του κόσμου
γαλήνια θ’ ακολουθήσουμε το φως
για τη χαμένη μας Πατρίδα
Στα δύο τελευταία ποιήματα του βιβλίου (“Επιστροφή στην Πατρίδα”/ “και όμως”), ο λόγος του ποιητή γίνεται προφητικός, αφού μιλάει για όσα πρόσειται να συμβούν. Εδώ, μεταβαίνουμε στη χρονική βαθμίδα του μέλλοντος. Έχοντας αποδεχτεί τον κύκλο της ζωής και το αναπόφευκτο του θανάτου, μιλάει για τη ζωή που θριαμβευτικά θ’ αρχίσει πάλι για κάποιους άλλους, λαμπερή και πάντα όμορφη, σαν τίποτα να μην έγινε:
Και όμως
[…]και όμως
μέσα από τις στάχτες
ανίκητη η ζωή θα πάρει και πάλι
τον προαιώνιο δρόμο της
σαν να ‘ναι η πρώτη φορά
σαν τίποτα
να μην έχει προδοθεί
τίποτα
να μην έχει χαθεί για πάντα
Αντί επιλόγου:
Ο ποιητής Τόλης Νικηφόρου γράφει βιβλία (ποιητικές συλλογές, μυθιστορήματα, παραμύθια), από τη δεκαετία του ’60, επί μισό και πλέον αιώνα. Η ποίησή του, τρυφερή κι ανθρώπινη, προσεγμένη μ’ αγάπη και πάντα τόσο αισθαντική, έχει αγαπηθεί από χιλιάδες αναγνώστες τριών γενεών. Η ποιητική του φωνή αφήνει μια γλυκόπικρη γεύση, καθώς ξεχειλίζει από τη χαρά της ζωής, αλλά κι από μια νοσταλγία που τρυπάει σαν αγκάθι την καρδιά. Είναι μια ποίηση που τη χαρακτηρίζει το ανικανοποίητο του ανθρώπου που ζητάει ολοένα και περισσότερο φως. Είναι μια ποίηση που εξευγενίζει την ψυχή και που την ταξιδεύει. Μια ποίηση γεμάτη από εικόνες που συνθέτει ακατάπαυστα το φως της αγάπης.
Δημήτρης Παπακωνσταντίνου