Εξάρτηση, η | Πηνελόπη Ζαρδούκα

In Δοκίμιο, Λογοτεχνία, Πεζογραφία by mandragoras

 

 

 

Τί είμαστε αν όχι οι συνήθειες. Οι επαναλήψεις μες στη μέρα μας σε ιδέες, κινήσεις, κατανάλωση. Ακόμα και οι εκφράσεις μας στο πρόσωπο πιστοποιούν συνήθεις συναισθηματικές οικειότητες. Εξαρτήσεις του σώματος και της ψυχής μας υπενθυμίζουν εκείνες τις ανάγκες που μας θέτουν σε κίνηση αέναη προς κάτι και κάποιους. Το «είναι» μας, υπαναχωρεί σ’ ένα γνώριμο και ποθητό «έχειν», ανεπίστρεπτα και υστερόβουλα.

Αν και στα νέα ελληνικά η έννοια της εξάρτησης περιγράφει την αγκίστρωση από ουσίες και κακές συμπεριφορές, στο ηθικό ξεκαθάρισμα που προκύπτει, οι εθισμοί μας δεν τοποθετούνται σε προτιμητέους και απευκταίους πάντα. Το ήθος άλλωστε κατ’ Αριστοτέλη προκύπτει απ’ τη λέξη «έθος», οπότε η ηθική, ο χαρακτήρας μας, είναι αποτέλεσμα εθισμού, συνήθειας, συγκεντρώνοντας είτε καλά είτε κακά γνωρίσματα.

Συγκεκριμένα, οι εξαρτήσεις τείνουν να εννοιολογήσουν πέραν του δεσμού μας με την ύλη, τις αδιόρατες δεσμεύσεις του ανθρώπου σε πτυχές δυναμικής αλληλεπίδρασης με πρόσωπα, κοσμοθεωρίες, συναισθήματα. Προοδευτικά, αυτά που μας αρέσουν κυρίως και δεν μας δυσαρεστούν, με μια υποσυνείδητη υπόστρωση, χαρακτηρίζουν το επάγγελμα, τις παρέες, τα ταξίδια, τα αναγνώσματά μας.

Περαιτέρω, οι προεκτάσεις του εαυτού μας βρίσκονται σε διαρκή συσχέτιση με τις επιθυμίες που προκύπτουν μέσω των εθισμών μας. Η εσώτερη δικτύωση της ανάγκης μας με τη θέληση για ικανοποίηση, συνδιαμορφώνει την αισθητική στις επιλογές μας και εν τέλει τη ροπή μας σ’ όλα εκείνα κι εκείνους που επιζητούμε να ξαναβιώσουμε.

Κάποτε οι εξαρτήσεις μας περιγράφουν ακριβώς την προσωπικότητά μας, κι αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό αφού επιλέγουμε από κοινά μονοπάτια κοινωνικών συσχετίσεων, τον μέσο δρόμο του χαρακτήρα μας και των υπολοίπων κυρίως σύμφωνα με τις προτιμήσεις μας. Προ – τείνουμε σε συμπεριφορές δικές μας και των άλλων, εκείνες τις ιδιότητες που αναγνωρίζουμε κοινές. Προβάλλουμε στην επιθυμητή πληρότητα του εαυτού μας όλα εκείνα που νομίζουμε πως μας δίνουν κάποιο νόημα πέραν της ύπαρξής μας.

Ας μην ξεχνάμε πως η εξάρτηση προκύπτει ετυμολογικά από το ρήμα «εξαρτάω», «κρεμιέμαι» δηλαδή από κάπου. «Εθισμός» και «εξάρτηση» έχουν σχεδόν παρόμοια χρήση, όμως η σημασιολογική τους εκκίνηση είναι διαφορετική. Θα ήταν πιο σωστό να εξετάσουμε την αιτιακή τους διασύνδεση καθώς ο εθισμός είναι αυτός που ως μια επαναλαμβανόμενη συνθήκη μας οδηγεί ακολούθως στην κατάσταση της αγκίστρωσής μας, της εξάρτησης. Αυτή δημιουργεί νέες συνήθειες, νέο ήθος το οποίο διαιωνίζει μια ρουτίνα με παγιωμένες συμπεριφορές ανάλογες του χαρακτήρα μας, επομένως της ηθικής μας.

Θα λέγαμε πιο απλά πως οι εθισμοί έχουν σημείο αναφοράς τα γνωρίσματα της συμπεριφοράς του ανθρώπου ενώ οι εξαρτήσεις, δίνουν έμφαση στους εξωτερικούς παράγοντες από τους οποίους τείνουμε να «κρεμιόμαστε». Το αποτέλεσμα και στις δύο σημασίες των λέξεων είναι παρ’ όλα αυτά συναφές αφού προσβλέπουμε σε κάθε περίπτωση να διεκδικήσουμε αισθητηριακές και συναισθηματικές εμπειρίες τις οποίες δεν διαθέτουμε ως οντότητες, όμως έχουμε πειστεί πως τις χρειαζόμαστε για την σωματική και πνευματική μας ευημερία.

Συχνά επιλέγουμε συνειδητά αυτό που είθισται να επαναλαμβάνουμε με περιοδικότητα, να το έχουμε ως σημείο αναφοράς του εαυτού μας και να είναι αυτό που μας δρομολογεί μ’ έναν δικό του τρόπο στη δική του ουσία ύπαρξης. Μετατοπίζεται άρα η ανθρώπινη φύση μας από το κέντρο αναφοράς της σε ευρύτερα πεδία, πράγματα, ανθρώπους, καταστάσεις. Διαμορφώνουμε την πεποίθηση πως η πλησμονή των επιθυμιών μας επιτυγχάνεται κυρίως με την επανάληψη της κατάκτησης του ανικανοποίητου. Δυστυχώς σ’ αυτή την περίπτωση καταφάσκουμε στο γεγονός ότι βρίσκεται κάτι μονίμως έξω από μας το οποίο επενεργεί καταλυτικά στην επίτευξη της ευεξίας μας.

Επιπλέον, ο εθισμένος άνθρωπος αναγνωρίζεται από την ένταση της εξάρτησής του. Οι ατελέσφορες προσπάθειες που όλοι καταβάλλουμε ως προς την πλήρωση των αναγκών μας, κατασκευάζουν ένα σφοδρό δίλλημα μεταξύ της στέρησης και της απόλαυσης. Δεν υπάρχει κανένα σκάνδαλο στις ορέξεις μας, όταν αυτές εξασφαλίζουν την επιβίωση μας. Ίσως το μεμπτό να εγείρεται όταν αθέλητα θέλουμε, για να θέλουμε, γιατί ξέρουμε πως μπορούμε, όταν μπορούμε, να θελήσουμε. Ο φαύλος κύκλος του επιθυμητικού μας γιγαντώνεται και εκτοπίζει τη σύνεση του μέτρου απ’ όλα εκείνα που εισχωρούν ως νέες αναγκαιότητες.

Βέβαια, εθισμένοι είναι οι άνθρωποι που καλλιεργούν στερεότυπα αδυναμίας για τον εαυτό τους. Με την παραδοχή της ανολοκλήρωτης υπόστασης, της μέτριας βίωσης της χαράς, της κοινωνικής ένταξης και του σκοπού της ζωής, το άτομο εφευρίσκει τρόπους να αναζητά επίμονα κάτι πέρα και πάνω από το ίδιο. Τα πρότυπα της κοινωνικής επιτυχίας, οι ερωτικές σχέσεις, η οικογένεια, το εργασιακό περιβάλλον, μας πείθουν ότι χρειαζόμαστε κάτι το επιπλέον, ο καπιταλισμός μας εκπαιδεύει να τυποποιούμε τις αγοραστικές μας συνήθειες όπως τα προϊόντα που αγοράζουμε είτε για τις πραγματικές είτε για τις επινοημένες μας ανάγκες. Εξαρτημένος άλλωστε σ’ αυτό το οικονομικοκοινωνικό σύστημα δεν υπήρξε ποτέ κανείς με τον εαυτό του και μόνο.

Από την άλλη, οι χρηστικές επαναλήψεις συνήθως δεν μας κουράζουν. Στην περίπτωση που κουράζουν τους γύρω μας, τότε δεν το λαμβάνουμε υπόψη. Η λογική επικάθεται ως πάχνη στο στιβαρό οικοδόμημα του επιθυμείν και περιγράφει ετεροχρονισμένα αυτό που ήδη υπάρχει και λειτουργεί σχεδόν αυτόνομα. Ο συνειδητός εαυτός υπαναχωρεί στην ανυπέρβλητη ανάγκη της πλήρωσης ενός πάθους διακαούς. Ιδιαιτέρως, από την κραιπάλη που διαφθείρει τον νου έως την λελογισμένη παραδοχή του εθισμού μας για το – τον άλλο, εξαρτιόμαστε ενίοτε για να αποδιώξουμε τον μύχιο πόνο, σωματικό και ψυχολογικό, υπαρξιακό.

Επιπρόσθετα, θέλουμε να είμαστε αρεστοί, να μετέχουμε σε μια ευρύτερη κοινωνική χρήση και κατάχρηση πραγμάτων, υποδηλώνοντας πως συντονιζόμαστε με την παγκόσμια ταυτότητα μιας γενιάς που μας γαλούχησε. Η ψηφιακή τεχνολογία, η διατροφή, η διασκέδαση περιστρέφονται διαρκώς σε μια ατέρμονη κοινωνική δέσμευση του εαυτού μας με το περιβάλλον του. Ετεροπροσδιοριζόμαστε από την ύλη που ποθεί να μπει στο μυαλό και στην καρδιά μας προοδευτικά και εν μέρει ασυνείδητα. Αφομοιωνόμαστε λίγο- πολύ από τον περίγυρο σύμφωνα με τις συνήθειες που υιοθετούμε στην προσωπική μας ζωή.

Σαφέστερα ο χαρακτήρας μας περιγράφεται απ’ όλα εκείνα που εκδηλώνουμε ως τάσεις αντίληψης και συμπεριφοράς. Προτιμήσεις σε ζωή και αισθήματα που πολλές φορές δεν μπορούμε να αιτιολογήσουμε γιατί τις επιλέξαμε, αδιερεύνητα προκύπτουν στο παρόν μας. Όταν επιστρατεύουμε τη λογική μας για να εξηγήσουμε το «γιατί», τότε τα επιχειρήματα ασθενούν. Οι αρεσκείες μας μπερδεύονται με την οικεία μας έκθεση σ’ αυτό που τυγχάνει να επιλέγουμε ξανά και ξανά. Προβάλλουμε τις επιθυμίες μας σε υλικές υπάρξεις ή άυλες αντίστοιχα εφευρίσκοντας το αναπόδραστο και το μοιραίο. Επιθυμούμε να υπερκεράσουμε τις αδυναμίες μας μέσω μιας ρουτίνας σε συναισθήματα, τροφές, συντρόφους, οικονομικές απολαβές. Δονείται το θυμικό μας σ’ αυτή τη δέσμευση της χρείας. Και διαμορφώνεται.

Στην ποιητική συλλογή της Ελένης Βελέντζα με τίτλο «Το φίλημα του ήλιου», εκδ. Σμίλη 2019, στο ποίημα με τίτλο «Μην υπομείνεις», η ποιήτρια διερευνά τις έννοιες της επιθυμίας σε εξάρτηση με τον εαυτό. «Γίνονταν όλα φυλακή, κάποτε το ξημέρωμα./ Γίνονταν μια αχόρταγη αλήθεια/ όπως εκείνες που πάντα ακολουθούν/ τις πράξεις επικράτησης./ Η επιθυμία/ στα χέρια των αδύναμων/ παίρνει μορφή./ Τρέπεται σε μια πρόβλεψη του μέλλοντος/ ανώδυνη, σαν όλες τις προβλέψεις./ Γιατί είναι –αχ- δύσκολο να δράσεις./ Κι εύκολο/ τόσο εύκολο/ τον εαυτό σου να υπομείνεις.» Ο αβίαστος ειρμός των «πράξεων επικράτησης» που πρεσβεύουν την «αλήθεια» για την ποιήτρια, έρχεται σε μια αθέατη αντιπαραβολή με τις «επιθυμίες» οι οποίες σχηματοποιούνται στα «χέρια» των «αδύναμων». Ως αποτέλεσμα, οι ποιήτρια καταλήγει πως «είναι δύσκολο να δράσεις», να επενεργήσεις στις επιθυμίες σου, καθώς πιο εύκολα μπορεί κανείς να «υπομείνει» τον εαυτό του προβλέποντας ένα «μέλλον» απαράλαχτο, «ανώδυνο» κατά τα άλλα. Το επίθετο «αχόρταγη» που προσδιορίζει την «αλήθεια» στον πρώτο στίχο του ποιήματος, μεγεθύνει την αδυσώπητη στιγμή κατά την οποία η συνειδητοποίηση του υποκειμένου έρχεται ενάντια στις «φυλακές» που ορθώνει και ζει μέσα τους, «φυλακές» που κάλλιστα μπορούν να εννοιοδοτήσουν τους αυτοπεριορισμούς της ρουτίνας μιας ζωής αγκιστρώσεων σε «αδυναμίες». Προηγουμένως, στη σελίδα 40 της συλλογής, στο ποίημα «Το σώμα πέφτει», η ποιήτρια αναφέρει πως «Το σώμα πέφτει./ Από τους ήχους του βουνού/ μες στις οσμές των ζώων./ Αναπόφευκτα./ Τι όμορφα που ακούγεται/ η ελέω μοίρας μη αποφυγή/ μιας δίκαιης ευτυχίας./ Το ανέμισμα μιας θλίψης ζωικής/ μέσα στις λέξεις./ Το σώμα/ Το σώμα πέφτει.» Το επίρρημα «αναπόφευκτα» λειτουργεί ως νοηματικός φάρος στη συνοχή ολόκληρου του ποιήματος καθώς «το σώμα» για την ποιήτρια είναι η μοιραία συνθήκη ύπαρξης που κανείς δεν μπορεί να αποποιηθεί. Κυρίως μας τονίζει πως η «μη αποφυγή» της «όμορφης» πτώσης του σώματος, της θνητής μας υπόστασης, δρομολογεί μια «δίκαιη ευτυχία» που όμως ταυτόχρονα δεν παύει να κυοφορεί τη «ζωική θλίψη». Οι «λέξεις» για την ποιήτρια συγκρατούν τη σημασία του σώματος αυτού ως το αφήγημα της «ελέω μοίρας» του, του πεπερασμένου στις αποφάσεις και στις εκδηλώσεις του. Αν και ο άνθρωπος συλλογίζεται με τον λόγο, παρ’ όλα αυτά δεν παύει να παραμένει ένα «ζώο», έρμαιο των αναγκών του.

Αν μη τι άλλο, επιζητούμε και θέλουμε επανειλημμένα. Υπάρχουμε για να επιβεβαιώνεται η ηθική ταλάντευση στο αναγκαίο και στο περιττό. Ας ξεκαθαρίσουμε πως με την έννοια της εξάρτησης τονίζεται το μέτρο της μη κατοχής αυτού που επιθυμείται. Στερούμαστε ανθρώπους, μνήμες, ηδονές μόνο στην περίπτωση που θέτουμε τους εαυτούς μας σε συνεχή δράση επανεξεύρεσής τους. Η ματαίωση που επέρχεται όταν μένει ακόρεστη η επιθυμία μας, γιγαντώνει στην εξαρτημένη μας ψυχή τη διαπροσωπική ευθραυστότητα. 

Στην ποιητική συλλογή «Άδηλον Τραύμα» της Ελένης Λιντζαροπούλου από τις εκδόσεις Αρμός 2019, το ποίημα με τίτλο «Κρακ», μεταθέτει την ηχοποιητή λέξη σε μια συνθήκη που για την ποιήτρια λειτουργεί διερευνητικά προς το χρόνο και την καθημερινή εναλλαγή της απόκτησης – αποσκίρτησης – εξεύρεσης. Συγκεκριμένα το ποίημα αναφέρει πως «Ράντισα την γλώσσα μου με λέξεις αρμυρές/ Σε αναζήτησα στην σιωπή/ Ξαφνικά ένας ήχος ραγίσματος/ Μετατόπισε το χθες στην επικράτεια της απουσίας/ Σε απασχολεί η ρωγμή, πολύ σε απασχολεί/ Είναι αδύνατον να μοιραστείς την αδυναμία/ Μοιράζεσαι ό, τι γνωρίζεις ότι έχεις». Οι ανθρώπινη προβληματική της επανάληψης σε ματαιώσεις αναφέρεται ρητά από την ποιήτρια ως «αδυναμία» και ως αφετηρία τελικά να «μοιράζεσαι» όλα εκείνα που «γνωρίζεις ότι έχεις». Η «σιωπή» στο ποίημα αισθητοποιεί την «απουσία» ως την «επικράτεια» που σαν «ρωγμή» τείνει να «απασχολεί» εμφατικά το πρόσωπο στο οποίο αναφέρεται το ποιητικό υποκείμενο. «Μας απασχολεί η ρωγμή», η θνητότητα με την οποία διαχειριζόμαστε τη ζωή μας σε συνδιαλλαγή με την ύλη που σπάει, στο μέτρο που ενδίδουμε στις καθημερινές μας εξαρτήσεις. Η μοιρασιά ως σημασιολογικό απότοκο της μοίρας, διαχωρίζει τον «ήχο ραγίσματος» σε μέρη τρωτά του εαυτού μας. Η ανάγκη μας τονίζει το ελλιπές του χαρακτήρα μας στην επανάληψη της κατάκτησης εκείνου που αν και το θέλουμε, το απευχόμαστε ως κάτι το φθοροποιό.

Αναντίρρητα, ο τόπος και ο χρόνος προβολής του εθίζεσθαι χαρακτηρίζει αμετάκλητα το ποιόν μας. Δεν είναι λίγες οι φορές που εκθέτουμε επικίνδυνα τα όνειρά μας σε περιπτώσεις καταναλωτικής βοράς της σάρκας μας. Γιατί αυτοαναλισκόμαστε στην προσπάθειά μας να κορέσουμε τις ορέξεις μας. Η συνήθεια λαμβάνει διαστάσεις οντότητας έμψυχης που επιθυμεί η ίδια για μας, γεύεται η ίδια για μας, ζει η ίδια τη ζωή μας. Η εξάρτηση γίνεται το σώμα μας κι εμείς η σκιά του.

 Στην ποιητική συλλογή «Το δόντι που δακρύζει» της Πελαγίας Φυτοπούλου, εκδ. Ενύπνιο 2019, το εναρκτήριο δίστιχο του ποιήματος «Η αυτοκρατορία της κοιλιάς» είναι ενδεικτικό. Χαρακτηριστικά στο ποίημα αναφέρεται πως: «Πεινάω/ Σημαίνει σε σκέφτομαι/ Σε σκέφτομαι/ Σημαίνει/ Γίνομαι παιδί/ Γυρίζω πίσω/ Στην κοιλιά σου/ Όπου πρωκτός και στόμα/ Αδιαφορούν για την πρωτιά/ Κολυμπάω στη χαβούζα της αγάπης/ Μια πισίνα γεμάτη υπόσχεση/ Ντράγκια και χύσια/ Εκεί δολοφονείς τους εραστές σου/ Εκεί βρίσκω μεροκάματο/ Κάνω μικρεμπόριο οργάνων/ Ελέγχω εισόδους και εξόδους/ Η Κολομβία με αποθεώνει/ Το ίδιο και οι Ηνωμένες Πολιτείες/ Είμαι Αυτοκράτωρ/ Ο Αυτοκράτωρ της κοιλιάς». Η πείνα, η ανάγκη, κάνει ξανά «παιδί» την ποιήτρια τοποθετώντας την σε ένα εξελικτικό στάδιο σχεδόν προ- λογικό. «Γυρίζει πίσω» σε μια εμβρυακή κατάσταση ύπαρξης η οποία αντανακλάται μέσα στον άλλο. Οι επιθυμίες του σώματος συμβολίζονται με τις αγοραίες λέξεις «ντράγκια και χύσια», θίγοντας τον εθισμό σε ουσίες και στην ερωτική αυτοαναφορικότητα ως τον δούρειο ίππο μιας άλλης προβληματικής. Είναι η «υπόσχεση» η οποία υποδηλώνει τη βαθύτερη επιθυμία συσχέτισης με τον συνάνθρωπο, μέσα στην απάνθρωπη αποθέωση της υλιστικής κατανάλωσης που «δολοφονεί» τελικά τους «εραστές». Το σώμα του άλλου για την ποιήτρια μεταμορφώνεται σε ένα τοπίο απ’ όπου εκείνη διυλίζει την ύπαρξή της μέσα και έξω, μετακινώντας «όργανα» και αυτοαναγορεύοντας τον εαυτό της «Αυτοκράτωρ». Η ειρωνική μάλλον διάθεση αυτού του επιτιμητικού τίτλου διαφαίνεται από τη γενική αντικειμενική «της κοιλιάς», αφού τελικά το ποιητικό υποκείμενο καταφέρνει να εξουσιάσει μόνο την όρεξή του και τίποτα άλλο. Κυοφορείται ένα νόημα συντριπτικό για την ποιήτρια και για μας στη θέαση αυτής της κατάστασης. Η κοιλιά τίκτει το παιδί, τη θέληση, το ασυνείδητο, τη λαγνεία, σαν μια άλλη ήπειρο όπου η «Κολομβία» και οι «Ηνωμένες Πολιτείες» ανατροφοδοτούν ένα σύστημα παραγωγής και κατανάλωσης σε διαρκή εξαρτητική σχέση ναρκωτικής δοσοληψίας. Τα σύνορα των χωρών έρχονται να χαράξουν στο δικό μας υποσυνείδητο μια στρεβλή εθιστική κατάχρηση. Επιζητούμε με τη σειρά μας την ικανοποίηση εκείνων των επιθυμιών που προκύπτουν από πράγματα που μας κάνουν ενίοτε να νιώθουμε παντοδύναμοι μέσα στην αδυναμία μας. Διατρανώνουμε την επίπλαστη αφθαρσία μας με τη διαλυτική συνέργεια των ουσιών και των προσώπων που μας πουλούν αθανασία σε ένα «μικρεμπόριο» ζωής και αναξιοπρέπειας.

Κι όμως, δε θεωρούμε τις δυνατότητες εκπλήρωσης των εξαρτήσεών μας ως κάτι το ευτελές και το ποταπό. Μακάρι να ήταν μόνο η ύλη αυτή που να καθορίζει τη φύση μας και μόνο. Οι σκέψεις, οι προβληματισμοί μας πάνω σε περιστάσεις εθίζουν περισσότερο και προοδευτικά το λογικό μας μέρος στο παράλογο. Γεννιούνται τότε εικόνες καινοφανείς που συναρπάζουν τη φαντασία μας για μια διαφορετική εκδοχή του εαυτού μας.

Στη συλλογική ποιητική συλλογή «Πεντάσημον» των Γιώργου Βαρθαλίτη, Θεοδόση Βολκώφ, Αλέξανδρου Κορδά, Χάρη Ψαρρά και Δημήτρη Κοσμόπουλου, εκδ. Σμίλη 2020, βρίσκουμε το ποίημα του Χάρη Ψαρρά «Εσωτερικό δίκτυο» ως έναν χάρτη αναδρομολόγησης του συνειδητού σε εξάρτηση με το ασυνείδητο. Ο ποιητής γράφει πως «Ο ρινόκερος έχει κάλλος ιδιόμορφο./ Σκέψου, το δέρμα της/ σαν φίδι αλλάζει η νύχτα,/ όταν πέφτει στις αρτηρίες της πόλης./ Ο ουρανός από το μαύρο γυρίζει στο βαθύ πορτοκαλί./ Φωταγωγημένοι δρόμοι. Γύψος/ ασφάλτου στα κατάγματα της γης./ Σε φτηνό ξενοδοχείο η Τερέζα/ γδύνεται για τρίτη φορά σε μιάν ώρα./ Συλλογίζεται πόσες γυναίκες έχουν/ το δικό της όνομα. Και πόσες έχουν άλλο./ Έπειτα ο νους της πάει στην πράξη της διαίρεσης./ Κατόπιν στην ηλικία των απολιθωμένων δασών.» Τα ρήματα «αλλάζει», «γδύνεται» και «συλλογίζεται» του ποιήματος αποτελούν τη νοητή ραχοκοκαλιά μιας έντονης δράσης μέσα σε «ιδιόμορφα» όμορφες εικόνες. Η «πόλη», η «Τερέζα», ο «ρινόκερος», ο «ουρανός», το «όνομα» και τα «δάση» με παραβολική δύναμη μας αφηγούνται τον αισθητικό οραματισμό του ποιητή σε υπερρεαλιστικό σκηνικό. Ο συλλογισμός της γυναίκας μέσα στην επαναληπτική της ρουτίνα, μεγεθύνει την υπαρξιακή αβεβαιότητα της ταυτότητάς της. «Συλλογίζεται πόσες γυναίκες έχουν/ το δικό της όνομα», καθώς εκείνη με χρηστικό τρόπο ανταλλάσσει τον έρωτά της σε «φτηνό ξενοδοχείο». Μοιάζει «απολιθωμένη» η ίδια, άρρωστη, σε «γύψο» αφού η συνείδησή της δεν καθαγιάζεται από καμία λύση στα δεσμά της αγοραίας διαμοίρασης του κορμιού της. Η «Τερέζα» μπορεί να είναι η «πόλη», η «πόλη» μπορεί να είναι ένας «ρινόκερος», ένα άλογο πλάσμα που μέσα στις λάσπες και τη ρυπαρή του φυσιογνωμία, διακατέχεται από ένα «κάλλος» αναίτιο και μυστηριακό. Επιπλέον, η εξάρτηση του θηριώδους στις ερωτικές μας ανάγκες αντανακλάται «στην πράξη της διαίρεσης» των πολλαπλών υποκειμένων με τα οποία ερχόμαστε περιοδικά σε σαρκική επαφή. Ποθούμε να κατοικήσουμε σώματα αλλονών μέσα από την ερωτική ηδονή αναπαράγοντας ξανά και ξανά τους εαυτούς μας, προβάλλοντας στους άλλους τη δική μας επιβεβαίωση της ζωώδους ικανοποίησης. Κάποτε η πράξη του έρωτα μας εξαρτά εθιστικά από την ίδια την ανάγκη της ερωτικής συνεύρεσης για να αντιπαλέψουμε την υπαρξιακή μας συρρίκνωση. Ίσως το ίδιο να συμβαίνει και με την Τερέζα. Και με την πόλη.

Νομίζουμε ότι είμαστε οι συνήθειες. Πόσο εξαρτημένοι όμως γινόμαστε απ’ τα βιώματά μας δεν το μαθαίνουμε εύκολα. Ακόμα, εθιζόμαστε σταδιακά σε συμπεριφορές που ενέχουν επικοινωνία, πόση και κατάποση γιατί πολύ απλά δεν μας φαίνεται αρκετή η ζωή που διάγουμε ως έχει. Διανθίζουμε τις επιθυμίες μας με κίνητρα εμπειριών που ενσταλάζουν μέσα μας το αδιάλειπτο της επανάληψης. Για παράδειγμα, οι συνήθειες του καπνίσματος, του τζόγου, της υπερφαγίας, του ερωτικού ανικανοποίητου, θρέφουν την αδρεναλίνη της έξαψης για μια στιγμή και για πολλές στιγμές ακόμα. Νικάμε ίσως στη σκέψη μας τον θάνατο νιώθοντας ζωντανοί και κρουστοί όταν θα ξαναζήσουμε αυτό που λειτουργεί «θεραπευτικά» στο θυμικό μας. Ικανοποιούμαστε με τη σκέψη πως κατακτούμε κάτι απ’ όλα αυτά που υπάρχουν γύρω μας, μιας και θα του προσδώσουμε μέρος της ταυτότητάς μας, ουσία απ’ την ουσία μας.

Σ’ αυτό το σημείο, αξιοπρόσεχτη είναι η αναφορά του Αριστοτέλη στα «Ηθικά Νικομάχεια» [1103a] ως προς την ποιότητα διαμόρφωσης του χαρακτήρα μας. Ο φιλόσοφος αναφέρει πως «οὐδεμία τῶν ἠθικῶν ἀρετῶν φύσει ἡμῖν ἐγγίνεται», δηλαδή ότι καμιά ηθική αρετή δεν υπάρχει μέσα μας εκ φύσεως και συνεχίζει πως «οὐθὲν γὰρ τῶν φύσει ὄντων ἄλλως ἐθίζεται» ,ότι δεν υπάρχει πράγμα εφοδιασμένο από τη φύση με κάποιες ιδιότητες, που να μπορείς να το συνηθίσεις να αποκτήσει άλλες ιδιότητες. Το σκεπτικό του εδώ εναλλάσσεται μεταξύ προδιάθεσης και εγκατεστημένης συμπεριφοράς για τον άνθρωπο, στην προσπάθεια εξεύρεσης της πολυπόθητης αρετής του χαρακτήρα του. Διαχρονικά, η επίμονη προσπάθεια να ολοκληρωθούμε ως προσωπικότητες προσκρούει σε τάσεις επανάληψης όλων αυτών των συμπεριφορών που και ο Αριστοτέλης διέκρινε πως αν δεν τις κουβαλούμε εξ αρχής στην ψυχή μας, τότε θα παραμένουν αλλότριες και περιττές.

Επομένως, νομίζουμε ότι χρειαζόμαστε συνήθειες. Θέλουμε να νομίζουμε ότι έχουμε ανάγκες γιατί όντως έχουμε και οφείλουμε να τις ικανοποιούμε. Με καλλιεργημένη την κοινωνική ηθική μας, διερχόμαστε επίμονα από καθημερινούς εθισμούς εμφανώς ή αφανώς επιλεγμένους ως σωστούς και αρεστούς. Ο μηχανισμός της εξάρτησης περιγράφει τη σύνθετη συνθήκη της ορμής για την επικράτηση του συνηθισμένου. Το κατά πόσο είναι οι εκάστοτε συνήθειες ταιριαστές για εμάς, ο χρόνος συνήθως το αποδεικνύει έμπρακτα με βάση την ποιότητα που προσδοκούμε για τον βίο μας. Οφείλουμε μόνο να προσέξουμε από τί και από ποιούς τελικώς εξαρτιόμαστε γιατί μ’ αυτό τον τρόπο δείχνουμε προς τα έξω τις εγγενείς ατέλειές μας. Κι αυτό δύσκολα να το συνηθίσει κανείς.

Πηνελόπη Ζαρδούκα, φιλόλογος & ποιήτρια