Ελένη Αρτεμίου Φωτιάδου, Αδιάβροχες λέξεις, Σύγχρονη Ελληνική Ποίηση, Αθήνα, 15 Ιανουαρίου, 2024, σελ. 96, αριθμ. εκδ. 400, ISBN: 978-960-592-182-8, τιμή: 12.72 ευρώ συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ
Λίγο μετά τον κατακλυσμό
Ερπύστριες θα χαρακώνουν
όλα τα όνειρα που θα ’ρθουν
Μία νεκρική σημαία με κυματίζει
πάνω από κάμπο αγνοούμενο
Ποτάμι με όλες τις πέτρες του στα νύχια
Όσο αντέχει μέσα μου η μνήμη
εξοστρακίζω έναν θάνατο
που με απέφυγε με οίκτο
Μικρό το σώμα μου
δεν πρόσφερε
το επαρκές εμβαδόν μιας φρίκης
Πενήντα χρόνια συμπληρώνονται φέτος από την τουρκική εισβολή στο Νησί και οι πληγές παραμένουν. Οι άνθρωποι ωριμάζουν παρέα με τα τραύματά τους, ενηλικιώνονται με τις μνήμες που εξακολουθούν να βαραίνουν την ύπαρξή τους: «Σε κάθε κατακλυσμό/ εκπαιδευμένος πια/ διασώζω/ αδιάβροχες τις λέξεις μου// Και ζευγαρώνω», γράφει στην πρόσφατη ποιητική της συλλογή η Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου που ώριμη πια προσπαθεί να ερμηνεύσει με μάτι παιδικό όσα έμειναν χαραγμένα από τότε μέσα της κι εξακολουθούν να τη βαραίνουν ως την ωριμότητά της: Έχω ένα καλοκαίρι σήμαντρο/ που μέσα μου ηχεί/ Προσπάθησα τη λέξη πραξικόπημα/ να γράψω πρόχειρα σ’ ένα χαρτί/ όπως την άκουα/ με εκρήξεις από φόβο/ Το όμικρον σαν βόμβα έμοιαζε/ να θρυμματίζει τα δάχτυλά μου/ Το ιώτα και το ήτα ανακατεύονταν/ Κοπίδι η μέρα/ Κι εγώ μικρά κομμάτια αθωότητας/ πεταμένα στην καρδιά του Ιούλη [ ] διαφεύγοντας από τη Λευκωσία/ φορώντας ανάποδα την ιστορία της/ Τρέχοντας πίσω στην Αμμόχωστο/ Στη θάλασσά της/ Κάθε τόσο απ’ το παράθυρο ένα λιοντάρι χυμά/ Καταβροχθίζει την παιδική μου σάρκα/ Πυροβολώντας/ Πυροβολώντας/ Πυροβολώντας… Κι ο περιεκτικός 15σύλλαβος συμπυκνώνει τα πολλά και δύσκολα που παραμένουν ενεργά ηφαίστεια: Από παιδί το χτύπημα/ σ’ ένα σπασμένο τζάμι.
Η Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου ανήκει στη νέα γενιά Κυπρίων ποιητών που αποφορτίστηκε εξαρχής από το βάρος της εισβολής του Αττίλα καταθέτοντας ως περιεχόμενο της δουλειάς της έναν σύγχρονο ποιητικό λόγο με τα γνωστά χαρακτηριστικά και υπαρξιακά γνωρίσματα της μοντέρνας ποίησης. Φαίνεται εντούτοις, κι εδώ έγκειται η επιτυχία του έργου της, πως τα γεγονότα βάρυναν μέσα της δίχως ωστόσο να τη συμπαρασύρουν αισθητικά, καλλιτεχνικά. Αντίθετα μετουσιώνει τα [ατομικά] υπαρξιακά τραύματα σε γενικότερη πανανθρώπινη κραυγή. Περισσότερο ελλειπτική η νεότερη κυπριακή ποίηση έχει από ετών ενταχθεί στον κορμό της σύγχρονης ποίησης αφήνοντας πίσω της τον επιβαρυμένο από την εισβολή «στρατευμένο» ποιητικό λόγο. Ο συμβολισμός, η αφαίρεση, το υπαινικτικό έντεχνα δομημένο ύφος είναι γνωρίσματα της δόκιμης πλέον ποίησης δίχως ωστόσο να απαλύνεται/απαλείφεται το βάρος των βιωμάτων. Κι αυτό αναδεικνύεται σήμερα μέσα από τις αδιάβροχες λέξεις που φέρνει μαζί της με τον ολοζώντανο ποιητικό της λόγο: [ ] Από θνητό μου Ποσειδώνα/ γεμίζει γλάρους και Μεσόγειο το βολάν/ Πολυτέλεια από κτήρια που γίνονται lego μικρά/ Nα ξαναχτίσουνε τα μάτια μου/ Οι σχολιαστές απρόσμενα αυτοσαρκάζονται/ Μια ξένη σάρκα σαν τον τίγρη στον αυχένα// Κι αν δεν αλλάζει αυτή η διαδρομή/ Αλλάζω συνεχώς τον δρόμο μέσα μου («Highway Maintenance»).
Επειδή όμως η ζωή προχωρά, όπως κι η ποίηση, η ποιήτρια με μια σύγχρονη γραφή επιλέγει να συνδέσει τα πολιτικά γεγονότα και τις συνέπειές τους με τα προσωπικά αδιέξοδα της ζωής: …Σαλπάρω για όλα τα μέρη που ξέρω πλέον με ωριμότητα/ πως θα φιλοξενήσουν μόνο εκδοχές/ Παραλλαγές της φαντασίωσης/ Με τα ίδια έπιπλα της νιότης/ Τις φτηνές κουρτίνες/ Τις αποταμιεύσεις για τελευταίες προσδοκίες/ Στα ποτήρια για βότκα, τζιν, κονιάκ, ουίσκι/ Σιγομουρμουρίζει, απόγευμα αναβράζον, το τσάι/ Στα έπιπλα χασκογελάνε οι αράχνες/ Πιάσαμε μούχλα, μιλάω καγχάζοντας/ σε μια ταπετσαρία που ξεκολλά/ Έξω ο Μάης κλείνει τα μάτια/ κρύβομαι/ Είναι η άνοιξη σαν μοναστήρι άβατο/ για γυναικεία μου λύπη («Η Πρωτομαγιά των 50 plus»).
Η ποίηση της Ελένης Αρτεμίου-Φωτιάδου ως έκφανση και περιεχόμενο παραμένει βαθιά προσωπική, αναγνωρίσιμη, εσωτερική, εσωστρεφής κοιτώντας με επιμονή προς τον μέσα της κόσμο, πασχίζοντας έτσι να ερμηνεύσει όσα την περιβάλλουν/περικλείουν κάποτε ασφυκτικά όπως τα αυθαίρετα όρια που μπήκαν ξαφνικά μέσα στον ίδιο της τον τόπο. Αυτό το δισυπόστατο ατομικής ζωής/ωριμότητας και de facto πολιτικής πραγματικότητας όπως επιβλήθηκαν σχεδόν ερήμην μας αποτελούν μια ενδιαφέρουσα σύλληψη που διατρέχει τα 64 ποιήματα της συλλογής και τις δύο ποιητικές ενότητες: «Ημερολογιακές καταγραφές Ι-XXVI» και «Nocturnes I-VIII».μερολοΗ
Με ώριμο τρόπο συνθέτει το ποιητικό της τοπίο βέβαιη πως ό,τι γράφεται ριζώνει μέσα μας και αναπλάθει ένα καινούργιο φως και μια ελπίδα:
Ανακαλύπτω δρόμους που άφησα πίσω
στις τρυφερότητες ανθρώπων
Κάποτε καταχρηστικός ο πόνος
Ό,τι χάθηκε ξαναγεννιέται με καινούργιο δάκρυ
Η συγκίνηση στέκει μονοσύλλαβη
ανάμεσα σε λύπη και χαρά
Πάντα θα μένει απροσδιόριστη.
Κι αυτό είναι η αξία της τέχνης.
Η Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου κατάγεται από την Αμμόχωστο. Είναι Επιθεωρήτρια Δημοτικής Εκπαίδευσης με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο Κύπρου στον τομέα της Εκπαιδευτικής Διοίκησης. Ασχολείται με την ποίηση και τη λογοτεχνία, καθώς και με τη θεατρική γραφή, το ραδιοφωνικό και τηλεοπτικό σενάριο. Οι Αδιάβροχες λέξεις είναι η δέκατη τρίτη ποιητική της συλλογή, ενώ έχει εκδώσει εννέα βιβλία για παιδιά και μία συλλογή διηγημάτων. Το λογοτεχνικό της έργο έχει τύχει πολλών διακρίσεων. Είναι η Καλλιτεχνική Διευθύντρια του Διεθνούς Φεστιβάλ Ποίησης Λάρνακας.
***
Κλεονίκη Δρούγκα, με δανεικό μολύβι, Σύγχρονη Ελληνική Ποίηση, Αθήνα, Ιανουάριος, 2024, σελ. 64, αριθμ. εκδ. 399, ISBN: 978-960-592-181-1, τιμή: 10.60 ευρώ συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ
Τώρα μιλώ στην κορνίζα μοντάρω λέξεις για φαντάσματα
ένα μικρό καράβι
Ήταν ένα μικρό καράβι
που ήταν αταξίδευτο
στοίβαξε μέσα του κόρες και γιους εννιά
κι έκανε ένα μακρύ ταξίδι
με σίγουρο σχέδιο ευσπλαχνικό
μέσα εις την Μεσόγειο.
Σε πέντε έξι εβδομάδες
τελειώσαν όλες οι τροφές
καμία υποψία τι θα γίνει
κι τότε ρίξανε τον κλήρο
να δούνε ποιος θα φαγωθεί
σε κάποιους τρέχανε τα σάλια
κι ο κλήρος πέφτει στα κορίτσια
που γίναν θάλασσα
κι ο κλήρος πέφτει στα αγόρια
που γίνηκαν αφρός.
Κι αν σας αρέσει αυτή η ιστορία
–σε ποιον αρέσει αυτή η ιστορία;
δεν θα την πούμε απ’ την αρχή, γιατί
στο βάθος του ορίζοντα τίποτε δεν είναι όμορφο·
μια κατηφόρα ανηφορίζουν
υποκίτρινα ράκη και
σκόνη σηκώνουν
να μιλήσω δυσ-τάζω.
«Δεν πετάμε ό,τι παλιώνει» γράφει σ’ ένα στίχο της η Κλεονίκη Δρούγκα, αναγνωρίζοντας την ακριβή θέση λέξεων, φράσεων, ξεχασμένων συναισθημάτων, πραγμάτων που σκέβρωσαν στον χρόνο. γιατί η ποίηση όπως κι η ζωή τα χρειάζεται, τ’ ανανεώνει, τους ξαναδίνει πνοή και κάπως έτσι προκύπτουν τα νέα έργα που έρχονται να ταράξουν τη γαλήνη του αναγνώστη: σήμερα απ’ το πρωί/ την ησυχία των χαρτιών ταράζω/ τις σκέψεις συμμαζεύω/ στα βαθουλώματα κυμάτων τα πάθη/ ξεδιπλώνω/ στη θέση των παλιών πληγών/ βάλσαμο βάζω/ τα χλωρά με τα χλωρά/ τα ξερά όλα έξω./ Μια τακτοποίηση κάνω/ σε ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα («τακτο-ποίηση»). 40 ποιήματα περιλαμβάνει η νέα 3η ποιητική συλλογή Με δανεικό μολύβι εκ των οποίων τα 6 πεζόμορφα αποτελούν τις εισαγωγικές ενότητες των έξι προσεκτικά ταξινομημένων κεφαλαίων. Κάθε ποίημα βρίσκεται ακριβώς στη θέση που του αρμόζει αποτελώντας μια σφιχτή ενότητα με τα υπόλοιπα. (Τίποτε δεν γίνεται τυχαία). Ήδη από το Οκλαδόν με τον χρόνο η Δρούγκα έχει αποκτήσει το αναγκαίο ποιητικό της στίγμα/γνώρισμα σημάδι ότι η γραφή της έχει ταυτότητα. Κι αυτό δεν είναι πάντα δεδομένο στην ποίηση. Οικονομία και περίσκεψη, καλά δουλεμένοι στίχοι, κάθε λέξη κατανέμεται εκεί που πρέπει με συναίσθηση και σοβαρότητα. Η Δρούγκα ξέρει πως η ποίηση είναι πολύ σοβαρή υπόθεση και το αποδεικνύει και στα τρία βιβλία της. Δεν γράφει για να εκφραστεί αλλά για να εκφράσει: Για σένα γράφω/ για σένα, ναι/ και για σένα/ και για μένα, ναι./ Για μένα γράφω. Και βέβαια δεν μπορεί παρά να μιλήσει για τον έρωτα, τη ζωή και τον θάνατο (μετρώντας απουσίες: βλ. «μπροστά στο δίλημμα», σ.σ.: παρεμπιπτόντως πολύ ωραία ιδέα με τα κεράσια που δεν παραπέμπει στον Ζορμπά του Καζαντζάκη αλλά κρατά τη δική της μοναδικότητα) με την ιερότητα που τους αρμόζει: βλ. «ορχιδέες», «λικέρ βασιλικός», «γνωριμία», «μιλώ στην κορνίζα» κ.ά.
Να επισημάνουμε στην παρούσα συλλογή την αναφορά της στις Χαμένες Πατρίδες βλ. την τελευταία ενότητα «το αίμα μου είναι»: Για ένα πράγμα είμαι σίγουρη, πως στις φλέβες μου κυλά η γιαγιά από την Τραπεζούντα, ο πεθερός απ’ την Πόλη, ο παππούς της Μαίρης απ’ τη Σμύρνη και όλοι τους περιμένουν καρτερικά να μου μιλήσουν, τον πόνο τους να ξομολογηθούν, κείνες τις μέρες με φως να ζωντανέψουν, τότε που πάλευε ο ήλιος με τη νύχτα και δεν την άφηνε να βγει, κι ύστερα για του δρόμου τη σκόνη να πουν, τις πέτρες που τους πλήγωσαν τα πόδια, το αλμυρό νερό που τους κάλυψε και νιώθω πως αυτός ο κόσμος είναι ο κόσμος μου κι είναι το αίμα μου και γεμίζει ζωή τη ζωή μου. Και στο τελευταίο ποίημα της συλλογής «Πόντος ωτία και δάκρυ» [βλ. τα ωτία (αυτιά) που γίνονται γλύκισμα στην ποντιακή κουζίνα] ας σταθούμε στον δραματικό στίχο: «Αυτός ο Πόντος με τόσο νερό δεν/ φεύγει από πάνω μου.»
Κι αυτό είναι το γνώρισμα της ποίησής της: να αποφορτίζει με πράγματα της καθημερινότητας, απλά, συνήθη τη δραματοποιημένη γραφή της. Λίγο πριν τρέξει το δάκρυ με ένα ευφυές παιχνίδισμα της γλώσσας, μια αναδιάταξη των λέξεων και των ήχων μέσα στους στίχους καταφέρνει να το αποσοβήσει με ένα τέχνασμα. Άλλωστε τα δύσκολα για να τα αντέχεις χρειάζονται να λέγονται ανάλαφρα. Ή απλώς υπαινικτικά: (βλ. «αποστολή»): Μπλε τα νερά της Σμύρνης/ τις νύχτες γκριζάρουν/ βγάζουν λυγμούς ψιθυριστά/ με μάτια πρησμένα/ σπάνε τη μνήμη κομμάτια/ τον τόπο γεμίζουν πληγές/ τσούζουν οι πληγές σαν μπαίνουν στ’ αλάτι. [ ] Έδεσα κόμπο την αποστολή/ κι όταν στη Σμύρνη βρέθηκα/ κι ετοίμαζα την μηχανή είδα/ τα φύκια παραμέρισαν/ καλύτερα να φαίνεται ο βυθός.
Μπορεί το σενάριο κι η κινηματογραφική λογική να λειτουργούν στην εικονοποιία της ποιήτριας, στην εστίαση του φακού, στο κοντινό πλάνο (σε πολλά κοντινά πλάνα που συνθέτουν το όλον της συλλογής). Μετά όμως ακολουθεί ο ρυθμός, η μουσικότητα του στίχου, το περιεχόμενο της γραφής, η έκπληξη. Ένα δείγμα: «Μια κουρτίνα ανοίγει, μπαίνει φως. Θέλω στο φως να μείνω μπας και με αθωώσω.»
Μένει προς διερεύνηση η σχέση της Δρούγκα με την Κική Δημουλά και το γένος της γραφής της αν δεχτούμε ότι υπάρχει μια κάποια διαφοροποίηση στη γραφή.
Η Κλεονίκη Δρούγκα είναι πτυχιούχος Φιλοσοφικής ΑΠΘ, κάτοχος μεταπτυχιακού και διδακτορικού διπλώματος. Οι ιδεολογικοί προσανατολισμοί της στρέφονται σε σενάριο – κινηματογράφο, ποίηση, πεζογραφία και εκπαίδευση. Έχει εκδώσει ένα επιστημονικό βιβλίο, άρθρα της έχουν δημοσιευτεί σε ελληνικά και ξένα περιοδικά, εισηγήσεις της σε πρακτικά ελληνικών και διεθνών συνεδρίων. Συνέγραψε σενάρια μικρού μήκους ταινιών μυθοπλασίας και συνεργάστηκε σε ταινίες τεκμηρίωσης, με βραβεύσεις σε ελληνικούς και διεθνείς διαγωνισμούς. Εργάζεται στο Τμήμα Κινηματογράφου, Σχολής Καλών Τεχνών ΑΠΘ ως μέλος Ειδικού Εκπαιδευτικού Προσωπικού (ΕΕΠ), με διδακτικό αντικείμενο «Σενάριο». Η παρούσα είναι η τρίτη ποιητική της συλλογή. Ποιήματα-διηγήματα δημοσιεύει σε ποικίλα λογοτεχνικά περιοδικά.
***
Τόλης Νικηφόρου, δακτυλικά αποτυπώματα, Σύγχρονη Ελληνική Ποίηση, εκδ. Μανδραγόρας, Αθήνα Ιανουάριος 2024, αριθμ έκδοσης 401, σελ. 48, ISBN 978-960-592-183-5,τιμή 10,60 ευρώ
Πελεκάω την καρδιά μου στα τραύματα
γράφω για να νικήσω προσωρινά τον θάνατο
όλα όσα γράφω τα δωρίζω
όπως δωρίστηκαν και σ’ εμένα
έτσι άρχισα κι έτσι θα τελειώσω
άλλο δεν μου δόθηκε
άλλη εντολή δεν έχω
Τριακοστή τέταρτη ποιητική συλλογή στα 50 βιβλία που έχει στο ενεργητικό του ο Τόλης Νικηφόρου μέσω των οποίων διαλαλεί (και όχι διεκτραγωδεί) τη μετάπλαση του τραύματος σε ελπίδα και έρωτα ζωής. Ένα παράδειγμα όπου η προσωπική αφόρμηση μετατρέπεται σε έργο τέχνης άρα αποκτά συλλογική υπόσταση και κατ’ επέκταση κοινωνική διάσταση, όπως κάθε έργο τέχνης. Ήδη με τον τίτλο «δακτυλικά αποτυπώματα» δηλ. το προσωπικό μοναδικό δείγμα του κάθε ανθρώπου, αλλά και με το περιεχόμενο της νέας του συλλογής ο Τόλης Νικηφόρου δίνει και τον ευρύτερο ορισμό της τέχνης. Εκεί όπου οι ατομικότητες των δημιουργών συγκλίνουν: στη νίκη της ζωής έναντι της αναπόφευκτης φθαρτότητας (βλ. και το ποίημα «απολογία θνητού»: «γράφω για να νικήσω προσωρινά τον θάνατο». Ενδεικτικοί και οι τίτλοι των ποιημάτων του: «η θέση μας στον κόσμο», «μπροστά στο πεπρωμένο», «πότε πέφτει η νύχτα», «το απώτατο σημείο της γνώσης», «ένα βήμα πριν τη λήθη», «να σ’ αγκαλιάζει η μέρα» κλπ.
Ο Νικηφόρου με τη γνωστή λυρική του λιτότητα που πλημμυρίζει συναισθήματος αναφέρεται συχνά στα οικογενειακά, παιδικά και άλλα τραύματα που αναπόφευκτα βαραίνουν στην πορεία της ζωής. Παράλληλα δεν παραλείπει ν’ αναφερθεί σ’ έναν άλλο σταθμό, έστω κι αν δεν υπήρξε ανθόσπαρτος, αυτός του ιστορικού Κολλεγίου Ανατόλια όπου φοίτησε. Είναι γνωστές οι Κυριακάτικες συναντήσεις (από τις οποίες, κατά δήλωση της Σοφίας, «γυρίζει πάντα σαν παιδί») των εναπομεινάντων συμμαθητών και μάλιστα κάθε Κυριακή στο εμβληματικό του ποίημα «οι εννιά του Πανοράματος»: εννιά παλιοί συμμαθητές/ από τους μισούς που έχουν μείνει/ παίρνουν κάθε Κυριακή τον δρόμο/ για την καφετέρια του Πανοράματος// περνάνε έξω από το καλό σχολείο/ που τους έδωσε τόσα πολλά/ με το πιο πολύτιμο μια ισόβια φιλία// μετά σπουδές και πτυχία/ επιστήμες και επαγγέλματα/ μετά μουσικές, ζωγραφιές και βιβλία/ επιτυχίες και βραβεία/ ήττες και τραύματα της ζωής/ μετά παιδιά και εγγόνια/ γελάνε και πειράζονται/ λες και είναι πάντα σε διπλανά θρανία// το ξέρουν βέβαια ότι φτάνουν στο τέρμα/ και ότι δεν τους περιμένουν επευφημίες/ το ξέρουν και χαμογελάνε/ με το ίδιο εκείνο εφηβικό χαμόγελο// οι παλιοί συμμαθητές του γυμνασίου/ περισσότερο από αδέρφια/ στον μαραθώνιο της ζωής.
Ο Τόλης παραμένει βαθιά ανθρώπινος και ερωτικός, υπάρχουν πολλοί οι στίχοι και οι ερωτικές στιγμές στη συλλογή, νοσταλγικός επιμένοντας να εξιστορεί τα συμβάντα με τη ματιά των παιδικών χρόνων. Και βέβαια όσα περιγράφει μάς αφορούν κι εδώ έγκειται η ουσία της τέχνης του: μας θυμίζουν, μας λείπουν και συχνά αναφωνούμε μαζί του: αχ, να γινόταν να ξαναζούσαμε τα πράγματα όπως τότε: αχ! για πάντα να ’τανε τα εφηβικά μας χρόνια/ για πάντα η γειτονιά και οι φίλοι/ τα γήπεδα κι οι τρέλες του σχολείου/ και να μας περιμένουν οι γονείς στο σπίτι/ νέοι και δυνατοί μια βεβαιότητα/ για πάντα να ’τανε η αγάπη εκείνη/ να ξεπροβάλλει απ’ τη γωνιά χαμογελώντας/ σαν όνειρο όμορφη να πλησιάζει/ να πέφτει ξέπνοη στην αγκαλιά μου…
Ένας ποιητής που μεταπλάθοντας, αποσιωπώντας τα εγγενή τραύματά του εξακολουθεί με ποιητικότητα να υμνεί τη ζωή: να σε ξυπνάει μια λατέρνα/ κάτω από το μπαλκόνι/ ν’ απλώνεται απέραντη η πλατεία/ απίστευτα γαλάζιος ο ουρανός// να είναι χάραμα στη ζωή/ και χάραμα στον κόσμο/ ένας έρωτας της γειτονιάς/ ν’ ανθίζει σαν αγριολούλουδο// να σ’ αγκαλιάζει η μέρα/ να σε εμπνέει το φως/ όλα να μοιάζουν μαγικά/ ένα όνειρο που δεν τελειώνει («να σ’ αγκαλιάζει η μέρα»).
Μια φευγαλέα λάμψη στον ουρανό, όπως λέει, είν’ η ζωή. Κι αυτό ακριβώς είναι και η ποίηση, η καλή ποίηση.
Γιος προσφύγων από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Ρωμυλία, ο Τόλης Νικηφόρου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, αποφοίτησε από το Κολλέγιο Ανατόλια, σπούδασε διοίκηση επιχειρήσεων. Εργάστηκε κυρίως ως σύμβουλος οργάνωσης επιχειρήσεων στη Θεσσαλονίκη, Αθήνα και Λονδίνο ταξιδεύοντας σε πολλές χώρες.
Ως τώρα έχουν εκδοθεί 49 βιβλία του, 33 ποιητικά [μαζί με τη συγκεντρωτική έκδοση, Ο πλοηγός του απείρου (2004), και τα επιλεγμένα ποιήματα Ίχνη του δέους, (2018) και Στιγμές (2022)] και 16 πεζογραφίας (4 μυθιστορήματα, 9 συλλογές διηγημάτων και 3 παραμύθια).
Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε 10 ευρωπαϊκές γλώσσες (στα ισπανικά και στα γερμανικά σε αυτοτελείς εκδόσεις) και έχουν περιληφθεί σε πολλές ελληνικές και ξένες ανθολογίες, καθώς και στα κείμενα και τα βοηθήματα νεοελληνικής λογοτεχνίας της μέσης εκπαίδευσης στην Ελλάδα και την Κύπρο. Αφιερώματα για το έργο του έχουν γίνει στα περιοδικά Πάροδος (2009), Το Κοράλλι (2014), Ο Σίσυφος (2017), Καρυοθραύστις (2019), Μανδραγόρας (2021), στα οποία έχουν γράψει περί τους 80 ποιητές, πεζογράφοι, κριτικοί, κ.α. ενώ ο Φιλολογικός Όμιλος Θεσσαλονίκης έχει εκδώσει μια ανθολογία ποιημάτων του με τίτλο Στιγμές (2022).
Για το παραμύθι Σοτοσαπόλ ο χρυσοθήρας τού απονεμήθηκε το βραβείο μυθιστορήματος επιστημονικής φαντασίας της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς το 1989 και για τη συλλογή διηγημάτων του, Ο δρόμος για την Ουρανούπολη, το κρατικό βραβείο διηγήματος το 2009. Ο φιλόλογος και σκηνοθέτης Φώτης Συμεωνίδης γύρισε ένα ντοκιμαντέρ 58΄ λεπτών με τίτλο «Σ’ αγαπώ-Ελογοκρίθη, Η αλήθεια του ποιητή Τόλη Νικηφόρου» που προβλήθηκε με επιτυχία στο 17ο Διεθνές Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 2015, σε διάφορα άλλα φεστιβάλ, σε αίθουσες βιβλιοθηκών και από την ΕΡΤ3. Η συνθέτρια Λίνα Τόνια μελοποίησε έξι ποιήματα του για γυναικείο φωνητικό σύνολο, πιάνο και τρία βιολοντσέλα, τα οποία παρουσιάστηκαν σε επίσημη συναυλία για τα εκατό χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή (1922-2022) στο Δημοτικό Θέατρο Καλαμαριάς. Ποιήματα του εντάχθηκαν και στην όπερα της για τη Μαρία Κάλλας που παρουσιάστηκε στο ίδιο θέατρο. Πέντε ποιήματα του μελοποίησε και ο καθηγητής του Α.Π.Θ. Χρήστος Σαμαράς ενώ ποιήματα του μελοποίησαν και δύο άλλοι συνθέτες.
Από τη μεταπολίτευση ως σήμερα, μέλος τεσσάρων πολιτιστικών φορέων και με προσωπική του πρωτοβουλία, ο Τόλης Νικηφόρου έχει οργανώσει, συντονίσει ή λάβει μέρος σε εκατοντάδες λογοτεχνικές εκδηλώσεις. Συνέλαβε επίσης την ιδέα της Λέσχης Ανάγνωσης Ποίησης και υπήρξε συντονιστής των ως τώρα 37 εκδηλώσεών της, αρχικά στην Εταιρία Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης από τον Οκτώβριο του 2017 ως τον Μάρτιο του 2020, με άνω των δύο ετών διακοπή λόγω της πανδημίας, και στη συνέχεια στην Κεντρική Βιβλιοθήκη του Δήμου Θεσσαλονίκης όπου επαναλειτούργησε η Λέσχη από τον Νοέμβριο του 2022 έως σήμερα.