Κατερίνα Καζολέα | Ο άλλος κόσμος

In Διήγημα, Λογοτεχνία, Πεζογραφία by mandragoras

 

Κι εκεί που βλέπουμε σταυρούς και μάρμαρα ξαφνικά ένα φυτό αναρριχητικό, φτιαγμένο από δαντέλα και σύννεφο, εκτινάσσεται αστραπιαία μέχρι πάνω. Σκορπάει καρφιά στο διάστημα και μια μεγάλη ουλή γράφεται στο στερέωμα. Κυλιόμενες σκάλες από κρύσταλλο μάς τραβούν από τα έγκατα υπόγειων σταθμών για να μας ρίξουν στον αεροστεγή θάλαμο ενός ανελκυστήρα. Καταλάβαμε πως περάσαμε μέσα από τη σχισμή της ουλής. Χωρίσαμε όμως ο καθένας στον δικό του θάλαμο. Μέσα στο ασανσέρ ατμόσφαιρα νοσοκομείου και απ’ τα μεγάφωνα δεν εκπέμπεται ήχος αλλά δονήσεις σε συχνότητες ψυχής. Τις αισθάνομαι σαν θεραπεία. Υποψιάζομαι πως πρόκειται για νοσηλεία εδώ μέσα. Γέρνω στην πλαϊνή μπάρα, όπως θα έγερνα στην κουπαστή ενός καραβιού, κι ακούω πέτρες να κατρακυλάνε από μέσα μου, σκληρές, χοντρές, αλύγιστες πέφτουν ως κάτω στη γη που αφήνουμε πίσω μας. Κάνω να δω προς τα κάτω τα βαρίδια μου. Αχ, δεν βλέπω τίποτα.

Κάποιος είναι μαζί μου μες στη σιωπή. Κάποιος με φροντίζει με τρόπο αόρατο. Με πλένει χωρίς να υπάρχει νερό. Με καθαρίζει κι ας μην έχω σώμα. Χάνονται όλα τα περιττά κι αλήθεια πολλά σκουπίδια είχα που εξατμίστηκαν.

Το ασανσέρ του καθενός μας αφήνει στην πόρτα ενός διάφανου τραίνου. Προφταίνω να νοιώσω την χαρά μιας διάχυτης παιδικότητας μέχρι που σταματά και βγαίνω. Βγαίνουμε. Σερπαντίνες παντού. Χάρτινες κορδέλες καρναβαλιού τυλίγονται και ξετυλίγονται σε ένδειξη χαράς. Αλλά ούτε εδώ ήχος. Μεταξωτά κομφετί πέφτουν σα χιόνι. Χιόνι πολύχρωμο. Κι ανάμεσα κόκκοι ασημένιοι και χρυσοί. Κόκκοι που είναι πριονίδια χρόνου και ραίνουν τα πάντα. Όμορφα είναι. Τρυφερά, ήσυχα σαν τον ανεπαίσθητο ήχο, του γήινου χιονιού όταν πέφτει. Για να γαληνέψει με το χάδι του την ανήσυχη πλάση. Ήταν ένας ολόχρυσος και χλοερός θάνατος αυτός που ζήσαμε.

Σε λίγο ξεσπάει το πραγματικό γλέντι. Όλοι βρίσκουν κάποιον δικό τους, που είχαν χάσει κι αγκαλιάζονται. Μετά από λίγο έρχεται άλλο τρένο. Φτάνουν κάθε τόσο τρένα από τη γη, κι είναι σα να γυρίζουν απ’ τον πόλεμο. Μεγάλη χαρά, που τέλειωσε η περιπέτεια, τα βάσανα, οι δοκιμασίες. Εδώ πάνω είμαστε όλοι καλά. Όπως πριν κατέβουμε στα τάρταρα. Αποδείχθηκε πως η γη ήταν η περίφημη κόλαση. Ήμασταν εκεί χωρίς να το ξέρουμε. Κι ακούγεται πως όσο πάει χειροτερεύει το πράγμα εκεί κάτω. Το μόνο δύσκολο είναι που όλοι πρέπει κάθε τόσο να κατεβαίνουν λίγο, να κάνουν ένα πέρασμα από κει, γιατί χρωστάνε μαθήματα οι ψυχές. Μετεξεταστέες. Έχουν αφήσει εκκρεμότητες. Λίγοι έχουν πάρει δίπλωμα. Οι υπόλοιποι τους θαυμάζουν. –Και στα δικά σας, λένε οι απόφοιτοι.

Στα πιο πάνω διαμερίσματα, των προχωρημένων, έχει ορχήστρες και μουσικές. Χορεύουν, τραγουδούν. Ξέρω πως με περιμένει αυτός που κάποτε του αρνήθηκα έναν χορό. Έχει πουπουλένια κρεβάτια στα σύννεφα. Κοιμούνται όλοι με όλους. Χωρίς καμιά ενοχή ή ενόχληση, γιατί ο πόνος δεν υπάρχει, παρά μόνο η τρυφερότητα και η νιρβάνα. Σε αυτά τα ξαπλώματα δεν υπάρχουν οργασμοί και εκσπερματώσεις. Δεν χρειάζονται εκτόνωση, αφού δεν φέρουν τραύματα μέσα τους, ούτε φορτία που να ζητούν εκρηκτικό ξέσπασμα. Επικοινωνούν χωρίς να χρησιμοποιούν λέξεις. Εκπέμπουν μόνο δονήσεις ευχαρίστησης, που μεταφέρονται στην διπλανή ψυχή κι εκείνη τις υποδέχεται. Δεν γνωρίζουν την άρνηση και την απόρριψη, μόνο την αποδοχή και την συνεργασία.

Όσοι έχουν το χούι κάνουν ακραία σπορ με ιλιγγιώδεις ταχύτητες. Σέρφινγκ με σανίδα πάνω σε αστραπές, ράφτινγκ κατάβασης σε μαύρες τρύπες. Πέφτουν σε γκρεμούς για να θυμούνται την έξαψη του ζωντανού. Μπαίνουν σε καράβια που ναυαγούν στην καταιγίδα. Θέλουν να ζήσουν τον πανικό χωρίς την αγωνία της έκβασης. Ξέρουν ότι νερά κι ερείπια θα αποτραβηχτούν, κι όλα θα ξαναγίνουν όπως πριν. Οι πλεονέκτες κάνουν συλλογή από ουράνια τόξα. Δένουν πολλά μαζί με μια κορδέλα και τα βγάζουν βόλτα σαν σκυλάκια. Αυτά μπερδεύονται μεταξύ τους και ανακατεύονται τα χρώματα σε χορευτικά καλειδοσκόπια. Οι λαίμαργοι κλέβουν άστρα σπινθηριστά και τα βάζουν στην τσέπη τους που είναι μαύρη τρύπα. Οι θεωρητικοί φυσικοί έχουν λύσει τον γρίφο. Ανοίγουν τρύπα στην τρύπα και τα ελευθερώνουν από κάτω. Επίδοξοι καλλιτέχνες ζωντανεύουν με γκράφιτι τους παγωμένους πλανήτες. Ζωγράφοι με σφουγγάρια από σύννεφο συναγωνίζονται στο ανάγλυφο σφουμάτο. Σε αυτή την ιδανική νηφαλιότητα οι ταλαντούχοι συνθέτουν νέου τύπου μουσικές και φωταψίες του σύμπαντος. Οι ηλεκτρολόγοι με ειδικές καλωδιώσεις απλώνουν φωσφορούχα χρώματα στα δειλινά. Οι αρχιτέκτονες υψώνουν αιθέριες κατασκευές με διάτρητα στριφογυριστά σχέδια. Οι ασημένιες σκάλες τους από βροχή τιτανίου έχουν γίνει ανάρπαστες. Ευφραίνονται οι ψυχές να τις ανεβοκατεβαίνουν. Οι μανιακοί ερευνητές φτιάχνουν κρυστάλλινους πολυεδρικούς λαβυρίνθους και τους ρίχνουν στα δαχτυλίδια του Κρόνου να στροβιλίζονται. Μεγάλη επιτυχία έχουν και τα πολυμορφικά αίθρια, στα οποία κυλιέται το βράδυ όχι μόνο το φεγγαρόφωτο αλλά κάποιες φορές και το ίδιο το φεγγάρι, που κατεβαίνει ως εκεί να πιεί νερό από το πλεχτό σιντριβανάκι. Όλοι απολαμβάνουν τις ασχολίες που τους ευχαριστούν. Κάποιοι φτιάχνουν χαρταετούς, άλλοι αεριωθούμενα και διαστημόπλοια. Ό,τι αρέσει στον καθένα.

Να, ένας κόσμος που τους ικανοποιεί όλους, πρόλαβα να σκεφτώ. Κι αυτή ήταν η τελευταία γήινη σκέψη μου.


Tο διήγημα της Kατερίνας Kαζολέα «O άλλος κόσμος» περιλαμβάνεται στην υπό έκδοση συλλογή της με τίτλο “H γυναίκα που δεν γνωρίζω”.