Η Πυθία
Με μια εστία γεμάτη αγωνίες
δαφνόφυλλα να καπνίζουν αδιάκοπα
Και ένα ολόκληρο μαντείο κρεμασμένο από τα χείλη της
Ξεκλέβει που και που μιά δυό στιγμές και περιδιαβάζει τους αιώνες
ως το σήμερα
Αθέατη σαν κάποια μυθική απόχρωση τ’ ουρανού
Όχι για να ελέγξει όσα είπε
Γνωρίζει άλλωστε πολύ καλά
πως φτιάχνεται μια αλήθεια
Μα για να βάλει ποιητές
απέναντι σε κάθε σκοτεινιά
Και να φυτέψει δάφνες
στις ερημιές της κάθε θλίψης
Το ξέφωτο
Άτεγκτο προαιώνιο σθένος
Σπασμωδική γαλήνη των κυκλώνων
Κοπηλατώ στο κέντρο σου
Εκεί που η πλάση χάσκει
Άγουρη, ανολοκλήρωτη κι αβέβαιη
Εκεί που τα πλάσματα εξαϋλώνονται
Βουβά και μαγεμένα
Εκεί να ναι να ζητώ
Τη φύτρα σου λουίζα
Να φιλήσω το χώμα που σ’ έθρεφε
Να το ποτίσω νερό φρέσκο
Αστρίζουσα μορφή
Κι ολότητα ουρανική
Ασθενώ μακριά σου
Δέξου με
Εκ φύσεως ποίημα
Χαμόγελο ολοστρόγγυλο ψυχών τροφή και κλέος
Όνειρο παιδικό ανεβασμένο στα ουράνια
Ατίθασο μικρό σύννεφο ξέγνοιαστο στη γαλανή γαλήνη
Σμήνος χελιδονιών που χορεύει μεθυσμένο
Αντέχει την οργή των κεραυνών μιλά με τους ανέμους
Καλμάρει τις θύελλες δαμάζει τις φουρτούνες
Μικρό νησί αγάπης με ηφαίστεια ερώτων
Ονείρων άρμα λαξεύει το λευκό στα μάτια
Γυαλί σπασμένο απ’ τον καθρέφτη των εντός
χαράζει τη ζωή
Στο μαχαλά
Η γειτονιά βρωμάει απόγνωση απόψε
Στυγνή μυρωδιά
στιγμές ομώνυμη των πόθων
Γωνία πρώτη γυμνή έλλειψη
Άσφαλτος με λακκούβες απώλειας και χωρισμών
Επόμενη γωνία
ρυπαρή τζαμαρία της παραίτησης
Άσφαλτος λερή και ζοχαδιασμένα απόνερα
Γωνία τρία
πετσοκομμένα δέντρα και ξεραμένα άνθη
Θάνατος
Άσφαλτος τραχιά και κατάμαυρη
Τετράγωνο
ξεχαρβαλωμένος τενεκές
φίσκα στα συναισθήματα και τ’ αποφάγια
Ξέχειλη ματαίωση
Πολλές δειλές λάμπες
κίτρινος ουρανός με γεύση ψευτιάς
Και γκρίζοι ήχοι βουβεροί στριφνή ενόχληση
Η γειτονιά
ήθελε φεγγάρι απόψε
Τ’ αστέρια ανθρώπινες ματιές
κι οι γάτες χάδι
Το σκοτάδι περίθαλψη
Και τ’ όνειρο
να βρει την κοσμική του συστοιχία