Μέχρι η ψυχή να γίνει ελάφι και να χαθεί στη γραμμή του ορίζοντα

In Κριτική, Λογοτεχνία by mandragoras

 

 

Από την Ιωλκό το νέο βιβλίο ποίησης της Ελένης Παπανδρέου «Επτά και μισή λύπη». Εξήντα καταθέσεις ψυχής αφιερωμένες «στη μητέρα της». Η μία μετά την άλλη αποτίνουν φόρο τιμής στη μνήμη της σκέψεις και συναισθήματα ζωής. Μιας ζωής βιαστικής, που ταξιδεύει τη λύπη της κάθε μέρα με το τραίνο των επτά και μισή.

Εξήντα ποιήματα που κρύβουν τον τίτλο τους στον πρώτο στίχο. Αποστάγματα φιλοσοφικής αναζήτησης διανύουν έναν δρόμο που δεν τελειώνει ποτέ (σελ. 68).

Η ποιητική συλλογή της Ελένης Παπανδρέου ανοίγει και κλείνει με δύο ποιήματα «απαρνημένης μελαγχολίας» (σ.σ. 9,68) κάθε πρωί στις έξι. Τότε που ένα παιδί του πρωινού χάνει την αθωότητά του συνειδητοποιώντας πως ξέχασε να ερωτευτεί (σελ.10). Η ώρα, ως σημείο δράσης, παίζει το δικό της ρόλο είτε ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα είτε ενεργεί ονειρικά στον στίχο. Αποκτά διάφορα επίθετα, που χαρακτηρίζουν τη στιγμή ως πράξη ή ως απραξία, πλέκοντας το εγκώμιό της ή ξορκίζοντάς την. Η δημιουργός στα ποιήματά της, όπου όλα είναι ρευστά, ενεργεί μέχρι να συμβεί το αναπόφευκτο, το οποίο δεν κατονομάζεται αλλά υπονοείται χάρη στην εύστροφη χρησιμοποίηση της γλώσσας που δωροδοκεί την ποιητική της έκφραση. Στα γραπτά της μνημονεύεται συχνά η συμμετοχή της φύσης, άλλοτε ως ρευστότητα, όπως εκείνη της θάλασσας, που βοηθάει στην συναισθηματική τακτοποίηση, και άλλοτε ως αμφιβολία, όπως αυτή της σκληρής γης, για όλα ή για το τίποτα.

Πάνω απ’ όλα αιωρείται ο φόβος για το άγνωστο σαν «φύλλο άστεγο στα μαλλιά της» (σελ.13). Η αδυναμία απέναντι στην προδιαγεγραμμένη απώλεια που, για να καλύψει τις πληγές που έχει μέσα της, ντύνεται τη βροχή και τον νεκρό χρόνο, ξέροντας ότι δεν θα σωθεί ποτέ αυτό το ποτάμι της προσμονής για το άδικο. Οι μνήμες της ποιήτριας έρχονται σημειολογικά με δυτικό άνεμο αποτυπώνοντας στο χαρτί την καταστροφική πορεία μαζί με τη θλίψη της. Ο χρόνος σέρνει τα λεπτά του ανάμεσα από κλειστά παράθυρα, ευτυχία βιαστική και εύθραυστη, φιλιά υποδοχής και αποχαιρετισμού μπροστά στους ανύποπτους διαβάτες του:
[…]φευγαλέα/ η χαρά/ μας χαιρετά για μια στιγμή μόνο/
[…] (σελ. 16)

Η αστική συνθήκη εμφανίζεται άλλοτε σαν ανάγκη και άλλοτε σαν εξαναγκασμός, σαν πανάκεια ή και σαν ατυχία, αποτυπώνοντας σημειολογικά την αυτοματοποιημένη ανθρώπινη συμπεριφορά, την επιβεβλημένη από τις κοινωνικές συνθήκες. Τονίζεται η αποξένωση στα μεγάλα αστικά κέντρα –κάποιες φορές και ως επιλογή– μαζί με την ανάγκη να φανεί ο άνθρωπος έτοιμος να προχωρήσει και πάλι σ’ εκείνον τον αδιέξοδο δρόμο του προδιαγεγραμμένου θανάτου. Είναι εκείνες οι στιγμές που ο στίχος μεταφέρεται δωρικός ύμνος στη δύναμη του ανθρώπου. Και πάνω απ’ όλα η συνήθεια, κόβοντας τη μέρα στα δέκα, δημιουργεί έναν κύκλο συνέπειας: Δρόμος σταθμός βαγόνι δρόμος εργασία δρόμος σταθμός βαγόνι δρόμος σπίτι. Μία συνθήκη συνέχειας χωρίς παύλες, σαν συρμός τραίνου. Ακριβώς στις «Επτά και μισή λύπη» (σελ. 20), χωρίς κόμμα όπως οι χρησμοί της Πυθίας. Ζωές χωρίς πνοή, που η διακοπή της μόνο ως θάνατος θα έδινε κάποιο νόημα:
[…]στη μέρα τους/ κάτι να συζητήσουν στη δουλειά/ κάτι να μοιραστούν στο σπίτι
[…] (σελ. 22)

Οι στίχοι της Παπανδρέου, ενίοτε υπερβατικοί, είναι πουλιά, που φτεροκοπούν γύρω από την απόγνωση του ανθρώπου. Ώρες ανάλλαγες μοιάζουν να οδηγούν σε δρόμους που φαίνεται να τελειώνουν, αλλά δεν φτάνουν πουθενά. Άλλοτε γίνονται σκάλες που αντηχούν μια αντίστροφη μέτρηση, δρόμοι που μετατρέπονται σε θάλασσες, άνεμος που φυσάει ελεύθερα πάνω από σημεία νεκρά και τα καθηλώνει, ρίχνοντας φως ελπίδας στο τίποτα που αναπνέει μια απραξία απεγνωσμένη. Κι άλλοτε ανοίγουν το παράθυρο και γίνονται χαρταετοί μνήμης, που συλλέγουν ιστορίες και τις αποθέτουν σαν «ζεστή ανάσα αγάπης» (σελ. 33), στον άνθρωπο που διψά και επιστρέφει την άνοιξη σαν χελιδόνι, στις ακίνητες νύχτες και σ’ όλους εκείνους που «σε στάση προσευχής/ διανύουν διαδρόμους/ με βήματα αγγέλων» δεμένοι με δεσμά απόκοσμα (σελ. 38) και όνειρα μισά.

Αυτός καθαυτός ο αποχωρισμός και η πικρή πνιγηρή πραγματικότητα της έλλειψης την αναγκάζουν να «μεγαλώσει», να βγει από τη συνθήκη ασφάλειας και «να πάψει να είναι παιδί» (σελ. 45). Γιατί «ΕΙΝΑΙ Η ΖΩΗ όλη μια βόλτα/ σε κόκκινες ιστορίες» (σελ. 48), που θα βάψουν το ποτάμι «που τρέχει μέσα μας ορμητικό» (σελ. 50). Μία θαρραλέα αντιμετώπιση του δύσκολου βιώματος ενός προαναγγελθέντος θανάτου με στόχο την ψυχική ισορροπία μέχρι η ψυχή να γίνει ελάφι και να χαθεί στη γραμμή του ορίζοντα, εκεί που βασιλεύει η σιωπή.

Κατερίνα Παναγιωτοπούλου