Την τελευταίαν ημέρα πέρασα άυπνος συντάσσοντας τη διαθήκη,
ενώ η ζωή στένευε εκεί στο Παλαμήδι, πλάι σ’ ένα μπουκάλι ρούμι.
Ηλίας Λιατσόπουλος, Αντιστροφή
Οι διόπτρες νυκτός λειτουργούν μέσα από τη δράση του φώσφορου που
πολλαπλασιάζει το φως των αστεριών 10.000 φορές.
Γιάννης Καρπούζης, Ο Χάρτινος Χρόνος Τέλειωσε
Είναι ο μύθος που μας συνέχει
Θοδωρής Ρακόπουλος, Ορυκτό δάσος
Έχω την τύχη και τιμή να γνωρίζω δύο νέους, ιδιαίτερους ποιητές, οι οποίοι είχαν και εξακολουθούν να έχουν το προνόμιο του να αποκαλούν ο ένας τον άλλο, έως και σήμερα, αδελφό. Αναφέρομαι στον Γιάννη Καρπούζη (Ο Χάρτινος χρόνος τελείωσε, εκδόσεις Πανοπτικόν, 2019) και στον Ηλία Λιατσόπουλο (Αντιστροφή, εκδόσεις Ηριδανός, 2019). Φίλοι, συνοδοιπόροι, επιστήμονες, πολυτάλαντοι και οι δύο, μα πάνω από όλα «καθαροί άνθρωποι» όπως θα έλεγε και ο Νίκος Καρούζος.
Ποίηση, μουσική, φωτογραφία, μεταφράσεις, ντοκιμαντέρ, κινηματογράφος.
Η δράση τους πολυσχιδής μέσα στα χρόνια. Οι δυο τους μέχρι σήμερα παλεύουν για ένα καλύτερο αύριο. Η φιλία τους κρατά σχεδόν δυο δεκαετίες. Κοινές σπουδές, κοινά ενδιαφέροντα, κοινοί αγώνες και άλλοτε κοινοί στόχοι, κοινές παρέες, πάντα με το ίδιο όραμα, με την ίδια επιθυμία, να αντικρύσουν μια καλύτερη, πιο δίκαιη κοινωνία κάποια μέρα. Αυτό που είναι θαυμαστό και στους δύο αυτούς ποιητές, είναι ότι δεν αποδέχονται εύκολα τον χαρακτηρισμό του ποιητή, διότι βλέπετε, σε αντίθεση με πολλούς συγγραφείς, αυτοί οι δύο έχουν μελετήσει ποίηση, έχουν κάνει ταινίες για την ποίηση, γνωρίζοντας τον αγώνα και τις θυσίες που απαιτεί η διαδικασία της ειλικρινούς δημιουργίας. Γνωρίζοντας πως οφείλουν να πορεύονται ταπεινά, αλλά και με το θάρρος το οποίο πρέπει να έχουν οι αγνοί και τολμηροί ποιητές.
Όσον αφορά τα βιβλία τους, τα οποία εκδόθηκαν με διαφορά δέκα μηνών μέσα στο 2019,θα μπορούσε να πεις κανείς ότι δεν έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά. Κατά την ταπεινή μου άποψη αποτελούν δύο εξαιρετικά βιβλία ποίησης, ίσως «ξένα» μεταξύ τους, που όμως παράλληλα φαντάζουν ως οι ανάποδες όψεις του ίδιου «φιλικού» νομίσματος.
Στο βιβλίο του Γιάννη Καρπούζη το πρώτο που παρατηρούμε είναι ότι η «ελληνικότητα» της γραφής αμφισβητείται:
Στις πολυκατοικίες του Χέλσιμποργκ/ εκεί αρχίζει ο μικρο-βομβαρδισμός/ –αυτόν τον ζούνε όλοι–/ με χαρτοπόλεμο χρόνου (από το ποίημα «Μπούνκερ»).
Δεν θυμίζει Έλληνα ποιητή ο Καρπούζης κι αυτό είναι θαυμάσιο. Το ύφος του αποκαλύπτει έναν εξαίσιο βορρά, έναν μαγικό και απομακρυσμένο τόπο.
Εκεί που ο ουρανός συναντάει τη θάλασσα, είναι το πέρασμα – μια λεπτή χαραμάδα, για το Γιότενχάιμ, έναν κόσμο έρημο και γκρίζο που ο πάγος δεν λιώνει και τα σημεία δεν αντιστοιχούν σε πράγματα. (από το ποίημα «Γιότενχάιμ»).
Εκεί συνδιαλέγονται οι μύθοι με τη σκληρή πραγματικότητα. Απώλειες, αποχαιρετισμοί και νοσταλγία σε πλάγιο ύφος, αφήγηση με τα ερωτηματικά να υποβόσκουν, παράξενοι τόποι ξετυλίγονται στους στίχους του Καρπούζη. Η σκληρότητα και η γλυκύτητα συνήθως υπονοούνται.
Άλλοτε στα όρια του πνιγμού/ άλλοτε απλώς αναζητώντας/ μια γαβάθα με λίγη σούπα/ αυτό πάλι κι αν είναι…/ κι ο παγωμένος χρόνος κάποτε ραγίζει. (από το ποίημα «Λοφούτεν»).
Διακριτικός, όμορφος λόγος, γεμάτος εικόνες, καταπιάνεται με την προβληματική του χρόνου και της φθοράς, μια βόρεια «παγωμένη» και «ιερή» γλώσσα, η οποία ορθώνει την αναμέτρηση με την μνήμη, με τη λογική, την αναμέτρηση με το ονειρικό.
Η γλώσσα του Καρπούζη αναδύεται ως ένα «καρδιογράφημα σκέψεων», ας μου επιτραπεί ο όρος, ξεπηδά μέσα από γραμμές επίπεδες, μέσα από το flatline, εκεί όπου νομίζεις ότι όλα έχουν τελειώσει, ξαφνικά γεννιέται η ελπίδα, και άλλοτε ο λόγος κατηφορίζει μέσα από κυρτές γραμμές ζωντάνιας και ενθουσιασμού, κορυφώσεις του νου και της καρδιάς, άλλοτε παρουσιάζοντας συχνά συναισθηματικές οριζοντιώσεις.
Κάπου εκεί μέσα,/ πίσω από το τρίτο σου πλευρό,/ ξέχασα τα χρόνια μου/ τουλάχιστον εφτά/ μπορεί και παραπάνω/ από εκεί ξεκινάνε/ οι υπερβολικές γραμμές/ από ένα πραγματάκι – τόσο δα. (από το ποίημα «Μπούνκερ»).
Ένας λαβύρινθος στον οποίο πρέπει να περπατήσεις μόνος και που ίσως δεν βγεις αμέσως από μέσα του. Εγώ βρίσκομαι ακόμα μέσα σε αυτόν κι αυτό από μόνο του νομίζω πως λέει πολλά. Τον απασχολεί η ψευδαίσθηση του χρόνου, το αναλώσιμο στην πλάση, τα υλικά που δημιουργούν όλες εκείνες τις συνθήκες οι οποίες μας καταδικάζουν ως ευάλωτους και μοναχικούς.
Πέρασαν τα χρόνια πάνω μου/ κι από πάνω σου πέρασαν/ έφυγαν έτσι/ τόσες χάρτινες μέρες.(από το ποίημα «Ο Χάρτινος Άνθρωπος –Έναν χρόνο μετά»).
Από την άλλη μεριά, όσον αφορά το βιβλίο του Ηλία Λιατσόπουλου, εντοπίζει κανείς αμέσως την θερμότητα της γραφής, το άμεσο, τις λεπτομέρειες των αντικειμένων, το ταξίδι μέσα στους χρόνους και στις εποχές.
Κάποτε οι λέξεις είχαν αξία/ ο λόγος μετρούσε/ έλεγες θα γυρίσω σελίδα/ θα βρεθώ στο νησί/ κι έτσι ακριβώς γινόταν (από το ποίημα «Να μεταλάβει η γλώσσα απλότητα– κι ο νους το στερνοχάδι»).
Ο Λιατσόπουλος δίνει στον αναγνώστη την εντύπωση ενός γενναίου ταξιδευτή (Η παλιά Ελλάδα μ’ αρώματα στους δρόμους), ενός παρατηρητή (Στο πρώτο χτύπημα δεν έσταξε σταγόνα), ο οποίος δεν μασά τα λόγια του (Με τον άνεμο ν’ ανηφορίζει ανάποδα).
Παραμένει ελεύθερος μέσα στον λόγο, τον σπάει και τον διαμελίζει, σχίζει το μέτρο όποτε το επιθυμεί (Σχίσμα που με ακολουθεί στο μέτρο), ως ένας άλλος διακριτικός επαναστάτης διψασμένος για όραμα, συχνά πειραματίζεται με τους στίχους, τολμά να τρυπήσει τους ρυθμούς και να αλλάξει ύφος, βρίσκει λύσεις, δεν φοβάται να θέσει ερωτήματα, να δοκιμάσει και να δοκιμαστεί.
στα μάτια της/ στην αστραφτερή της ξιφολόγχη/ τραγουδώντας/ εκείνο το βράδυ, ξαπλωμένη/ για πολλοστή φορά ̶ τη Διεθνή/ μελαχρινή σφυρίζοντας τις νότες στο ταβάνι (από το ποίημα «Πού να πουλήσω την εργατική μου δύναμη»).
Κατά τη γνώμη μου το πολύ ευχάριστο στην περίπτωση του Λιατσόπουλου, είναι ότι μας αφήνει να δούμε μέσα από τις εμπειρίες του, γίνεται διάφανος, ευάλωτος και ανοιχτός, τον ενδιαφέρει η επαφή, κονταροχτυπιέται με τον θάνατο σε κάποια σημεία και παρουσιάζει την ζωή ως πρόκληση. Ακολουθεί πιστά τη περίφημη ρήση του Henry David Thoreau, ο οποίος μας υπενθυμίζει συνετά πώς πάνω απ’ όλα ένας ποιητής γράφει την ιστορία του σώματός του.
οι ιδέες δεν θανατώνονται/ η αλήθεια μένει ζωντανή ̶ (από το ποίημα «Νοέλ»).
Ο Λιατσόπουλος στην Αντιστροφή του αναρωτιέται για τον άνθρωπο, για τα πάθη του, για την εσωτερική μας φλόγα, δείχνει τις πληγές του, αλλά με έναν πολύ εγκεφαλικό τρόπο, αφήνει την φύση να τον κυριεύσει, την κάνει δική του, την προωθεί. Ένα άλλο χαρακτηριστικό του είναι ότι διαλέγει προσεκτικά τις μάχες του, τρέφεται από το παρελθόν και αναδεικνύει πράγματα που έχουμε λησμονήσει ή και που ίσως δεν γνωρίζουμε.
Εγώ, ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης, γεννημένος εκατό χρόνια πριν από τον ποιητή, έμαθα καλά, εκεί πλάι στον πλάτανο. το κόστος του να γίνεσαι ποίημα (από το ποίημα «Το γένος Μοροζίνι»).
Ο λόγος του στιβαρός, μα και αρκετά ευέλικτος σε στιγμές του, αναδεικνύει κατά την άποψή μου κάτι το απόκρυφο, κάτι το μυστικιστικό, προσεκτικά τοποθετημένο μέσα στους στίχους των ποιημάτων του, στοιχείο το οποίο ενδεχομένως κληρονόμησε από τον Ανδρέα Κάλβο. Ο Λιατσόπουλος ευλαβικά φρόντισε να μας θυμίσει ότι ο άνθρωπος έχει πυγμή την οποία ίσως αγνοεί, ότι έχει πνεύμα το οποίο ίσως παραμελεί… Φρόντισε εντέχνως να μας ψιθυρίσει ότι ο κόσμος δεν είναι αγγελικά πλασμένος και πως αν θέλουμε έναν κόσμο δίκαιο, οφείλουμε να τον διεκδικήσουμε…
Αν δεν πληρώσουμε/ θα πεθάνουν οι πιστωτές/ Αν όχι/ εμείς (από το ποίημα «Νοέλ»).
Χωρίς αμφιβολία ο Λιατσόπουλος και ο Καρπούζης είναι δύο «περιπτώσεις» ανθρώπων/δημιουργών που δεν «ησυχάζουν», αναζητούν και οι δυο την αλήθεια, ο καθένας με τον δικό του προσωπικό τρόπο:
Σημαίνουν Σημεῖα ἄνευ εἰσαγωγικῶν [Λιατσόπουλος]Λένε πολλά οι διόπτρες για τις μέρες μας, [Καρπούζης]
Τους απασχολεί το ύστερα, το μετέπειτα, η επόμενη μέρα, δίχως όμως παράλληλα να ξεχνούν το παρελθόν και δίχως σίγουρα να αγνοούν το παρόν. Αν μη τι άλλο, διαβάζοντας τα έργα τους αισθάνεσαι ότι κάτι συμβαίνει, ότι κάτι συνέβη, ότι κάτι πρόκειται να συμβεί. Γύρω σου… εντός σου… κτλ κτλ. Θα έλεγα πως πάνω απ’ όλα αισθάνεσαι καλά με το βάθος των παρατηρήσεων τους, με τα φωτεινά τους σημεία και με τα σκοτάδια που ίσως κουβαλούν τα ποιήματά τους, κι ας μου συγχωρεθεί εδώ ο προσωπικός τόνος.
Παρ’ όλες τις σημαντικές διαφορές τους, οφείλω να πω ότι με εντυπωσίασαν ορισμένα κοινά τους στοιχεία, τα οποία ίσως να οφείλονται σε μια κοινή ιδεολογική αφετηρία, σε μια κοινή αντίληψη που είχαν και έχουν ως φίλοι και ως συνοδοιπόροι. Υποπτεύομαι πως η ζύμωση, η οποία συντελείται πάντα μέσα σε μια ουσιαστική και βαθιά φιλία, έπαιξε εδώ τον ρόλο της.
Μετά από μήνες στον ωκεανό,/ είχε περάσει πια τα σαράντα,/ ένα πρωινό του Σεπτέμβρη/ ο Όλαφ έφτασε τελικά/ στο τέλος του ουράνιου τόξου/ (ήταν ένα ακόμα παγωμένο φιόρδ). [Καρπούζης]
Ιδρώνει μάταια το μέγιστο ιδεώδες/ στη χαρτογράφηση των κόσμων/ κι όμως εμφύτευμα της γλώσσας/ του εβραίου οι λαβύρινθοι φλογίζουν ηθική. / γλυκέ μου Μπέντο εσύ, εργατάκο του τροχού/ αγάπα τη γεωμετρία σου ωσάν κραυγάζει / Ὃπερ ἔδει δεῖξαι. [Λιατσόπουλος]
Αυτά τα ευγενικά πλάσματα λοιπόν, αυτοί οι φίλοι, αυτοί οι ποιητές, δεν σηκώνουν το δάχτυλο στον αναγνώστη, δεν επιχειρούν να διδάξουν, αλλά ούτε και να ηθικολογήσουν ή να λαϊκίσουν. Και το κυριότερο, όπως φαίνεται περίτρανα και στα δύο βιβλία, δεν τους απασχόλησε ποτέ μόνο ο εαυτός τους, αλλά και ο διπλανός.
υπάρχουν κι άλλοι/ απ’ το ξημέρωμα στα διυλιστήρια/ με χέρια καψαλισμένα/ από τη σκουριά [Καρπούζης]
έλα εδώ κάτω να δεις και μόνη/ πώς κατεβάσαμε/ 200 τόνους σιδηρόδρομο/ σε μία μόνο μέρα / Αυτό είναι ζωή [Λιατσόπουλος]
Πόσο όμορφο και πόσο σημαντικό να βλέπεις την εξάχνωση του «Εγώ», πέφτοντας «θύμα» στην επικράτηση της ιδέας του «Εμείς». Υψώνοντας θαρραλέα και οι δυο τα ιδανικά που χάσαμε ή χάνουμε μέρα με την μέρα, τολμούν σε έναν δύσκολο καιρό να εκθέσουν και να εκτεθούν, να τα βάλουν με τις αμφιβολίες τους, να εκφράσουν την θλίψη τους και την αισιοδοξία τους.
η δεκαετία είχε βγάλει πολλά χαντάκια/ ωραία εποχή – αλλιώς τώρα, [Καρπούζης]
καθένας φεύγει μ’ ένα όνειρο γι’ άλλο μονοπάτι, [Λιατσόπουλος].
Όπως αποδεικνύεται και μέσα από την γραφή τους, αφουγκράστηκαν τα ένστικτά τους, αναρωτήθηκαν με την ζωντάνια του σήμερα, κι όμως τα μάτια τους είναι στραμμένα στο μέλλον. Συνοψίζοντας, οφείλω να ομολογήσω, ότι ο Καρπούζης και ο Λιατσόπουλος με δυσκόλεψαν αρκετά, δεν είναι εύκολοι ποιητές, πρέπει να τους ψάξεις, να ιδρώσεις, να βυθιστείς, να τους ανακαλύψεις. Πριν από λίγο καιρό, ένας μεγάλος σε χρόνια και σε αξία Έλληνας ποιητής, αν και λίγο «γκρινιάρης» για τα γούστα μου, είχε υποστηρίξει σε μια συνέντευξή του πώς δεν υπάρχουν νέοι «μεγάλοι» ποιητές.
Αλήθεια poeta;
Δημήτρης Παπαγεωργίου