Στην καφετιέρα υπήρχε ακόμα καφές από την προηγούμενη μέρα. 7 Ιουλίου και η ζέστη είχε κιόλας αποφασίσει πως δεν θα έδειχνε συμπόνια παρ’ όλο το πρωινό της ώρας. Ένας επιδαπέδιος ανεμιστήρας πάλευε με όλες του τις δυνάμεις σε μια άνιση μάχη∙ σύμφωνα με τους μετεωρολόγους, το θερμόμετρο το μεσημέρι θα άγγιζε τους 45 βαθμούς κελσίου. Η Έλλη άναψε τη μηχανή∙ δύο λεπτά αργότερα γέμισε μια κούπα∙ στην πρώτη γουλιά μια αίσθηση αηδίας πήρε θέση στο πράσινο των ματιών της. Τα χείλια της είχαν το ροζ της νεότητας, μα ήταν τελείως στεγνά. Το παράθυρο στην κουζίνα ήταν όλο το βράδυ ανοιχτό. Στο απέναντι μπαλκόνι, μια γυναίκα μεσήλικη με κοντά, σγουρά μαλλιά, με νυχτικιά ξεμπράτσωτη και ποδιά στη μέση, πότιζε τα λουλούδια στις γλάστρες που ήταν δεμένες στα ξεθωριασμένα από τον ήλιο κάγκελα.
Οι δυο γυναίκες κοιταχτήκανε χωρίς να πουν κουβέντα, λες και η μία είχε την χειρότερη γνώμη για την άλλη·σαν να το σκέφτηκαν λίγο –και πόσο θα κόστιζε μια καλημέρα– αλλά όχι, λέξη δεν βγήκε απ’ το στόμα τους. Παύση. Στην πορσελάνινη κούπα τα νύχια της Έλλης έδειχναν άρρωστα, μισά βαμμένα μισά άβαφτα –τα δάχτυλα κίτρινα απ’ το τσιγάρο. Δεν ήταν πάνω από τριάντα πέντε χρονών∙ στη δεξιά ωμοπλάτη είχε τατουάζ: ένα όστρακο σπασμένο σε δύο κομμάτια. Δεν φορούσε σουτιέν,∙οι ρόγες διαγράφονταν ετοιμοπόλεμες πίσω απ’ το λευκό και λεπτό φανελάκι. Έβγαλε το λαστιχάκι απ’ τον αριστερό καρπό του χεριού και τύλιξε κοτσίδα τα μαλλιά της. Μια υποψία ηρεμίας εμφανίστηκε στο πρόσωπο, μια δροσιά που θα ‘λεγες πως δεν υπήρχε, κι όμως για λίγα δευτερόλεπτα τα μάγουλά της ζωντάνεψαν, όπως όταν της έδιναν το πρώτο φιλί για μια όμορφη μέρα. Με ένα τέτοιο φιλί ξύπνησε την κόρη της.
Το μικρό κορίτσι ήταν τώρα στο μπάνιο. Η μεσήλικη γυναίκα στο απέναντι μπαλκόνι δεν φαινόταν πια. Μητέρα και κόρη πήρανε μαζί πρωινό: φρυγανιές με βούτυρο και μαρμελάδα κεράσι – ένα ποτήρι γάλα για την μικρή∙ η Έλλη συνέχιζε τον καφέ της. Σε ένα μήνα θα άφηναν το διαμέρισμα στην οδό Νικοδήμου∙ τη Λάρισα, την κάψα του κάμπου το καλοκαίρι, την υγρασία που τρυπάει τα κόκαλα τον χειμώνα… θα έφευγαν για πάντα –ίσως– με προορισμό την Αθήνα. Στις έντεκα ακριβώς είχαν ετοιμαστεί: μια backpack για εκείνη και μια τσαντούλα για την κόρη με τα απαραίτητα –παιχνίδια, αλλαξιές, μαρκαδόρους και τις αμπούλες με το σίδηρο∙ το Σαββατοκύριακο θα το περνούσε με τους παππούδες στο χωριό∙ όχι η Έλλη. Κατέβηκαν στο αυτοκίνητο. Το αργότερο σε σαράντα λεπτά θα ήταν στο Μεταξοχώρι. Στο δρόμο, μια σκοτωμένη αλεπού έλιωνε κάτω απ’ τον καυτό ήλιο – μισή στο χώμα, μισή στην άσφαλτο∙ οι κερασιές στα χωράφια γυμνές από φρούτα: χάρισαν ότι ήταν να χαρίσουν και τώρα πρόσφεραν απλόχερα τον ίσκιο τους περιμένοντας με υπομονή την επόμενη χρονιά.
Η μητέρα της Έλλης βρισκόταν στον κήπο. Στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου η νεαρή δεσποινίς χτυπούσε απαλά με τα χεράκια της το τζάμι στο παράθυρο.
– Τελευταία φορά, είπε η γιαγιά μέσα απ’ τα δόντια∙ τόσο ανεύθυνη πια… τόσο ανεύθυνη, με τα χείλια της κολλημένα απ’ τη ζέστη: τελευταία φορά, επανέλαβε, χαμογελώντας στην εγγονή της.
Δεν είπαν καλημέρα. Η Έλλη δεν έβγαλε τα γυαλιά της.
– Αύριο θα είμαι πίσω, είπε με σταθερή φωνή –ίσα που άνοιξε το στόμα.
Στη βεράντα, καθισμένος σε μια ξύλινη καρέκλα με μαξιλάρι στην πλάτη, ο πατέρας της Έλλης διάβαζε την Ελευθερία και κάπνιζε πίπα∙ δεν σήκωσε τα μάτια του απ’ την φυλλάδα.
– Πες της να έρθει να μείνει μαζί μας, απευθύνθηκε στη γυναίκα του φτύνοντας μια γερή δόση σάλιου στο φρεσκοκομμένο γρασίδι.
Ο ήλιος είχε φτάσει στο αποκορύφωμά του.
Η Έλλη μπήκε στο αμάξι και πήρε το δρόμο για τον Ρακοπόταμο. Ένα μειδίαμα έκανε την εμφάνισή του γύρω απ’ τα χείλια της∙ άναψε τσιγάρο. Στον Αγιόκαμπο, έκανε ολιγόλεπτη στάση για καφέ –στην Παράγκα ήταν χρόνια θαμώνας. Δεν έχασε άλλο χρόνο. Η μυρωδιά της θάλασσας έμπαινε σαν τραγούδι από κοχύλι στα αυτιά της. Στο λαιμό, μικρές σταγόνες ιδρώτα ασελγούσαν στη σάρκα. Το Πολυδένδρι ήταν κατάφυτο – πράσινο βαθύ και σκιά∙ εύκολες ανάσες. Πάρκαρε και κατέβηκε στην παραλία. Δυο νεαροί είχαν μόλις στήσει τη σκηνή τους∙ οι πρώτοι μπάφοι αναμμένοι στο στόμα. Το ένα αγόρι είχε μακρύ μαλλί, ήταν ψηλό με ελαφριά καμπούρα και μύτη λιγάκι στραβή, ο άλλος νεαρός ήταν ομορφότερος, τα μαλλιά του ήταν κοντά κι ατημέλητα, μαύρα με μπούκλες, είχε γυριστές βλεφαρίδες κοριτσίστικες και τα φρύδια του ήταν πυκνά. Ανάμεσα στα δύο αγόρια και στην Έλλη, μια γυναίκα με πλούσιους γλουτούς, μόνη, με topless, ξαπλωμένη ανάσκελα σε μια πολύχρωμη πετσέτα με φοινικιές και φρούτα τροπικά. Στον δεξιό αστράγαλο ήταν περασμένο ένα βραχιολάκι με κοχύλια και στο μικρό δάχτυλο του ποδιού ένα δαχτυλίδι γυάλιζε. Το καλοκαίρι έδειχνε την μεγαλοψυχία του, με κάτι από θεό στα κύτταρά του, όπως μια γυναίκα που αγαπά έναν άντρα, αυτός υποφέρει, μα εκείνη επιμένει να τον αγαπά.
Έβγαλε τα ρούχα, έβγαλε το μαγιό: πάνω και κάτω μέρος – έμεινε ολόγυμνη∙ «τώρα δεν λείπει τίποτα» είπε στον εαυτό της. Βούτηξε στο φιλόξενο νερό. Κολυμπούσε για ώρα πολλή, κοιτάζοντας πότε τον ουρανό με τη γαλάζια φορεσιά του, πότε τα βράχια με την αιώνια λιακάδα πέρα απ’ το χρόνο. Ήξερε πως έκανε το σωστό: όχι δεν ήταν άντρας αυτός, οι μελανιές δεν ήταν ζωγραφιές, τα δάκρυα δεν ήταν από μέλι∙ όχι δεν ήταν το σώμα της εκείνες τις μέρες: τα κλειστά παράθυρα, οι σκισμένες κουρτίνες, τα σπασμένα ποτήρια –φυλακές απογεύματα και βραδινά βαριά –αλυσίδες να σέρνει απ’ τα πόδια, λες και στις φλέβες της κυλούσε φόβος κι όχι αίμα, με ένα σφυγμό που ανέβαινε σαν πυρετός στο κεφάλι της. Τώρα μια σκέψη πέρασε απ’ το μυαλό της: η μεσήλικη γυναίκα στο απέναντι μπαλκόνι, τόσο πολύ την λυπόταν που κατέληξε να την απεχθάνεται, μια δυσφορία κάθε φορά που κοιτούσε την Έλλη πίσω απ’ τις κλειστές μπαλκονόπορτες. Η οργή της Έλλης – ένας διαρκής ίλιγγος, μια κατάβαση∙ την ψυχή της βάφτισε φυγή. Βγήκε με δύναμη στην επιφάνεια της θάλασσας.
Οι ώρες πέρασαν. Στον Ρακοπόταμο ο ήλιος παραχώρησε τη θέση του στο φεγγάρι. Ανάσκελα στην άμμο η Έλλη ανάσαινε το κίτρινο των αστεριών∙ ήταν όμορφη ανάμεσα στα βράχια, στον ουρανό και στη θάλασσα. Οι νεαροί και η γυναίκα χωρίς στηθόδεσμο έλειπαν από την παραλία. Σε αυτή την απόκοσμη σιωπή, έκλεισε μαλακά τα μάτια και κοιμήθηκε.
Το επόμενο πρωινό, μόλις ξεμύτιζε ο ήλιος και ο αέρας ήταν ακόμα φρέσκος, η Έλλη σηκώθηκε με μια απροσδιόριστη αισιοδοξία φτιαγμένη απ’ τα υλικά της αυγής. Άναψε τσιγάρο. Μικρές κοτρόνες κύλησαν απ’ την πλαγιά – θα ήταν καμιά σαύρα ή ακόμα και κανένας σκίουρος ή κάποιο φίδι. Η Έλλη κοιτούσε τη θάλασσα… κάπνιζε. Δεν σκεφτόταν την Αθήνα, την αλλαγή, ούτε την Λάρισα, δεν σκεφτόταν την κόρη της∙ έβλεπε μόνο το δικό της πρόσωπο – ένα στίγμα στον ουρανό, ένα σύννεφο – τα μάτια της ήταν υγρά, περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Έβγαλε από την τσάντα ένα ροδάκινο, το δάγκωσε… είχε γεύση τώρα. Το καταβρόχθισε σαν πεινασμένο σκυλί. Ήθελε να κολυμπήσει ξανά. Περπάτησε μέχρι τον μεγάλο βράχο στην άκρη της παραλίας – ήταν εννιά η ώρα. Για λίγο μόνο, μόνο για μερικά χτυπήματα της καρδιάς το αίμα της πάγωσε. Πίσω από τον μεγάλο βράχο, ένα γυναικείο σώμα κείτονταν νεκρό, με το κεφάλι πολτοποιημένο και την πλάτη γδαρμένη – έμοιαζε να πάλεψε για τη ζωή της. Η Έλλη θυμήθηκε τα δύο αγόρια και τη γυναίκα με το topless∙ ήταν αυτή μπροστά της, χωρίς ανάσα, χωρίς σφυγμό, χωρίς το επάνω μέρος από το μαγιό…
Άφησε πίσω τον μεγάλο βράχο, έκανε μια τελευταία βουτιά: ολόγυμνη, ολόκληρη, γεννημένη ξανά. Το απόγευμα ήταν στο Μεταξοχώρι. Η μικρή χύθηκε αμέσως στην αγκαλιά της. Εκείνο το βράδυ έφαγαν όλοι μαζί σαν πραγματική οικογένεια. Δεν ξέρω να σας πω αν έφυγαν τελικώς για την Αθήνα…
Ευθύμιος Λέντζας