Θέατρο
Κώστας Κρεμμύδας | Δεν μπορεί όλα τα Κιβώτια να είναι πάντοτε αδειανά
Με αφορμή την παράσταση «Το Κιβώτιο» του Άρη Αλεξάνδρου στο Studio Μαυρομιχάλη*
Πες μου την ουτοπία σου να σου πω ποιος είσαι
(Από επιστολή του Άρη Αλεξάνδρου σταλμένη από το Παρίσι στις 19.5.1974, προς τον φίλο και συμμαθητή του από το Βαρβάκειο Χρήστο Θεοδωρόπουλο[1])
Κουβαλάμε συνεχώς όλο αναβάλλοντας
σαν τους μελοθανάτους που ανάβουνε το τελευταίο τους τσιγάρο
και τραβώντας την κάθε ρουφηξιά
αναβάλλουν για την άλλη
ν’ απολαύσουν
την πικράδα
του καπνού.
Χαμογελάς;
Ό,τι κι αν λες εγώ θα συνεχίσω κουβαλώντας
(«Συνομιλώ άρα υπάρχω», από τη συλλογή του Άρη Αλεξάνδρου Ευθύτης Οδών).
Η αξία ενός συγγραφέα έγκειται στη διαχρονικότητα των έργων του, στο έρμα της γραφής του, στην ανατρεπτικότητα της σκέψης του, στον ανοιχτό ορίζοντα των ιδεών του και τέλος στη συνέπεια της πορείας του. Από την άποψη αυτή ο Άρης Αλεξάνδρου αποτελεί παράδειγμα[2] «Δεσμώτης τήδε ίσταμαι τοις ένδον ρήμασι πειθόμενος», γράφει στον τελευταίο στίχο του τελευταίου ποιήματος – «Υποσημείωση» της συλλογής Ευθύτης Οδών). Στα παραπάνω προτερήματα εστιάζεται και η υπεροχή της τέχνης έναντι της πολιτικής: με την πρώτη, συνειδητά ταγμένη στο περιθώριο, «αδύναμη» μεν με όρους αξιακών προτύπων του συστήματος (και απόβλητη –η τέχνη– σαν τους ποιητές (βλ. Μαρίνα Τσβετάγιεβα), αγνοημένη κατ’ ουσίαν (Άλλωστε η ποίηση είναι μια υπόθεση αντικοινωνική), επιβιώνει εντούτοις στο χρόνο και στην ιστορία. Και τη δεύτερη, μολονότι εξασφαλίζει αίγλη, δύναμη και εξουσία, να παραμένει αναλώσιμη, απομυθοποιημένη και ευκαιριακή στην προσωρινότητά της.
Πριν 50 χρόνια ο Άρης Αλεξάνδρου σε ένα άρθρο του απ’ το Παρίσι, δημοσιευμένο δυο χρόνια αργότερα τον Σεπτέμβριο του 1970 στη Ρώμη, στο περ. της Νέας Αριστεράς «Πολιτική», με το ψευδώνυμο Αντίπας Νετραλίτης, έγραφε: Επί 150 χρόνια τώρα ο ελληνικός λαός αγωνίζεται για την ελευθερία του και την ανεξαρτησία του. Μετά το 1821 αποδείχτηκε πολύ γρήγορα ότι οι ξένοι δεν είχαν σκοπό να βοηθήσουν τους έλληνες, αλλά να τους κατακτήσουν για λογαριασμό τους. όλες οι θυσίες και τα κατορθώματα της ελληνικής επανάστασης υπήρξαν κατ’ ουσίαν μάταια. […] Οι έλληνες, πιστεύοντας ότι αγωνιζόντουσαν για την ελευθερία τους, πολεμούσαν ουσιαστικά για τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων. […] Οι ιστορικές συνθήκες και ο συσχετισμός των δυνάμεων ανάγκασαν πάντοτε τον ελληνικό λαό να αγωνίζεται εναντίον και μόνον εναντίον. Ο αγώνας υπέρ της ανεξαρτησίας του έπρεπε πάντα να αναβληθεί για ένα δεύτερο στάδιο που δεν ερχόταν ποτέ. […] Πρέπει να παραδεχτούμε ότι πολλοί οπαδοί όλων των κομμάτων (σ.σ. πριν τη δικτατορία του 1967) είχαν απογοητευτεί από τα κόμματά τους. […] Ο ελληνικός λαός συνειδητοποιεί ότι κατάντησε ένα πιόνι στη σκακιέρα της διεθνούς πολιτικής. […] Ακόμη κι αν υποστεί ήττες (που θα υποστεί) ο λαός θα ξέρει τουλάχιστον όχι μόνον εναντίον τίνος αγωνίζεται, αλλά και υπέρ ποίου σκοπού. Αγωνιζόμενος εναντίον όλων ανεξαιρέτως των ξένων επιρροών, θα αγωνίζεται ταυτοχρόνως υπέρ της πραγματικής ελευθερίας του. Ουτοπία θα πείτε. Κι όμως ο βαθύτερος πόθος ενός λαού δεν είναι ουτοπία. Το μόνο που χρειάζεται είναι ο πόθος αυτός να βρει την οργανωμένη του έκφραση…
Δεν είναι στις προθέσεις μου να αναλύσω λογοτεχνικά το «Κιβώτιο» αλλά να προσπαθήσω να ερμηνεύσω την πολιτική διάσταση του έργου και των προθέσεών του. Τελικά το Κιβώτιο ήταν μια αυταπάτη, μια φενάκη που οδήγησε σε θάνατο όλους αυτούς που επιφορτίστηκαν με τη μεταφορά του; Ήταν ένα τέχνασμα καταστροφής, μια καταγγελία του συγγραφέα, μια καταδίκη όσων μηχανεύτηκε η ηγεσία της Αριστεράς; Δεν είναι ότι ο Αλεξάνδρου δεν αφήνει περιθώρια στην ελπίδα, απλώς αρνείται να την εφεύρει, έγραφε ο Αλέξανδρος Αργυρίου (Καθημερινή, 3.7. 1988) με έκδηλη τη χαραμάδα μιας αισιόδοξης κατά βάθος προοπτικής. Στην επιστολή που προαναφέραμε (Παρίσι στις 19.5.1974, ο.π.) λέει σε ένα σημείο: «Υπήρξα και παρά υπήρξα μέλος του Κ.Κ. (της Κ[ομμουνιστικής] Ν[εολαίας]) πολύ πριν από την κατοχή κι αν θέλεις σώνει και καλά να γράψεις τη βιογραφία μου, είσαι υποχρεωμένος να το αναφέρεις […] Ήμουν λοιπόν κομμουνιστής και μάλιστα από τα εννιά μου χρόνια κι ούτε με παρέσυρε κανείς κι ούτε με οργάνωσε τότε, μα τάχτηκα μονάχος μου υπέρ των φτωχών και των αδικημένων και εναντίον των πλουσίων Μόνος μου το αποφάσισα τότε[…] και δεν έκανα διάκριση ανάμεσα σε φτωχούς Έλληνες και φτωχούς ξένους ίσως γιατί ήμουνα από τότε και παραμένω αντιρατσιστής […]»
Άλλωστε αυτό που τον χαρακτήρισε σε ζωή και σε έργο τον Αλεξάνδρου είναι η προσωπική ατομική του πορεία[3] που τη χάραξε με συνέπεια και τη βάσισε στα ιδανικά της Αριστεράς (όχι της ηγετικής, αλλά της δικής του Αριστεράς): Μες στην ομάδα είμουν/ άχρηστος πάντα/ σαν ένα σαν./ Μες στην ομάδα είμουν/ ύποπτος πάντα/ σαν την αλήθεια […] Το βάρος του «απόβλητου» μιας ομάδας ή μιας ηγεσίας δε σημαίνει αναγκαστικά και υποστολή των αξιών και ιδανικών ενός αγωνιστή. Και ο Αλεξάνδρου υπήρξε συνειδητός αγωνιστής μέχρι τέλους επιμένοντας να χαράζει το χαμόγελο της ελπίδας ακόμα και με το σπαθί: Με το σπαθί χαράζω/ στα στεγνωμένα χείλη/το χαμόγελό μου. Δεν ήταν δηλαδή αποκομμένος από τη συλλογικότητα των ιδεών, ακόμα κι αν συχνά ξέκοβε από τη συλλογικότητα της γραφειοκρατίας. (Αλήθεια πόσοι δε συμμεριζόμαστε σήμερα μια ανάλογη απόγνωση/διάψευση/εξαπάτηση και δεν διαλέγουμε αναγκαστικά την ίδια στάση ζωής).
Πάντως Ο Αλεξάνδρου δεν επέλεγε να είναι μόνος, αναγκαζόταν. Σημείωνε μάλιστα με αφορμή τον Μαγιακόφσκι (μεταφράζοντας και τους σχετικούς στίχους). «Ο Μαγιακόφσκι ήξερε πολύ καλά τι σημαίνει να είσαι μόνος: Η μονάδα είναι βλακεία/ η μονάδα είναι μηδέν/ μονάχος σου,/ πιο σπουδαίος κι αν είσαι/ απ’ όποιον άλλον/ αν σου δώσουν να σηκώσεις πεντάπηχο καδρόνι/ θα πεις δεν…
Οι εύλογες σιωπές του Αλεξάνδρου στο Κιβώτιο, που ενδεχομένως να είναι και η δική του απάντηση στην καχεξία των ιδεών και στο σκοταδισμό που εξακολουθεί να παράγει μια συστημική και ανυπόληπτη ηγεσία της Αριστεράς (κινούμενη μεταξύ του ζντανοφικού σοσιαλιστικού ρεαλισμού και της κενής άνευ αντικρίσματος μεγαλοστομίας των ηγετών της), αυτές λοιπόν οι εύλογες σιωπές του δεν κάνουν άλλο από το αφήνουν στον πολίτη-αναγνώστη την ελευθερία της επιλογής μεταξύ δράσης και αδρανείας: «Έχει επικρατήσει», μας λέει για μια ανάλογη με τη σημερινή εποχή στα δικά του χρόνια, «Έχει επικρατήσει τις εποχές αυτές να τις ονομάζουμε Μεσαίωνα. Προτιμώ την Αναγέννηση. Κι αν κατάφερα να ρίξω και τον ελάχιστο κόκκου τσιμέντου για να στρωθεί ο δρόμος από τον homo sapiens στον homo Humanus, θα ’λεγα πως η ζωή μου δεν πήγε του κάκου».
Οι σιωπές του Αλεξάνδρου που αντιτίθενται στις δικαιολογημένες επικρίσεις πολλών σύγχρονων και συνεπών αριστερών έρχονται να συστρατευθούν με τον εκκωφαντικό στην καταγγελία του Σταλινισμού αλλά αισιόδοξο, στην απόγνωσή του, για την τελική έκβαση μιας ιδέας, ποιητικό του λόγο: θέλεις δε θέλεις θα βαδίζεις/ θα επιμένεις πριονίζοντας τις πέτρες μοναχός σου/ θέλεις δε θέλεις πρέπει ν’ αποχτήσεις έναν δικό σου χώρο («Θα επιμένεις»).
Δεν είναι μηδενιστής ο Αλεξάνδρου. Περισσότερο αναρχικός παρά μηδενιστής. Λέει ότι δεν πέτυχε η συγκεκριμένη αποστολή, στις συγκεκριμένες συνθήκες, με τους συγκεκριμένους ανθρώπους. Άλλα Κιβώτια ίσως κάποτε να φτάσουν στον προορισμό τους, επιτρέψτε μου να επικροτήσω κι εγώ –μέλος μιας πιο light γενιάς–
την άποψη του Αντρέα Φραγκιά. Δεν είναι όλοι συνυπεύθυνοι, δεν αμαυρώνεται μια ιδέα από ιδιοτελείς μηχανισμούς που την καπηλεύονται και δρουν ανιστόρητα στο όνομά της. Υπεύθυνοι είναι οι κυρίαρχες κάθε φορά ομάδες και οι εκάστοτε μηχανισμοί εξουσίας. Έναντι αυτών στέκεται ο Αλεξάνδρου και το Κιβώτιο.
Ως επίλογο ας θυμηθούμε το ποίημα[4] του Ηλία Πετρόπουλου που γράφτηκε με αφορμή την επέτειο των δέκα χρόνων από το θάνατο του Άρη Αλεξάνδρου, με τον οποίο τους συνέδεε μεγάλη φιλία στο Παρίσι. Ίσως να τους συνέδεε κι αυτή η παράλληλη μοναχική πορεία και η αποφασιστικότητα να συγκρουστούν και οι δυο μέχρι τέλους με όσα θεωρούσαν κακοφορμισμένες ιδέες τόσο στην Αριστερά, όσο και στην ελληνική κοινωνία. Η αναφορά του Πετρόπουλου για τα «τα κωλόπαιδα τους φοιτητές μας συγγενεύει με τον αντίστοιχο στίχο του Χριστιανόπουλου: Καημένε Μακρυγιάννη να ’ξερες/ γιατί το τσάκισες το χέρι σου./ Το τσάκισες για να χορεύουν σέικ/ τα κωλόπαιδα.
Πάντως, ανεξάρτητα της ιστορικής εξέλιξης και της απήχησης μέσα στην κοινωνία, ο καθένας διαλέγει κάθε φορά την πορεία του σταθμίζοντας την ατομική στάση ζωής. Κι αυτό ούτως ή άλλως είναι μια αισιόδοξη νότα και μια ελπιδοφόρα για το μέλλον προοπτική.
Κώστας Κρεμμύδας
*Με αφορμή την παρουσίαση από τον «Θεατρικό Οργανισμό “Νέος Λόγος”», σε μορφή θεατρικού μονολόγου, του εμβληματικού έργου της Νεοελληνικής λογοτεχνίας, Το Κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου (1974), σε σκηνοθεσία Φώτη Μακρή και Κλεοπάτρας Τολόγκου, με τον Φώτη Μακρή στον ρόλο του αφηγητή.
[1] Χρ. Θεοδωρόπουλος (Μάξιμος) κατηγορήθηκε για χαφιεδισμό από μια ομάδα του ΚΚΕ, για την δήθεν διακίνηση μιας δεύτερης (πλαστής) επιστολής του Ζαχαριάδη. Μετά την τραυματική εμπειρία του αποστασιοποιήθηκε από το ΚΚΕ και στράφηκε στον χριστιανισμό. Τον Μάιο του ’74 ήρθε σε επαφή με τον Άρη Αλεξάνδρου με αφορμή ένα δοκίμιο για την ποίησή του που σχεδίαζε να δημοσιεύσει στο ελληνοχριστιανικό περιοδικό Ελληνικός Λόγος, που εξέδιδε.
[2] Ο σκηνοθέτης Νίκος Κούνδουρος με τον οποίο ήταν συνεξόριστοι στη Μακρόνησο, μεταφέροντας ένα γράμμα του Αλεξάνδρου προς τη μητέρα του που ζούσε στις προσφυγικές πολυκατοικίες στο Δουργούτι, (σημερινός Νέος Κόσμος, πίσω από ξενοδοχείο Ιντερκοντινένταλ, Ντυμόν 7, διαμέρισμα 41) σοκαρισμένος από τις συνθήκες ζωής στην περιοχή αποφάσισε να στραφεί στον κινηματογράφο και να καταγράψει όσα έβλεπε στην ταινία του «Μαγική Πόλη».
[3] Από τη σύλληψή του από τους άγγλους στα Δεκεμβριανά, τον Δεκέμβριο του 1944 και τον εγκλεισμό του στο στρατόπεδο των Άγγλων στην Ελ Ντάμπα Λιβύης –μέχρι τον Απρίλιο του 1945, ο Αλεξάνδρου πέρασε πάνω από 11 χρόνια στις φυλακές και τις εξορίες, δίχως να ’ναι αναγκαστικά μέλος μιας οργάνωσης του ΚΚΕ. Η πορεία του: Ιούλιος 1948-Σεπτέμβριο 1949 εξόριστος στον Μούδρο της Λήμνου, μετά Μακρόνησος έως τον Ιούνιο του 1950, Αϊ Στράτης έως τον Δεκέμβριο του 1951, νέα σύλληψη και παραπομπή του στο στρατοδικείο ως ανυπότακτος –την ώρα που ήταν εξόριστος(!), η νέα καταδίκη του τον Νοέμβριο του 1952 και η περιοδεία του στις φυλακές Αβέρωφ, Αίγινας, Γυάρος –έως τον Αύγουστο του 1958 (θυμάται όμως νιώθει την υγρασία του νησιού βαθιά στα κόκαλά του), αποδεικνύουν τη βαθειά πίστη στις ιδέες και τα ιδανικά του. Ένας άνθρωπος που θα αποκαθήλωνε συλλήβδην την Αριστερά δεν θα προσέφερε αλόγιστα και ανέξοδα δεκαπέντε χρόνια από τη ζωή του…
[4] Σκέβρωσα από το γράψιμο
και απ’ την αβάσταχτη μελαγχολία
που με καταδιώκει από το ’44
Στα δεκάχρονα από το θάνατό σου
αλησμόνητε Άρη Αλεξάνδρου
σηκώθηκα και πήγα στο Thiais
το μακρινό παριζιάνικο νεκροταφείο
για να προσκυνήσω τον τάφο σου,
Άρη, αξέχαστε φίλε
και δεν είδα μήτε φυλλαράκι
πάνω στην πλάκα που σκεπάζει το φέρετρό σου
γιατί κανείς
κανείς δεν θυμήθηκε την μαύρη ημερομηνία.
Και τώρα πια, αυτά τα κωλόπαιδα
οι φοιτητές μας
δεν ξέρουν ούτε το όνομά σου
ούτε τα βιβλία σου.
Άρη μου, ποιοι σ’ έχουν μισήσει πιο πολύ:
οι κομμουνιστές ή η μπουρζουαρζία;
(Ηλίας Πετρόπουλος, Ποτέ και Τίποτα)
Συντελεστές Παράστασης:
Δραματουργική επεξεργασία – Σκηνοθεσία : Φώτης Μακρής, Κλεοπάτρα Τολόγκου
Σκηνογραφία : Διονύσης Μανουσάκης
Μουσική : Γιώργος Νινιός
Παίζει ο Φώτης Μακρής
ΗΜΕΡΕΣ ΚΑΙ ΩΡΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ :
Κάθε Παρασκευή στις 21.00
ΤΙΜΕΣ ΕΙΣΙΤΗΡΙΩΝ :
Κανονικό : 10 ευρώ
Φοιτητικό, κάτω των 25 ετών και άνω των 65 ετών : 8 ευρώ
Άνεργοι, Ατέλειες : 5 ευρώ
ΔΙΑΡΚΕΙΑ : 80 λεπτά (χωρίς διάλειμμα)
Share this Post