Δύο λόγια για τον Κώστα Μπέζο (1905-1943)
Μου «καρφώθηκε» στο νου, τις προάλλες,να κάνω κάποιο κείμενο που να μπορεί, κατά το δυνατόν, να συνδέσει την ελληνική οπερέτα και πως αυτή εκτείνεται στον ρεμπέτικο ήχο. Αίφνης, άγνωστο το γιατί, η σκέψη αυτή με παρέπεμψε σε έναν μυστηριώδη τύπο. Ένας Εγγλέζος ψυχίατρος, ο Tony Klein, κι ένας Αμερικανός ερευνητής, ο Gordon Ashworth, αμφότεροι θαυμαστές τού εν λόγω κυρίου, συμμάζεψαν μια ντουζίνα κομμάτια και τα ενέταξαν σε ένα άλμπουμ ονόματι The Jail’s a fine school (Olvido Records/Mississippi Records).
Ο λόγος για τον Κώστα Μπέζο (1905-1943), έναν αφανή ήρωα που ενώ ξεκίνησε σπουδάζοντας στην Σχολή Καλών Τεχνών, εισέβαλε ως μέλος στην Μάντρα του Αττίκ, έγινε ρεμπέτης, δημιούργησε ένα μυστήριο συγκρότημα με χαβάγιες, τα Άσπρα Πουλιά, έγραφε ανελλιπώς σε κάποιες εφημερίδες, ήταν σκιτσογράφος αλλά και ηθοποιός!!! Υπέγραφε σαν Κώστας Μπέζος, Α. Κωστής και σε δύο ρεμπέτικα ως Κ. Κωστής. Τα ψευδώνυμα Κωστής, Κ ή Α, προφανώς, χρησιμοποιούνταν ως μια «μάσκα». Σκόρπια πράγματα…
Κώστας Μπέζος«Τα Άσπρα Πουλιά»
Ο Κώστας Μπέζος στο σχολείο ήταν αρκετά ανυπάκουος (όλη η πορεία του δεν είχε συνοχή κι έμοιαζε κάπως ανοργάνωτη). Με τα πολλά πέρασε αλλά δεν τελείωσε ποτέ,· ποσώς τον ενδιέφερε κιόλας. Ενδυόταν επισήμως. Ουδεμία μαγκιά. Ούτε φουμάριζε, ούτε παρανομούσε, ούτε παρεπιδημούσε σε ευαγή άσυλα.
Σύντομα στράφηκε στη μουσική μαθαίνοντας κιθάρα.Αιφνιδίως. Το πληθωρικό του ταλέντο στη ζωγραφική εκφραζόταν συνέχεια και στις αρχές της δεκαετίας του ’30 συνεργάστηκε με την καθημερινή και μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδα Πρωία, της οποίας έγινε ο βασικός σκιτσογράφος, ενώ συχνά αρθρογραφούσε (να φανταστείτε πως ήταν και συνάδελφος του Κώστα Βάρναλη!). Παραπλεύρως εργάζεται, επίσης σκιτσογραφώντας, και στην εφημερίδα Ακρόπολη.
Άγνωστο παραμένει πώς έμαθε τόσο γρήγορα και τόσο καλά κιθάρα, αφού οι πρώτες του ηχογραφήσεις είναι τα έξι πρώτα τραγούδια που ηχογράφησε με το ψευδώνυμο Α. Κωστής το 1930, δηλαδή σε ηλικία μόλις 25 ετών. Τα τραγούδια «Στην Υπόγα» και «Ήσουνα Ξυπόλυτη», που περιέχονται σε αυτόν το δίσκο, αποτέλεσαν τις πρώτες συνθέσεις αμιγώς ρεμπέτικης φιλοσοφίας και ρυθμικής αγωγής. Ειδικά το πρώτο είναι «γροθιά στο στομάχι». Μοιάζει παντού να εποπτεύει μια σκοτεινή διάθεση.
Άλλο ανεξήγητο: πώς ένα τόσο νεαρό μέλος της μουσικής οικογένειας μπόρεσε να γράψει «βαρέος ύφους» ρεμπέτικα και να τα ερμηνεύει τόσο μελωδικά; Οι παρέες του, των Ιωάννη Δραγάτση, και Κώστα Σκαρβέλη συμπεριλαμβανομένων, μάλλον βοήθησαν σε αυτό –αν και οι μουσικές του φόρμες ουδεμία σχέση μπορούν να έχουν με τους προαναφερθέντες. Εν πάση περιπτώσει. Το 1932, με την ηχογράφηση έξι ακόμη τραγουδιών, τελειώνει δισκογραφικά την ενασχόλησή του με το ρεμπέτικο ήχο. Από το 1931 κι έπειτα, –πιστοποιείται από τα στοιχεία της δισκογραφικής– η δημιουργία της πρώτης ορχήστρας με χαβάγιες (από την κιθάρα χαβάγια) –γνωστό και ως yodelling (ένα παράξενο falsetto που περιλάμβανε επαναλαμβανόμενες και γρήγορες μεταβολές του βήματος μεταξύ της «θωρακικής φωνής» και του καταχωριστή κεφαλής υψηλού βήματος). Το συγκρότημα έχει εννέα μέλη, φέρει την περίεργη ονομασία Άσπρα Πουλιά και, επιπροσθέτως, στις σκηνικές παρουσίες του, άπαντες ενδύονται με λευκά ρούχα «χαβα(για)νέζικης» αισθητικής!
Ίσως ήταν ένας πρωτοπόρος στο είδος αφού, μέσα σε λίγα χρόνια, τον ακολούθησαν και πολλοί άλλοι (θυμίζω την ορχήστρα του Αρίσταρχου Δημητρίου –που υπήρξε συνεργάτης του Κώστα Μπέζου– του Γιώργου Μακρή, του Ζοζέφ Κορίνθιου, του Τάκη Παναγόπουλου, του Βασίλη Μαυρομιχάλη και του Σπύρου Τσόκαλη με την ονομασία Αττικές Χαβάγιες). Όπως ο Boris Vian ή ο Georges Brassens (αυτός ο μοναχικός ποιητής της μουσικής), ο Μπέζος και τα Άσπρα Πουλιά του, χαρακτηρίζονται για την υπερβολική ιδιαιτερότητα του στιλ. Εν πολλοίς, έχουμε ένα σημαντικό πρόσωπο της μουσικής και εν γένει της καλλιτεχνικής ζωής της Αθήνας στη δεκαετία του 1930, μεπολυσχιδή δράση και παρουσία στη δισκογραφία, στη δημοσιογραφία, στο θέατρο και στη ζωγραφική.
Με τα Άσπρα Πουλιά περιοδεύει στην Αίγυπτο και στην Τουρκία, ουχί στην Αμερική. Επίσης, τώρα σαν Μπέζος, κάνει συναυλίες με το γκρουπ του Αττίκ στη Βόρεια Ελλάδα. Εκείνη την εποχή, όντας σε δόξα, συνεργάζεται στα «κέντρα» διασκέδασης ως guest και με άλλα γνωστά πρόσωπα της μουσικής ζωής, όπως ο Νίκος Χατζηαποστόλου, ο Eduardo Bianco , ο Χρήστος Χαιρόπουλος, ο Σώσος Ιωαννίδης, ο Γρηγόρης Κωνσταντινίδης, ο Ιωάννης Κυπαρίσσης, ο Αιμίλιος Σαββίδης, ο Πωλ Μενεστρέλ, ο Βασίλης Μεσολογγίτης, ενώ τραγούδια του ερμήνευσαν μεταξύ άλλων και οι: Ορέστης Μακρής, Νικόλαος Μοσχονάς, Τάσος Βάμπαρης, Δανάη Στρατηγοπούλου(της οποίας, σημειωτέον, τη σπουδαία φωνή ανακάλυψε πρώτος), Κάκια Μένδρη, Χρήστος Μνηματίδης, Ρένος Τάλμας, Νίκος Γούναρης…
Ο μποέμης Μπέζος λοιπόν. Ο πολυπράγμων ρεμπέτης (αν και μετά το 1931, μετά την ηχογράφηση των πρώτων του ρεμπέτικων, δεν υπάρχουν στοιχεία για επανενασχόληση με αυτό το είδος). Ο προικισμένος άνθρωπος που δεν υποτάχθηκε ποτέ. Ο κατακτητής του γυναικείου φύλου (λέγεται πως ήταν αρρενωπός και πανύψηλος) με τις άφθονες κραιπάλες. Κι όμως, παραδόξως, συνέθεσε το τραγούδι «Δεν θέλουμε γυναίκες» που, στο β’ στίχο τα βάζει και με τον ίδιο τον Θεό («αν είχες μυαλό, δε θα ‘φτιαχνες γυναίκα… να τυραννά τους άντρες δέκα-δέκα…»). Μοιάζει σαν να μιλάει σε κολλητάρι του!Γιατί όμως σε πολλές εμφανίσεις, διά ζώσης ή δισκογραφικές, υπογράφει ως Α. Κωστής; Από τα μέσα της δεκαετίας του 1960, όταν βρέθηκε ο πρώτος δίσκος του, υπέγραφε ψευδωνυμικά με αυτό το ονοματεπώνυμο. Εκεί ακριβώς ξεκινά ο πρώτος κύκλος αναζητήσεων για να εξακριβωθεί η ταυτότητα του ιδιότυπου αυτού κιθαρίστα και τραγουδιστή. Κεραυνός εν αιθρία! Ποιός να ήταν;
Ο Κώστας Μπέζος
Φτάνουμε στο μακρινό 1975, οπότε βρέθηκε και δεύτερος δίσκος του, με τα τραγούδια «Γιάννης ο Χασικλής» και «Κάηκε κι ένα Σχολείο». Λίγο μετά (1976 ή 1977), αποδελτιώνοντας τις ελληνικές εφημερίδες της Αμερικής, ο Παναγιώτης Κουνάδης εντόπισε σε διαφημιστικό κατάλογο της Orthophonic του 1933 την ύπαρξη ενός τρίτου δίσκου του Α. Κωστή, με τα τραγούδια «Τουμπερλέκι-Τουμπερλέκι» και «Η Φυλακή Είναι Σχολείο». Ένα, ίσως το μοναδικό, αντίτυπο στην Ελλάδα βρισκόταν στην κατοχή του συλλέκτη Ανδρέα Κρόκου, που διατηρούσε μεγάλη συλλογή δίσκων 78 στροφών… Ένα χρόνο αργότερα, το 1978, το τότε Κέντρο Έρευνας και Μελέτης των Ρεμπέτικων Τραγουδιών (Π. Κουνάδης, Σπ. Παπαϊωάννου και Π. Σωτηρόπουλος) συμπεριέλαβε τρία τραγούδια του Α. Κωστή («Στην Υπόγα», « Ήσουνα Ξυπόλητη» και «Κάηκε κι ένα Σχολείο») στη σειρά των πρώτων δίσκων (πέντε τον αριθμό) με ηχογραφήσεις των Ελλήνων μεταναστών της Αμερικής, επισημαίνοντας ότι, αν και οι ηχογραφήσεις αυτές πραγματοποιήθηκαν στην Ελλάδα, τοποθετούνται στη δισκογραφία της Αμερικής, διότι χρηματοδοτήθηκαν από μία ξένη εταιρεία και κυκλοφόρησαν αποκλειστικά στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής για την αγορά των Ελλήνων μεταναστών. Φανταστείτε πως το τραγούδι «Στην Υπόγα» ήταν για αρκετούς μήνες και το «μήλον της έριδος» ανάμεσα στο Κέντρο Έρευνας και στις επιτροπές λογοκρισίας του υπουργείου Προεδρίας, που τελικά δεν επέτρεψαν την κυκλοφορία του στον πρώτο δίσκο (1978) και τοποθετήθηκε το 1981 στον τρίτο της σειράς αυτής! Τα αμέσως επόμενα χρόνια, 1989-1990, βρέθηκαν δύο ακόμη δίσκοι του Α. Κωστή με τα τραγούδια «Τούτο το Καλοκαιράκι», «Αδυνάτισα ο Καημένος» και τα οργανικά «Τρούμπα» και «Ντερτιλίδικο», ενώ υπήρχε και ένας έκτος δίσκος της σειράς αυτής, που ένα αντίτυπό του βρέθηκε στα χέρια κάποιου συλλέκτη στην Αγγλία.
Χρειάστηκε να φτάσουμε στο 1990 για την επαναζήτηση της ταυτότητας του μυστηριώδους μουσικού. Πάντα από τον Κουνάδη. Εις μάτην και πάλι. Μια επίπονη επανα-προσέγγιση του θέματος άρχισε στις αρχές του 1994, όταν ανακάλυψε ότι συνθέτης και στιχουργός των τραγουδιών «Στην Υπόγα» και «Τουμπερλέκι-τουμπερλέκι» ήταν ο Κώστας Μπέζος. Από τα αρχεία της RCA Victor προέκυψε ότι στις καρτέλες των ηχογραφήσεων αυτών δίπλα στο όνομα του Α. Κωστή αναφερόταν κι αυτό του Μπέζου μέσα σε παρένθεση, κάτι που επιβεβαιώθηκε και από έναν Ολλανδό ερευνητή ονόματι Hugo Strötbaum. Εμπνευστής όλης αυτής της ιστορίας ήταν ο Τέτος Δημητριάδης.Έτσι οριστικοποιήθηκε η ταυτότητα του «άγνωστου» Α. Κωστή. Στη συνέχεια αναζητήθηκαν συγγενείς του Κώστα Μπέζου προκειμένου να δώσουν κάποιες πληροφορίες. Ανιχνεύτηκε κατ’ αρχήν η αδελφή του Αικατερίνη, η οποία όμως είχε πεθάνει στις 25 Αυγούστου του 1993. Λίγο μετά πέθανε και η κόρη της Πηνελόπη, στις 31 Δεκεμβρίου του 1993. Ευτυχώς εντοπίστηκε ένας ανιψιός του (γιος της Αικατερίνης), ο γνωστός συνθέτης και κιθαρίστας Τίτος Καλλίρης, πατέρας του τραγουδιστή Θάνου Καλλίρη, και έδωσε σημαντικές πληροφορίες για τον αδικοχαμένο Κώστα Μπέζο.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που συλλέχθηκαν, μεταξύ των ετών 1929 και 1935, ο γνωστός από τη δισκογραφία των Ελλήνων της Αμερικής συνθέτης, στιχουργός, τραγουδιστής και κιθαρίστας Τέτος Δημητριάδης (Tedis)-από μεγάλη οικογένεια της Κωνσταντινούπολης και αδελφός του μεγάλου σκιτσογράφου Φωκίωνος Δημητριάδη- πραγματοποίησε ως υπεύθυνος του ελληνικού ρεπερτορίου της μεγάλης αμερικανικής εταιρείας δίσκων RCA Victor και θυγατρικών της (όπως η Orthophonic), μια σειρά από ταξίδια στην Ελλάδα με σκοπό να ηχογραφήσει για τις ανάγκες τις αμερικανικής αγοράς δίσκων σημαντικούς Έλληνες τραγουδιστές που είχαν ήδη δημιουργήσει επιτυχίες στη δισκογραφία της Ελλάδας. Σταθμός ο Τέτος Δημητριάδης, ένας λαϊκός ογκόλιθος: ο Αντώνης Νταλγκάς, ο Μήτσος Αραπάκης, η Ρόζα Εσκενάζυ, ο Πέτρος Κυριακός, ο Γεώργιος Καμβύσης, ο Κώστας Καρίπης, ο Κώστας Νούρος, ο Νικόλαος Μοσχονάς, ο συνθέτης Γεώργιος Καρράς και ο Πέτρος Επιτροπάκης αποτελούν κάποια ενδεικτικά ονόματα που, χάριν σε αυτόν, τον επονομαζόμενο Tedis,αποτύπωσαν τις συνθέσεις τους (V-5800 της RCAVictor ή S-600 της Orthophonic).
Το τραγούδι-θρύλος «Ήσουνα ξυπόλυτη» και το μαγικό «Ντερτηλίδικος χορός» της RCA Victor. Ακόμη παραμένει άγνωστο το γιατί κάτω από τη μετάφραση αναγράφεται το προσωνύμιο Tedis(Τέτος Δημητριάδης)…
Στο λυκόφως της δεκαετίας του’30, ορισμένοι μετανάστες επαναπατρίζονται. Παλιννοστούντες, πρόσφυγες που, μέσα στα μπαγκάζια τους, φέρουν και αντίτυπα αυτών των ηχογραφήσεων. Ανάμεσα στα ελάχιστα αυτά δισκάκια εμπεριέχεται και το θρυλικό «‘Ήσουνα Ξυπόλητη», πιο γνωστό σαν «Παξιμαδοκλέφτρα», το περιβόητο (για να μην πω διαβόητο) εκείνο τραγούδι-λίβελο κατά του ρεμπέτικου ήχου. Κι όμως ο Α. Κωστής, ο συνθέτης του, μέχρι τότε, ήταν παντελώς άγνωστος! Ένα μουσικό φάντασμα, μια άγνωστη φυσιογνωμία, ο άνθρωπος χωρίς ταυτότητα. Ήγουν: ήταν μια ιδιόρρυθμη προσωπικότητα γνωστή μονάχα σε έναν πολύ κλειστό εστέτ κύκλο, αφού, προφανώς εσκεμμένα, στις ετικέτες των δίσκων δεν αναφέρεται κανένα απολύτως στοιχείο παρά μόνον ο τίτλος του τραγουδιού. Μέχρι και σήμερα τα κομμάτια που ηχογραφήθηκαν με το όνομα Α. Κωστής παραμένουν οι πιο αινιγματικές ηχογραφήσεις που έχουν γίνει ποτέ στην Ελλάδα! Αξίζει να σημειωθεί πως αρκετά από τα τραγούδια του Κώστα Μπέζου, που ισορροπούσαν ανάμεσα στο ρεμπέτικο, στο επιθεωρησιακό και στο ρετρό, είναι γνωστά και σήμερα, αν και δεν είναι πάντοτε γνωστό πως είναι δικά του*. Κι όχι μόνον αυτό. Με δύο τραγούδια του («Εν τάξει» και «Τρέλα πέρα για πέρα»), ο Κώστας Μπέζος, κατέγραψε την Ελλάδα του 1935-36, η οποία μέχρι σήμερα δεν έχει αλλάξει κατ’ουσίαν.
Πράγματι αυτός ο δαιμόνιος μουσικός διαχώρισε το θεατράλε επιθεωρησιακό τραγούδι από το ρεμπέτικο. Βρήκε εκείνη τη λεπτή γραμμή που πιθανότατα να είναι ψαλτικής υφής. Τουτέστιν, την θεωρητική ενασχόληση με το βυζαντινό μέλος και την πρακτική της εικόνα που θα είχε απήχηση στον κόσμο. Προσοχή όμως στην σύγχυση: όταν ψάλλουμε, ψάλλουμε και όταν τραγουδάμε, τραγουδάμε. Άρα το βυζαντινό ύφος, τραγουδιστικά, είναι θεμιτό να κρατηθεί μέχρι κάποιο σημείο. Αυτό κατάφερε ο Μπέζος. Να απεμπλακεί από μιαν αρχοντορεμπέτικη δομή. Να αμφισβητήσει το «ρεμπετικοφανές». Δεν πάσχισε να ακολουθήσει τον δρόμο ενός μη παρεξηγητέου ρεμπέτικου –αυτό ανήκε σε «αρχοντάνθρωπους» με υποκριτική στάση. Ειρωνευόταν με τα Άσπρα πουλιά και, συγχρόνως, ασκούσε επιρροή στην «πλέμπα». Ήξερε πως ένας μέσος ήχος θα προκαλούσε συγχύσεις· το αρχοντορεμπέτικο ήταν ρεμπέτικο με φερετζέ.
Τελειώνοντας παραθέτω την νεκρολογία του Κώστα Βάρναλη, συνεργάτη του στην εφημερίδα Πρωία. Δημοσιεύτηκε το Σάββατο 16 Ιανουαρίου 1943.
«Αυτή η μποέμικη αταξία της ζωής του τον έφαγε. Διαρκώς αδυνάτιζε. Έβηχε. Και πριν από ένα χρόνο και πλέον τόνε δέχτηκε η «Σωτηρία». Οι φίλοι, που τον αγαπούσαν, κι οι γνωστοί, που τον εχτιμούσαν, λυπηθήκανε πολύ. Γιατί η κατάστασή του δε σήκωνε διόρθωση. Έφυγε κι από κει , γιατί η μοίρα του το είχε να μη ριζώνει πουθενά. Πήγε στην Αγία Παρασκευή. Εκεί σ’ ένα δωμάτιο ακατάστατο και υγρό έρεβε τελειωτικά και καμιά βοήθεια δεν μπορούσε πια να τον σώσει. Ο γιατρός τελευταία, αφού απελπίστηκε, του κατάργησε κάθε δίαιτα και του επέτρεψε να τρώγει ό,τι ήθελε. Γιατί να τον βασανίζει άδικα;
– Γιατρέ, του είπε μπροστά σε κάτι φίλους, που πήγανε να τον ιδούνε, σου χρωστώ μεγάλη χάρη για όσα μου έκανες. Αλλά σε παρακαλώ να μη μου αρνηθείς μια τελευταία χάρη.
– Ποιαν;
– Δώσε μου ένα φάρμακο να πεθάνω απόψε. Γιατί να βασανίζομαι άδικα;
– Δεν ντρέπεσαι; του απάντησε ο γιατρός. Θα γίνης καλά την άνοιξη.
Και πραγματικά μέσα σε μια βδομάδα έγινε απολύτως καλά. Πέθανε.
Μια ζωή, ένα παραμύθι, ένας τάφος. Τι άδικα που χάθηκε μια εξαιρετική καλλιτεχνική ψυχή, ένας θαυμάσιος άνθρωπος – ο τελευταίος της γενεάς των βοημών!».
Ο Μπέζος πέθανε στην Κατοχή από φυματίωση και κακουχίες σε ηλικία μόλις 37 χρονών. Την επομένη του θανάτου του, στην εφημερίδα Η Πρωία όπου σκιτσογραφούσε, αναγγέλθηκε επισήμως θάνατος του. Το συνεχές ρετζίστρο έπαψε να υπάρχει…
Υστερογραφικά αναφέρω και πάλι πως, το 2015, η Olvido Records (σε συμπαραγωγή με την Mississippi Records), κυκλοφόρησε το άλμπουμ The Jail’s a fine school, έπειτα από έρευνα που έφερε στην επιφάνεια αυθεντικούς δίσκους 78 στροφών, σε εξαιρετική ποιότητα ήχου, βιογραφικά στοιχεία βασισμένα σε βιβλιογραφία και αδημοσίευτο αρχειακό υλικό, ενώ αποτελεί ουσιαστικά την πρώτη επιμελημένη συλλογή των 12 ρεμπέτικων τραγουδιών σε ένα LP. Το άλμπουμ (που ο τίτλος του είναι έμμεση παραπομπή στο τραγούδι «Η φυλακή είναι σχολείο») εμπεριείχε ένα 28σέλιδο booklet με τους στίχους των τραγουδιών σε ελληνικά και αγγλικά, αναλυτικές σημειώσεις από τον ψυχίατρο Tony Klein και τον Gordon Ashworth (μουσικός και ιστορικός ερευνητής του ρεμπέτικου) και πολλές αδημοσίευτες φωτογραφίες του Κώστα Μπέζου.
* Στις 7 Ιανουαρίου του 2017κυκλοφόρησε ένα διαφημιστικό της Apple στα ελληνικά, γυρισμένο σε εγχώριο βουκολικό μέρος, όπου ακούγεται το τραγούδι του Κώστα Μπέζου «Πάμε στη Χονολουλού». Άξιον απορίας είναι πως, κάποιους μήνες αργότερα (συγκεκριμένα τον Δεκέμβριο του 2017), είχαμε και μια έκπληξη γι’ αυτόν τον δίσκο του Μπέζου. Το περιοδικό Rolling Stone, τον συγκαταλέγει ανάμεσα στους καλύτερους (must, προς ακρόαση) δίσκους του 2017!!!
Βιβλιογραφία: Ευνόητα χρησιμοποιήθηκαν πληροφορίες από τη Βικιπαίδεια.