Λεπτές αποχρώσεις μονολόγου και ανάδυσης φωνών στη νέα ποιητική συλλογή με δανεικό μολύβι της Κλεονίκης Δρούγκα
Πιστή στην οπτικό-ακουστική αφήγηση και την προσωποποίηση πραγμάτων με ισχυρές δόσεις λυρισμού συνειδητού και υποσυνείδητου η Κλεονίκη Δρoύγκα στην τρίτη της συλλογή με δανεικό μολύβι τολμά να αφήσει την μνήμη της να γίνει το μολύβι που αναπαριστά φωνές οικείες, μνήμες και αισθήσεις. Ο αισθηματικός λυρισμός των συνδηλώσεων της, ακολουθεί το νήμα από τα προηγούμενα βιβλία της ενώ παράλληλα η γραφή της μεταμορφώνεται στο άκουσμα των ιαχών των φωνών της. Της γιαγιάς από τον Πόντο, της ίδιας της ποιήτριας ως μικρό κορίτσι, της μητέρας της, των ερώτων της. Συχνά ο αναγνώστης δέχεται παρεκβάσεις πεζο-ποιημάτων εξέχουσας εξομολογητικής υφής όπως στο ποίημα «σε μένα μιλώ».
Σε επίπεδο ποιητικών σχημάτων λόγου μια ακόμη φορά οι λεκτικές συνδηλώσεις, τα αντιθετικά σχήματα κι οι αμφισημίες υποβάλλουν το ποιητικό σκηνικό αφού η Δρουγκα γνωρίζει καλά να σκηνογραφεί το περιβάλλον της, –εσωτερικό κι εξωτερικό, παίρνοντας την μπαγκέτα του τριτοπρόσωπου αφηγητή.
Σε 57 σελίδες ξετυλίγει ποιητικά το δικό της σενάριο σε μια τοπογραφία που εκτείνεται από την Θεσσαλονίκη ως την Πόλη. Πλάθει με το μολύβι του λυρισμού, της συνείδησης και του υποσυνείδητου της μια ποιητική τοιχογραφία που μας εισάγει είτε με σκληρό είτε με απαλό τρόπο στο βάθος του ψυχισμού και των εκφραστικών της μέσων. Δεν φείδεται εξομολόγησης, δεν φοβάται να αναμετρηθεί με ψυχικούς δαίμονες αφήνοντας την πολλαπλότητα των φωνών να γίνει εντέλει η δική της πολλαπλότητα που την συνδέει συνεκτικά με πνευματικό και ψυχικό τρόπο με όλα όσα την συναπαρτίζουν. Γενναιόδωρη ποιητικά μας χαρίζει με άρμα τις εικόνες τα πράγματα και τα αισθήματα που εμψυχώνονται μέσω της ανάδυσης των φωνών και γίνονται λέξεις, ποιήματα αισθαντικά, λυρικά, με το σκληρό η μαλακό περίβλημα του υποσυνείδητου να τα περιβάλλει με κείνο το ραβδί που μεταβάλει την πρωτοπλάστη δημιουργία σε ποιητική τέχνη.
Ορχιδέες
Όπως εσύ στις γλάστρες με τις ορχιδέες,/ που ακριβά αγόρασες, αλλάζεις θέση/ κάθε που φεύγεις διακοπές/ (κοντά να είναι στο παράθυρο)/ κι εκείνες τους μίσχους απλώνουν/ γραπώνουν τον ήλιο/ τον ρίχνουν πάνω τους κι ανθίζουν/ χειμώνα καλοκαίρι/ έτσι κι εγώ/ μόλις τον δρόμο παίρνεις για δουλειά/ όπου κι αν είμαι/ στο μπάνιο στην κουζίνα το κρεβάτι/ θέση αλλάζω/ πάω κοντά στο παράθυρο/ γεμίζω με σένα/ φτιάχνω στα χείλη μου χαμόγελα/ κι ανθίζω/ καλοκαίρια και χειμώνες
Σωτήρης Νούσιας
[Κλεονίκη Δρούγκα, με δανεικό μολύβι, Σύγχρονη Ελληνική Ποίηση, Αθήνα, Ιανουάριος, 2024, σελ. 64]