Ήταν 12 το μεσημέρι δεύτερη Κυριακή της Αποκριάς
δυο μέρες μετά τη ξαφνική ανακοπή καρδιάς του θείου
κι εγώ κατηφορίζω σκυφτός την Πέτρου Ράλλη πλάι
στους άλλους μαυροντυμένους προχωρώντας προς το Τρίτο
νεκροταφείο ανάμεσα από νεαρούς μασκαρεμένους.
Κάποια στιγμή γυρίζω το κεφάλι και τη βλέπω πίσω μου
απορώντας πώς δεν την είχα προσέξει νωρίτερα
στην εκκλησία και λίγο μετά ξεσπά μια ξαφνική μπόρα
κι εγώ αυθόρμητα της προσφέρω την ομπρέλα μου
για να σπάσει η σιγανόφωνη κουβέντα μας τη βροντερή σιωπή.
Σιγά σιγά ανακαλύψαμε πως αυτή η συνάντηση
ήταν μια γνωριμία με συνεχείς αναβολές.
Ένας κοινός γνωστός που σκέφτηκε να μας φέρει κοντά και το αμέλησε.
Μια αμοιβαία πρόταση φιλίας στο φέισμπουκ που προσπεράσαμε.
Ίσως κάποιες βιαστικές ματιές μια Δευτέρα πρωί στο μετρό.
Όχι, δεν θα μπορούσαμε να το ξέρουμε
πως για τόσο καιρό
το βιβλίο της ζωής μας γραφόταν με τα εμπόδια
που ο καλός συγγραφέας βάζει στους ήρωές του
για να κάνει το σμίξιμό τους ενδιαφέρον.
Ώσπου πέρσι σαν σήμερα, μια Κυριακή
του Αγίου Βαλεντίνου βρεθήκαμε πάλι σκυθρωποί
και βουβοί, όπως τότε. Μέσα σε δυο χοντρές βαλίτσες
κατάφερε να χωρέσει τα πάντα- ρούχα, παπούτσια,
φωτογραφίες και βιβλία με αφιερώσεις…
Αλκυονίδες μέρες, ο ήλιος έλαμπε και στο δρόμο
χαρούμενα φώτα, τρυπημένες καρδιές,
αγκαλιασμένα ζευγάρια. Πάνω στους τοίχους ούτε ένα
κηδειόχαρτο. Λες κι εκείνη τη μέρα
δεν πέθανε κανείς.