«Εν αρχή ην η Ποίησις Και μετά η γλώσσα
Ύστερα έρχεται το αίσθημα»
Αυτό το ξεκαθαρίζω ευθύς εξαρχής, όχι για να ζητήσω την επιείκεια για τα κείμενα αυτά καθαυτά, (ουδεμία επιείκεια μου πρέπει. είμαι οπαδός της άτεγκτης αυστηρότητας. φταίω; πληρώνω, τελεία και παύλα) αλλά για να βάλω τα πράγματα στο ράφι τους.
Αν είσαι αυστηρός με τον εαυτό σου, δικαιούσαι να είσαι αυστηρός με τους άλλους, διαφορετικά είσαι άδικος και η αυστηρότητα είναι πόζα. Την κρίση σου για τους άλλους θα την εκφράζεις με νοτισμένη από επιείκεια αυστηρότητα. δεν χάθηκε ο κόσμος από μια χασμωδία, αλλά από μια εικόνα ή σκέψη κοινότοπη, από ένα «τι». μπορεί να είναι σκόπιμο, δες το καλή τη πίστει και κρίσει. Το αίσθημα δικαίου γίνεται πιο ηθικό και αρμονικό με δυο κόμπους επιείκειας. Εσύ, όμως, για σένα άτεγκτος.
Τόση ελευθερία μέσα στην καρδιά της αυστηρότητας; Μάλιστα. Κι όποιος το καταλαβαίνει. Οι άλλοι ας παν να χαθούν. ναι, η αυστηρότητα ε ελευθερώνει ακόμα και σήμερα. Και η δυσκολία. Να μην ξεχνώ τα νόμιμα σκόπιμα εμπόδια ποτέ. Η αυστηρότης και το δύσκολον. [Έτσι χωρίς σημείον στίξεως]
Είμαι άτακτος και είναι πράγματι αταξία να είσαι μαθητής στο γυμνάσιο αρρένων της ποίησης και αντί να παρακολουθείς με συνέπεια τα μαθήματα της τέχνης σου, να κάνεις κοπάνα και να πηγαίνεις στο διπλανό μικτό γυμνάσιο, να σκαρφαλώνεις στον μαντρότοιχο και να παρατηρείς δοκίμια, μελέτες και κορίτσια, εν γένει χειροπιαστό πεζό λόγο.
Πρέπει βέβαια να απαντήσω και στο ερώτημα πώς έμπλεξα με τα ποιήματα. Θα φανεί αστείο αλλά με εισήγαγε στην ποίηση το σαιξπηρικό δράμα «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» και μάλιστα στα παιδικά κλασσικά εικονογραφημένα της Άγκυρας. Μετά αναζήτησα το έργο σε βιβλίο που να περιέχει όλα τα λόγια κι έτσι η μετάφραση Ρώτα-Δαμιανάκου έγινε η Αγία Γραφή μου. Φαίνεται πως είχα κλίσει προς την ποίηση, αλλά δεν μπορώ να εξηγήσω γιατί δεν με έβαλε στο παιχνίδι ο Όμηρος, η Σαπφώ ή ο Σολωμός. Μετά διάβαζα μόνο τα ποιήματα του Αναγνωστικού.
Κάπως έτσι έρχεται ιστορικά πρώτα η ποίηση, μετά γ γλώσσα, τέλος το αίσθημα.
Διάβαζα το λεξικό από το Α, μέχρι να μην θέλω άλλο, μέχρι το Θ, ας πούμε, την άλλη μέρα από το Α μέχρι το Λ, την τρίτη ανάποδα από το Ω μέχρι το Ρ. Με τρέλαιναν τα συνώνυμα, τα αντίθετα, τα ομόηχα κλπ.
Από γραμματική και συντακτικό διάβαζα συχνά και το μάθημα της ημέρας αλλά και τα μαθήματα που είχαν προηγηθεί και αυτά που θα διδασκόντουσαν τον επόμενο μήνα.
Από τη γραμματική μου άρεσαν τα κεφάλαια:
περί φθόγγων [όσα παριστάνονταν στα ορατά σημάδια που ονομάζονται φωνήεντα και δίφθογγοι. Πράγματι στάθηκα τυχερός να γράφω με 26 φωνήεντα].
γραμμάτων, [Αλλά και από τα σύμφωνα μου αρέσουν ορισμένα , τα οποία φανταζόμουν φωνήεντα. τόσο ευκρινείς, γλυκείς και μουσικά λείοι ήχοι: λ, ρ, μ, ν (α’ τάξεως) φ, χ, πλ, σλ, (β’ τάξεως)].
τα ονόματα ουσιαστικά θηλυκού γένους, κύρια (Άννα, Μαρία, Ελευθερία, ανεξαρτησία [το «ξ» της δεν μου άρεσε]),
τα επίθετα χρώματος,
τα ρήματα (αγαπάω-ω, λέγω, γράφω, βλέπω, ακούω) και τα επιρρήματα.το συντακτικό ολόκληρο γιατί από τότε, ακούσια και ασυναίσθητα μεν, με εισήγαγε στον Λόγο. Μου τη σβούριζαν οι αντωνυμίες και τα αριθμητικά.
Νιώθω τυχερός και υπερήφανος γιατί ως πρότυπη προφορά «λογαριάζεται» σήμερα η αθηναϊκή, θεμελιωμένη προπάντων στην προφορά του «πελοποννησιακού ιδιώματος»
Ο πρώτος ήχος και σύμπλεγμα φθόγγων του πρώτου ανθρώπου προήλθε από τον εμετό του. Μετά έβαλε τα γέλια και ύμνησε, ύστερα τα κλάματα και μοιρολόγησε. Ατελείς ύμνοι ακαταλαβίστικοι και μοιρολόγια. με περισσότερους ήχους και σύμφωνα, μέχρι που ανακάλυψε τα φωνήεντα. Τότε γεννιέται η ποίηση. Για την γλώσσα είχε άγνοια συνεννοείτο με την γυναίκα του με χειρονομίες, κραυγές και τραγούδια. Ο άνθρωπος από το ποίημα του ,Ελαφιού» πήρε το ελάφι και το έβαλε στο λεξικό. Εν αρχή ήταν η ποίηση και μετά η γλώσσα.
Στην αρχή ένα άγνωστο ζώο, το πήρε ο ποιητής και το έκανε «ελάφι», μουσικό ημιτόνιο πέντε φωνηέντων, το τραγούδησε, πείτε δέκα φορές τη λέξη «ελάφι» με τα όργανα γλωσσίδι και χείλη, και θα με δικαιώσετε. Το ελάφι λοιπόν πρώτα ήταν μουσική (τέχνη, υποσύνολο της ποιητικής τέχνης) και μετά έγινε λήμμα (γλώσσα).
Γι’ αυτά που λέω εδώ έχω αποφασίσει. δηλαδή δεν αλλάζω γνώμη και τα καταγράφω.
Λάμπρος Σπυριούνης
Λάμπρος Σπυριούνης «Εν αρχή ην η Ποίησις»
…ποιήματα ήθελα να γράψω από μικρός και καλά ποιήματα θέλω να γράψω ακόμη και σήμερα. ποιήματα διάβαζα και την ποίηση φανταζόμουν στον ξύπνιο μου και πάλι ποιήματα, στίχοι, αποσπάσματα ερχόντουσαν στα όνειρά μου.
Εάν λείπει κάτι στον απλό άνθρωπο τότε αυτός έχει αποκτήσει μια κάποια διαταραχή ευθέως (ή αντιστρόφως) ανάλογη της ελλείψεώς του, φανερή ή κρυφή. Στον ποιητή κι αν υπάρχει αυτή η έλλειψη δεν φαίνεται γιατί είναι ένα από τα ωθούντα αίτια στην διαδρομή προς την τέχνη. Ο ποιητής είναι και αυτός ένας άνθρωπος με διαταραχή η οποία προέρχεται βασικά από κάτι τι πλεονασματικό. Το πλεονασματικό είναι το «άλλο», νιώθει το «άλλο» που δεν νιώθει ο απλός άνθρωπος, βλέπει κι ακούει την κρυφή και ανείπωτη πλευρά των πραγμάτων. Βέβαια κάποιες στιγμές δεν βλέπει τα φανερά και δεν ακούει τα κραυγαλέα. Πράγματι ο ποιητής είναι μια διαταραγμένη προσωπικότητα.
Λάμπρος Σπυριούνης
Κάθε φορά που ξεκινώ ένα κείμενο – έχουν προηγηθεί αναλυτικά σχεδιαγράμματα σκέψης που πάντοτε χάνονται αύτανδρα στη μνήμη– με πιάνει πανικός μπρος σε ένα άδειο έγγραφο word, που δεν είμαι της άποψης ότι πρέπει ντε και καλά να γεμίσω: όσα περισσότερα γράφονται και αναρτώνται τόσα περισσότερα θα χαθούν απαρατήρητα. Κι επειδή η ζωή είναι μια πολύ αστεία υπόθεση [όπως το ίδιο τυχαία στιγμή είναι το κάθε έργο στην τέχνη] για να τις παίρνει κανείς στα σοβαρά, κι επειδή μακριά από μας οι διδαχές, η πανσοφία και η στόφα των αναλώσιμων/μεγαλόσχημων συγγραφέων κι επειδή τον αναγνώστη δεν ενδιαφέρουν οι αγωνίες [και οι γνωριμίες] αλλά το αποτέλεσμα, είμαι υποχρεωμένος να ολοκληρώσω τον επίλογο ανιχνεύοντας την ουσία του έργου και της παρουσίας στα γράμματα [και όχι μόνον] του Λάμπρου Σπυριούνη, μέσα από τα χειρόγραφα και τα βιβλία του.
Γι’ αυτούς που η αγωνία περισσότερο παρά η ουσία της ποίησης [ο πραγματικός ποιητής αποφεύγει τις βεβαιότητες αφήνοντας τον χρόνο κριτή του έργου] ταυτίζεται με την [αγωνία στη] ζωή, δεν μπορεί παρά να εμπλέκουν την μεν στη δε. Περισσότερο λόγια το διατυπώνει ο Βαγενάς: «Η ποίηση δεν είναι ούτε μέσο ούτε σκοπός.» Δεν θα συμφωνούσε ο Λάμπρος αλλά δυστυχώς δεν μπορούμε να το συζητήσουμε.
Κάνει όμως κι έναν διαχωρισμό ο Βαγενάς που σηκώνει συζήτηση, μολονότι έρχεται προς στιγμή το «κυρίως» να σε αφοπλίσει: «Με την μη ποιητική γλώσσα εκφράζουμε κυρίως σκέψεις. Με την ποιητική γλώσσα εκφράζουμε κυρίως αισθήματα». Θα έλεγα πως συχνά για πολλούς και συνειδητά ή πηγαία/αυθόρμητα, ο διαχωρισμός δεν υφίσταται. Και σε αυτούς περιλαμβάνω τον Λάμπρο.
Ίσως τα λίγα αυτοβιογραφικά στιγμιότυπα που επιλέγουμε να παρουσιάσουμε, μέσα από το αρχείο του Λ.Σπ. και τα οποία κατά τα φαινόμενα συντάχθηκαν προς το τέλος της ζωής του –σκόρπια μεν αλλά διόλου τυχαία και ποιητικώ τω τρόπω συντεθειμένα βλ. παρηχήσεις, μέτρο, ρυθμό κλπ– να αναδεικνύουν και την ποιητική διαδικασία/μυσταγωγία που ακολουθούσε.
Τρεις για την ώρα φάκελοι χωρισμένοι σε πολλές υποενότητες, με διαχωριστικά συνήθως πολύχρωμες σελίδες διαφημιστικών φυλλαδίων ή μηνιαίων περιοδικών lifestyle, (σπάνια αποκόμματα από λογοτεχνικές σελίδες εφημερίδων), όπου εκ πρώτης όψεως δεν [συ]σχετίζονται με το περιεχόμενο του ποιήματος μήτε αποτελούσαν το έναυσμα της γραφής. μέσα τους ταξινομούνται μικρά χαρτιά, και ψηφοδέλτια που του ξέμεναν από τις εποχές που ήταν δικαστικός αντιπρόσωπος, εν είδει καρτελών ευρετηρίου όπου με ευκρινή καλλιγραφικά γράμματα γράφονται και ξαναγράφονται και ξαναξαναξαναγράφονται με μπλε/μαύρο/ενίοτε κόκκινο μπικ ποιήματα, διορθώσεις, εναλλακτικές λέξεις/φράσεις, πλήθος παραπομπών, αριθμούνται στίχοι και συλλαβές, εντοπίζεται το μέτρο: ίαμβος και ανάπαιστος συνήθως: αρχαιοελληνικό στιχουργικό μέτρο (τρόπος απαγγελίας της ποίησης), ο μεν δισύλλαβος με βραχεία και μακρά συλλαβή υ – τονισμένη η δεύτερη, ο δε τρισύλλαβος (βλ. παιάνες) με δύο άτονες συλλαβές και μία τονισμένη υ υ –. Στα δύο αυτά μέτρα βασίζονται τα περισσότερα ποιήματα του Λ.Σπ.
Ψάχνει και σημειώνει αναλυτικά, φθόγγους, γράμματα: Τα φωνήεντα («Πολύ εθαύμαζα το ωμέγα των ποιητών, είτε με περισπωμένη και ψιλή, είτε ψιλή οξεία, είτε πεζό, είτε κεφαλαίο τη συνοδεία πάντοτε εκείνου του ψιλόλιγνου θαυμαστικού, που όταν ήταν πολύ φανερό ο ποιητής το παρέλειπε. Με συντρόφευε σ’ όλες τις δυσκολίες της ζωής».
Τα σύμφωνα [διακρίνει τα άφωνα από τα φωνητικά με προτίμηση και κατηγοριοποίηση των δεύτερων που μελετά εξονυχιστικά τις υποδιαιρέσεις τους σε χειλικά, οδοντικά, ουρανικά, στέκεται στα ημίφωνα: υγρά, ένρινα και το συριστικό «σ, ς»], τον θέλγουν τα διπλά, ψάχνει εναγωνίως [και φτιάχνει] συνδυασμούς με λέξεις και νότες: «Έχω κάνει μυρμήγκι, με βαρέα ανθυγιεινά» σημειώνει με κόκκινο στυλό στη σελίδα που παραθέτουμε (φωτο 1) χωρίζοντας τα στιχουργικά μέτρα, και αναζητώντας ανάλογες λέξεις, σε μονοσύλλαβα, δισύλλαβα, τρισύλλαβα κλπ.
Δεν ξέρω αν θα καταφέρουμε [κι αν ανταποκρίνεται στις προθέσεις του] να δημοσιεύσουμε κάποια στιγμή τα σωζόμενα: ερώτημα αν στη φιλολογία/γραμματολογία θα πρέπει να προσμετρούνται κατάλοιπα/σχεδιάσματα του δημιουργού που δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει. Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι ο Σπ. σχεδίαζε πέραν των μελλοντικών ποιητικών έργων κι ένα κείμενο ποιητικής με τις απόψεις του περί ποιήσεως –όχι ως φιλολογική μελέτη: «δεν αντέχω τα μεγάλα κείμενα (μυθιστόρημα, νουβέλες, φιλολογικές μελέτες)»– αλλά ως συμβολή/προσέγγιση του αναγνώστη με τη δική του ποίηση: ένα είδος ερμηνευτικού λεξικού της δουλειάς του. Το γεγονός ότι τα σωζόμενα μη ποιητικά κείμενα είναι σχεδόν δίχως σβησίματα και με ελάχιστες παραπομπές υποδηλώνει ότι ο Σπ. προχωρούσε πια στην τελική καθαρογραφή προκειμένου σταδιακά να το ολοκληρώσει. Όμως «ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει. Όμως εγώ/ Δεν παραδέχτηκα την ήττα. Έβλεπα τώρα/ Πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω/ Πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες».
Αυτοβιογραφικά και άλλα
Ι. 1952 (Απρήλιος, 6 ή 7 κατά την μητέρα μου ή 10 άριστα κατά την γιαγιά Σταυριανή). Σε ιδιωτικό σχολείο τις δύο πρώτες τάξεις, τις υπόλοιπες σε δημόσιο. μετά στο Α’ Πρότυπο Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών και τέλος στη Νομική του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου (αν και τις ώρες μου τις έτρωγα στην Φιλοσοφική Σχολή). Ξένες γλώσσες: αγγλικά, όπως λέμε «ολίγη αρακά», τουτέστιν τα στοιχειώδη για τις τουρίστριες.
Ασκούμενος δικηγόρος, δικηγόρος παρά Πρωτοδίκαις, παρ’ Εφέταις, παρ’ Αρείω Πάγω. έμμισθος δεν διετέλεσα σε κανέναν, πουθενά και ουδεπόποτε. μαχόμενος. του ακροατηρίου . ούτε συνδικαλιστής. Κ.Κ.Ε. εσωτερικού,…….., Σύριζα.
Φθινόπωρο 2011 τέλος, φθινόπωρο 2016 επαγγελματικό τέλος, ή όπως αλλιώς λέγεται, τέλος. Είμαι υπερήφανος που εργάσθηκα περίπου 45 χρόνια αδιάλειπτα, που υπηρέτησα τη θητεία μου στο στρατό 28 μήνες, που έχω λευκό ποινικό μητρώο. Πρέπει να σημειώσω ότι άλλες δουλειές προσφέρουν περισσότερα στην κοινωνία και στην πατρίδα. Εκτιμώ ότι η δικηγορία δεν είναι κάτι παραγωγικό γιατί αν όλοι οι άνθρωποι ήταν καλοί κι αγαθοί, δικαστήρια δεν θα υπήρχαν. Με παρηγορεί που βοήθησα κάποιους αθώους να απαλλαγούν από τις κατηγορίες που τους αποδίδοντο και κάποιους που είχαν υποστεί ζημία να αποζημιωθούν.
Θαυμάζω τη δουλειά του δάσκαλου και του δικαστή. ο πρώτος κάνει το ζυμάρι άνθρωπο, ο δεύτερος ξεχωρίζει τον άνθρωπο που τηρεί τα γράμματα, που έμαθε, από τον άλλο που τα ξέχασε.
ΙΙ. Στη δεκαετία του ’60 έχασα μια μικρή βιβλιοθήκη και στη δεκαετία του ’80 μία επαρκή. σήμερα υπερηφανεύομαι για την τελευταία μου, η οποία μετ’ ου πολύ θα χαθεί κι αυτή. Το γεγονός ότι η τρίτη θα πάει κατά θαλάσσης, δεν με στενοχωρεί. πρωταθλητής γαρ στο άθλημα «απώλειες βιβλιοθηκών». θα εισέλθω στην κόλαση απαγγέλλοντας, από στήθους, όλα τα βιβλία απ’ έξω κι ανακατωτά.
(«Μη φτιάχνετε βιβλιοθήκες, μην αφιερώνετε ποιητικά σας βιβλία, στο τέλος δεν ξέρετε πού θα βρεθούν» ετοιμαζόμουν να γράψω στο Υ.Γ. του κειμένου μου. Αλλά αναθεώρησα: δεν ξέρω μέχρι πότε αλλά το βιβλίο και η βιβλιοθήκη παρέμεναν για χρόνια το όνειρο κάθε νέου στο ξεκίνημα της εμπλοκής του με τα γράμματα και τη επιστήμη. Δεν ξέρω αν και πόσο συνεχίζεται. Συμμερίζομαι τις βλαστήμιες των επιγόνων για την άχρηστη χαρτούρα και τα πεταμένα λεφτά. Λυπάμαι τον γιο μου που θα χρειαστεί να ξεσκαρτάρει βιβλιοθήκες του πατέρα μου, του αδελφού μου, της μητέρας του, τη δική μου.
Πολλές αφιερωμένες εκδόσεις καταλήγουν, στην καλύτερη, σωρός σε παλαιοπωλεία. Μήπως αυτό δεν είναι άραγε ένα παιχνίδι «κρυμμένου θησαυρού»; Δεν αξίζει η χαρά κι ο σεβασμός όταν πέφτουν στα χέρια σου χειρόγραφα και βιβλία αγαπημένων δημιουργών;
Η βιβλιοθήκη εντέλει δεν είναι άλλο από τη μάχη του ανθρώπου να αντιταχθεί στο φθαρτό της ζωής. Κάτι σαν ένα μεγαλόπρεπο σπίτι που μπορεί ν’ άξιζε [κάποτε] περισσότερα από μια βιβλιοθήκη, αλλά που κι αυτό δεν εξελίσσεται στο χρόνο αλλάζοντας ακόμα και τον αρχικό χαρακτήρα που του είχε προσδώσει ο κτήτορας; Αν μάλιστα αναλογιστούμε την απρέπεια [μία ακόμα στις πολλές] να εκχωρηθεί η Εθνική Βιβλιοθήκη στον ιδιώτη Νιάρχο και να μεταφερθεί από τον κέντρο της πόλης στο…Φάληρο(!) απαγορεύοντας ουσιαστικά [με τα απαράδεκτα και δρακόντεια μέτρα ελέγχου] την πρόσβαση σ’ όσους την έχουν ανάγκη, τότε η βιβλιοθήκη Λάμπρο μπορεί να λειτουργήσει ακόμα και διαμοιρασμένη σ’ όσους χρειάζονται τα βιβλία [σου]).
ΧΑΪ ΚΟΥ – Ν.Δ. ΚΑΡΟΥΖΟΣ, ΜΕΤ’ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ
Δεν σπούδασα φιλολογία. ούτε ήμουν φίλος του Ν.Δ. Καρούζου και του Ματσούο Μπασό(!). Όταν εκδόθηκαν τα άπαντα του Καρούζου από τις εκδ. «Ίκαρος», 1993, τα διάβασα (ξεφύλλισα) δυο-τρεις φορές και στάθηκα σε πολλά σημεία. για να τα καταλάβω, απήγγειλα/απάγγελνα τα αποσπάσματα, έκανανοηματικά σχέδια…
***
Κλασσικός φιλόλογος δεν είμαι, ούτε καν φιλόλογος. αλλά αν αγάπησες ένα κείμενο, που σε ξεστράβωσε, επανέρχεσαι και το διαβάζεις, μελετάς τις διάφορες εισαγωγές, μελέτες, ερμηνευτικά σχόλια, σημειώσεις, δοκίμια και γενικά τη σχετική περί του έργου βιβλιογραφία. Αυτό κατά τη γνώμη μου σημαίνει ελεύθερη, βουλητική σπουδή, εκτός επισήμου προγράμματος (μεταπτυχιακού!) Από το σχολείο ενδιαφέρθηκα για το συγκεκριμένο Πλατωνικό έργο, με κέντρισε η διαζευκτική τιτλοφόρηση. Μα καλά υπάρχουν εσφαλμένα ονόματα (sic)!
Μετά από καιρό έπεσα πάνω στον Σωσσύρ. ήλθε κι έδεσε το γλυκό
ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ
(αυτοβιογραφία ή αυτοπροσωπογραφία)
Πατρίδα με την έννοια του παιχνιδιού αλλά και της νίκης (γιατί όχι του κέρδους) μπορώ να ονομάσω μόνο την Τραχήλα, ένα παραλιακό χωριουδάκι της Δυτικής Μάνης που επικοινωνούσε με τον άλλο κόσμο μόνο με καΐκι, ενώ δεν ήταν νησί. Σ’ αυτό το λιμανάκι-χωριό άνθισαν τα παιδικά μου χρόνια. Τα εφηβικά βέβαια στην Μητέρα Θεσσαλονίκη. Και τα ύστερα εφηβικά στα Εξάρχεια. Δεν ταξίδευσα εκτός Ελλάδας. Αυτό με ζημίωσε. λογιστικά. αλλά το πάλεψα και τα κατάφερα. Και πού δεν έχω πάει: Άγραφα, Καφέ Αμάν – Καρδαμύλη, Άνεμος –Κερασοχώρι, Αυλή – Αίγινας, Πέρδικα – Αίγινας, Αίγινα Άκου-Λόκα, Αίγινα –Μούντη Μπέι, Αίγινα –Αιγινίτισσα, Φοινικούντα…
Θα αναρωτηθεί κανείς, πλεονασμός σ’ ένα ποιητικό βιβλίο η παράθεση αυτοβιογραφικών αναφορών και σχολίων του συγγραφέα. Αρκούν τα ποιήματα για αποτίμηση. Από τη στιγμή όμως που ο Λ.Σπ. παύει να υπερασπίζεται το έργο του, δεν θα το έκανε κι εν ζωή άλλωστε, ούτε μπορεί να διατυπώσει τις απόψεις του προσκεκλημένος αναλόγων τηλεοπτικών ή ραδιοφωνικών εκπομπών (που ούτως ή άλλως δεν θα προσκαλείτο) θεωρώ υποχρέωσή μου απέναντι στον αναγνώστη και στη γραμματολογία να παραθέσω όσα φιλολογικά ενδιαφέροντα, και είναι πολλά, ανασύρω από το αρχείο του Λάμπρου. Που αναμφίβολα εμπλουτίζουν όχι μόνο την ποιητική του παρακαταθήκη, αλλά και τους προβληματισμούς για τη σύγχρονη ελληνική ποίηση.
Σε προηγούμενη αναφορά μας με αφορμή τη συμπλήρωση 45 χρόνων του στην ποίηση[1] σημείωνα στον Μ.[2], σπεύδοντας να προλάβω το κενό της βιβλιογραφίας αλλά ελπίζοντας, μάταια όπως αποδείχτηκε, ότι ο Λάμπρος θα προλάβαινε να ζήσει μια αλλαγή [στη στάση της όποιας έστω κριτικής] έναντι του έργου του: «με τον Σπυριούνη σπανίως συζητάμε στη συντακτική επιτροπή διεξοδικά και συστηματικά για λογοτεχνία, μολονότι έχουμε και τα φόντα και την αγωνία και την ανάγκη. Άλλωστε είναι το αρχαιότερο πια μέλος του Μανδραγόρα συνδέοντάς μας ένα τέταρτο αιώνα κοινής πορείας/οπτικής. Η συμβολή του σε ουσιαστικές συζητήσεις στην συντακτική θα μπορούσε να αποβεί ωφέλιμη».
Τα σύγχρονα αδιέξοδα αναμφίβολα διαμορφώνουν την τρέχουσα ηθική και αδράνεια στις διαπροσωπικές σχέσεις. Το πρόβλημα είναι ότι πέφτουμε στη λούμπα μιας παθητικότητας κι όσοι απαξιώνουμε συνειδητά την κακόγουστη επικυριαρχία των μιντιακών αισθητικών στον λογοτεχνικό χώρο, αδυνατώντας σε προσωπικό επίπεδο να διαμορφώσουμε ουσιαστικές κι όχι διεκπεραιωτές σχέσεις. Ανάλογη μοναχική πορεία, ανάλογες με τις δικές μας ανάγκες βίωνε κι ο Λάμπρος αδυνατώντας να βρούμε κοινή γλώσσα κόντρα στο ρεύμα. Παραθέτω από το αρχείο του:
«Δυστυχώς δεν ασκήθηκα σε δάσκαλο. την δεκαετία του ’70 διήνυα τα ύστερα εφηβικά μου χρόνια στην «μεταπολίτευση» και τη στιγμή που πήγα να νικήσω την ντροπαλοσύνη μου, ξέσπασε ο νόμιμος κομμουνισμός και ο Ελύτης πήρε το μεγάλο βραβείο κι εγώ έπεσα στην μεγάλη κατάθλιψη, πού να ενοχλήσω πλέον τον μείζονα ποιητή, πού να βρει Αυτός χρόνο ν’ ασχοληθεί, βλαστήμαγε την δημοσιότητα, το βραβείο και… (έτσι μου έλεγαν), κι εγώ βλαστήμαγα (θου κύριε φυλακήν τω στόματί μου) τα τριαντάφυλλα
Δεν είχα ατυχώς φίλους ποιητές σε ηλικία μεγαλύτερη. αρκέστηκα στις ποιητικές παρέες, ανταλλάσαμε ιδέες, πιστεύω, πληροφορίες, το εγώ μας και περιοδικά, ξεκομμένες ασυνάρτητες ειδήσεις από την παγκόσμια ποίηση. Αυτό μου δημιουργούσε μεγαλύτερη καλλιτεχνική σύγχυση (περνούσα ωραία, όμως).
Δεν είχα κάποιον που να θαύμαζα. ούτε δυστυχώς δάσκαλο. εν ζωή. Αναγκάσθηκα να βρω. Σπούδασα στο Σολωμό. έκανα μεταπτυχιακό στον Ελύτη και ντοκτορά στον Σαραντάρη.
.
Γνωρίζοντας –το επαναλαμβάνω– καλά γράμματα και γράφοντας από τα καλύτερα ποιήματα του σιναφιού θα λέγαμε ότι στο μέχρι στιγμής σωζόμενο αρχείο υπάρχουν περισσότεροι σχεδιασμοί/σκέψεις μελλοντικών έργων, όπως ήδη αναφέραμε, παρά έργο ολοκληρωμένο. Όχι ότι το ήδη δημοσιευμένο και τα σωζόμενα εκ του αρχείου δε συνιστούν ένα αξιοσέβαστο corpus που θα το ζήλευαν πολλοί από τους ποιητές των σουαρέ και των μικροφώνων, απλώς πιστεύω ότι δεν εναρμονίζονται με τις στοχεύσεις και τα όρια που ο ίδιος έθεσε στον εαυτό του: εν ολίγοις ήθελε πίστωση χρόνου. Συνέτειναν κι ορισμένοι παράγοντες που τους προσδιορίζει ευθαρσώς, μαζί με [κάποια] αυτοβιογραφικά στοιχεία, στα παρακάτω ανέκδοτα:
Η ρακί (τα μεσημέρια)
Οι μπύρες (κάποιες ζεστές μέρες)
Το ουίσκι (τις νύκτες)
Τα παλιά πικάπ των 33′ στροφών
Τα ρεβέρ στα παντελόνια των κουστουμιών
Οι μεταξωτές γραβάτες
Οι μεταλλικοί αναπτήρες και τα τσακμάκια
Τα μανικετόκουμπα (ξενόκουμπα)
Τα ασημένια δακτυλίδια
Μου αρέσουν (τίτλος ποιήματος)
Τα παλιά ασανσέρ, πιο κατάλληλη λέξη «ανελκυστήρας» με το συρμάτινο δικτυωτό τετράπλευρο πλαίσιο και την ξύλινη δίφυλλη θύρα.
Τα παλαιά τα πακέτα τα τσιγάρα, οι λεγόμενες κασετίνες του Παπαστράτου το «Φ» και το «ΔΕΛΦΟΙ»
Τα μπακάλικα
Ο Διονύσιος Σολωμός
Το παιδί που παίζει και πίσω του υπάρχει ξεσκέπαστο ανοικτό πηγάδι
Μόλις τελειώνει το παιχνίδι, πάει στη γιαγιά του να πιει νερό
Τα κομπολόγια, τα αληθινά όχι του περίπτερου
Τα ποιήματα, μισή μέχρι μία σελίδα
Τα καφενεία με τα ξύλινα τραπεζάκια, την μαρμάρινη επιφάνεια, τις ξύλινες καρέκλες με ψάθα
Οι κοπέλες με τις μίνι φούστες
Οι γυναίκες με τα εφαρμοστά ταγιέρ
Ο Οδυσσέας Ελύτης
Οι τετράχρωμες πλισέ φούστες. γαλάζιο – τυρκουάζ – βεραμάν – όνειρο.
Η παγωμένη ρακί το μεσημέρι
Οι μπύρες από την κατάψυξη τον Αύγουστο
Τα ουίσκι όλες τις εποχές (βράδυ)
Ο Γιώργος Σαραντάρης
[i] «Το μικρό ποίημα δείχνει πόσο βιρτουόζος της τέχνης του είναι ο ποιητής
Υπάρχουν κι άλλοι λόγοι ου δείχνουν γιατί το μικρό, καλό ποίημα είναι καλύτερο από τα άλλα καλά ποιήματα.
Το αντιγράφεις με καλλιγραφικά γράμματα. δεν σε κουράζει. το βάζεις σε κορνίζα και το αναρτάς στον τοίχο. κάθε πρωί σου λέει καλημέρα».
Οι δυσκολίες της ποιήσεως
Αλλά και θεμιτές αναστολές προβλημάτιζαν τον Λ.Σπ. [η τεμπελιά μου, το γεγονός ότι το θέμα υπερβαίνει τον μοναχικό ποιητή. ευλογία θα ήταν να δημιουργούσα μαζί με ένα φίλο ποιητή»] που, όπως κάθε δημιουργός, ζούσε τις αντιφάσεις του: από τη μια να χρειάζεται τη συνύπαρξη και συντροφικότητα ως κινητήριο μοχλό στον ατομικό δαίδαλο της αδράνειας κι από την άλλη να βιάζεται πάντα στις συναντήσεις της συντακτικής, να λοξοδρομεί, να μην ανοίγεται, να μην αποκαλύπτει, παρά σπανίως όσα μπορούσε να μοιραστεί κι όταν το έναυσμα και οι ιδέες έπεφταν στο τραπέζι τότε αναθερμαινόταν και ζήταγε να καταγράφουμε τις συναντήσεις μας ώστε να μένουν… [«Η πολύ σκληρή εποχή (όπως παλιά σε χρόνους νεανικούς, εφηβικούς)], μόνο που οι εποχές πάντα παραμένουν σκληρές όπως και η δυσκολία επικοινωνίας κι η ανθρώπινη ομφαλοσκόπηση που αποτελεί εμπόδιο στη συλλογική δράση. Που δίχως αυτήν δεν υπάρχει η πολύτιμη αλληλοτροφοδότηση και τόσα άλλα ακόμη… Αλλά έτσι είναι η μοίρα των ανθρώπινων σχέσεων ιδίως στα πράγματα της τέχνης που συχνά οι μικρότητες περισσεύουν μπρος στην αγωνία της προσωπικής ανάδειξης και δεν αναφέρομαι στον Σπυριούνη. Ο οποίος σχεδίαζε ένα λυρικό συνθετικό ποίημα-τοιχογραφία με το φόβο ότι «δεν το σηκώνει η εποχή» κι από την άλλη επιχειρηματολογούσε για τα ποιήματα μιας και μισής σελίδας:
Για τα ποιήματα μισής και μιας σελίδας (Π.μ.σ) που τον απασχόλησαν ιδιαίτερα παραπέμπει στο έργο του Νάσου Βαγενά Η εσθήτα της θεάς, Σημειώσεις για την ποίηση και την κριτική, εκδ. στιγμή 1988, με άμεση αναφορά στη σελ. 221 όπου μεταξύ άλλων ο Βαγενάς σημειώνει για την ανάγνωση του ποιήματος: «Η εμπειρία ενός ποιήματος δεν τελειώνει με την ανάγνωσή του. Αυτή είναι η πρώτη επαφή, η πράξη της γνωριμίας μας μ’ αυτό. Η εμπειρία ενός ποιήματος είναι και η εμπειρία της ανάμνησής του που δεν είναι το ίδιο με την εμπειρία της ανάγνωσή του. [ ] Η εμπειρία της ανάμνησης ενός ποιήματος είναι αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε κρυφή ανάγνωση, γιατί κάθε φορά που θυμόμαστε ένα ποίημα, το διαβάζουμε αόρατα ακόμα μια φορά. Η ανάγνωση ενός ποιήματος δεν τελειώνει ποτέ. Συνεχίζεται κάθε φορά που ερχόμαστε σε κρυφή επαφή μαζί του, κι ακόμα περισσότερο. Συνεχίζεται κι όταν το ποίημα κοιμάται μέσα μας, σαν μια αδιάκοπη κυοφορία, που διακόπτεται από στιγμές καρποφορίας, απ’ τις στιγμές της κρυφής επαφής.»
Ας ακούσουμε τις απόψεις του Λ.Σπ. για τα ποιήματα μισής σελίδας (Π.μ.σ):
τα καλά ποιήματα που εκτείνονται μέχρι την μέση της σελίδας, είναι ακόμα καλύτερα, συγκρινόμενα με άλλα, επίσης καλά, που φθάνουν τις δύο, τρεις ή περισσότερες σελίδες, για τους ακόλουθους λόγους:
παρατηρείς ότι έχουν μια αυστηρή μορφή με μια πρώτη ματιά και χωρίς δεύτερη σκέψη
νιώθεις ότι κατέχεις το ποίημα πριν το διαβάσεις!
δεν σε κουράζει. αφήνει χρόνο
η μικρή διάρκεια δημιουργεί έκρηξη ευχαρίστησης
θέλεις κι άλλο. αλλά σου το αρνείται
το άλλο που θέλεις το φαντάζεσαι εσύ, δεν μπορείς να το γράψεις γιατί δεν είσαι ποιητής μπορείς, όμως, να το αισθάνεσαι ποιητικά για καιρό και μετά από καιρό πάλι για καιρό
το μικρό, καλό ποίημα αποκρούει την ιστορία, το εφήμερο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν καλοδέχεσαι μια σταγόνα, μία πινελιά, από το ένα και το άλλο
η εμπειρία της ανάμνησής του πλησιάζει την 100% εμπειρία της πρώτης ανάγνωσης (υπάρχει όμως ο συντελεστής «προσωπικός χρόνος»)
δεν νιώθεις την ανάγκη να το ξαναδιαβάσεις γιατί αισθάνεσαι ότι το κατέχεις…
Στα ποιήματα της μιας σελίδας (Π.τ.μ.σ.) ισχύει ότι και για τα ποιήματα μισής σελίδας (π.μ.σ.) με τη διαφορά ότι στα δεύτερα αρκεί μια εικόνα, ενώ στα πρώτα θα πρέπει να ποίημα [να ολοκληρώνεται] όπως οι πίνακες ζωγραφικής, ότι λέει το τελάρο, δεν έχει άλλο…
… δεν υπονοείται τίποτα επί πλέον στο ποίημα της μιας σελίδας, δεν αφήνεται ο αναγνώστης δηλαδή να φανταστεί και να δημιουργήσει ένα δικό του συμπλήρωμα, αλλά έχουμε έναν οργανωμένο στίχο, όπως αυτόν που συναντάμε στην παραδοσιακή ποίηση όπου η φόρμα επιβάλλει την οργάνωση στο ποίημα που συνήθως εντάσσεται μέσα στη σελίδα, κάτι που δεν συμβαίνει πλέον με στον «δίχως κανόνες μοντερνισμό». Βλέπουμε εδώ την αγωνία του Σπ. για την ουσία του ποιήματος [«Όσο μέσα σου, τόσο πιο μέσα στο ποίημα/ Όσο πιο μέσα στο ποίημα, τόσο πιο βαθιά στο μη λεγόμενο// Απ’ τ’ άλυτα βλέπεις τ’ αλλοπαρμένα/ Απ’ τ’ άδυτα τα απ’ αλλού φερμένα»] δίχως «ξύλινα πράγματα, παραφουσκωμένα με ιδέες», προχωρώντας πάντως στη διευκρίνηση ότι στα καλά ποιήματα της μοντέρνας ποίησης τον ρόλος της παραδοσιακής φόρμας τον επιβάλλει η βούληση του ποιητή προκειμένου να μην αφεθεί ασύδοτος ο στίχος: «αυτά τα υπερρεαλιστικά μακρινάρια είναι κακά ποιήματα, αν μάλιστα ο κάλφας στοιχειοθέτης έκανε πλήρη στοίχιση των στίχων κι έσβηνε την υπογραφή [του δημοφιλούς ποιητή] τότε θα λέγαμε τι μουρλαμάρες κείμενα είναι τούτα».
«Φτιάξε το “λίγο”», αναφερόταν σε προτροπές, προβληματισμούς ή σκέψεις δικές του: «κάνε το λίγο που μπορείς, κάνε το όμως άριστα, άφησε το “πολύ” γιατί θα βγει μέτριο δηλαδή κακό, βγάλε από το μυαλό σου το “όλον” γιατί είναι πιο “πολύ” από το άθροισμα των τμημάτων. Άλλωστε στο “όλον” φτάνεις αθροίζοντας τα επί μέρους με την στρατηγική της αφαίρεσης. [ ] Είναι ορισμένες διαφορές στη γραφή του φωτός, εικόνες ακαριαίες που σβήνουν αυτόματα όταν ολοκληρωθούν. Λες κι η τελευταία πινελιά είναι η μοιραία κίνηση προς την ειλημμένη απόφαση της αποκήρυξης ή η κλασσική αρρώστια “σβήσε τη μια στιγμή και ξαναγράφε χρόνια”. Λες και υπακούει σε Εκείνον το φως. Είναι εικόνες της αλήθειας. Στην έλευση και κυριαρχία της νύκτας οφείλουμε το ωραίο. Βέβαια πολλά είναι αυτά που εισπράττουν το άσχημο. Αυτό, όμως, δεν αφορά την ποίηση».
Δεν πρέπει να κλείσουμε δίχως αναφορά στην εμμονή του Λ. στη στοιχειοθεσία («ο κάλφας στοιχειοθέτης»), το χαρτί, το μέγεθος και την αισθητική των γραμμάτων, τις κομψές βινιέτες, επιδιώκοντας τυπογραφικά να παρουσιάσει ένα έργο τέχνης αντάξιο του περιεχομένου. Μια άποψη που με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο, ακόμη και στην εποχή της κρίσης, θεωρώντας κι εγώ μέγιστη τέχνη την τυπογραφία και πιστεύοντας ότι τα κακά εκδοτικά βιβλία συνήθως περικλείουν εξίσου κακό και πρόχειρο περιεχόμενο.
ΣΚΙΣΜΕΝΗ ΑΝΑΜΝΗΣΗ
(τρία κομμάτια)
Έψαχνα στα παλαιά ποιήματα, τα μισο
Τελειωμένα να βρω το σονέτο «Της Αγάπης»
Και βρήκα κομματάκια από το τελευταίο
Γράμμα σου. Πάντοτε ήμουνα ζοχάδας.
Στο άλλο «πάμε μια βόλτα στο δά…»
Σου άρεσε η φύση, το δάσος, τα πουλιά
Μα πιο πολύ σου άρεσε το ξέφωτο, σ’ ενέπνεε.
Μ’ έβαζες να σταθώ με τον ήλιο πλάι μου
Και μου ’λεγες: «είσαι τσιγκούνης στα αισθήματα»
Μ’ έβαζες με τον ήλιο πίσω μου και γέλαγες.
Θα πεθάνεις δεύτερος, γιατί εγώ σου έδωσα
Και τη τελευταία δεκάρα της ψυχής μου
Στο τρίτο: «χθες χαμογελούσα με …»
Θυμάμαι, με το ποίημα Δοκιμή Δοκιμίου Θανάτου
Πικρά χαμογελούσε και τραγούδαγες
«Δεύτερος – δεεύτερος –δευτεροοός –τρίτος –τριιίτος»
Κι έσκαγες στα γέλια γιατί κι η διαοχός σου
Θα προηγείτο
Πράγματι αρνήθηκα το προξενιό για δύο λόγους.
Πρώτον, από τότε που έφυγες είμαι μπαϊλντισμένος στο κλάμα
Είμαι όλος νεύρα και
Δεύτερον, όντως θα την σκότωνα και θα ερχόμουν τρίτος.
Δεύτερον, όντως θα την σκότωνα και θα ερχόμουν τρίτος.
Εν ζωή ο Λ.Σπ. (συνυπολογίζουμε και το ανά χείρας), μαζί με το δίφυλλο ποίημα Λινό Σεντόνι, εξέδωσε 10 τίτλους. Στο προηγούμενο κείμενό μου (Μανδραγόρας τχ. 57) έγραφα μεταξύ άλλων: Oι αρχικοί στίχοι περιέχονται στην πρώτη ποιητική του συλλογή Φιλιρίκ όπου γίνεται ορατότερη η προσπάθεια γλωσσόκεντρων παιγνίων/ασκήσεων που μπορεί να επαναλαμβάνονται: π-οίηση (σ. 9, 19, ), γ-ράψω (σ. 9, 102, 21, 24), λ-έξη (σ. 10, 15), παρ-εξήγηση, μ-άτια (σ. 9, 14, 21, 26), συν-είδηση (σ. 7, 21, 2), ή ενδεχομένως να είναι προβλέψιμα αλλά πάντως παραμένουν, 45 χρόνια μετά, ώριμα στο σύνολό τους. Και στα δυο πρώτα βιβλία υπάρχουν εύλογες επιρροές, το ιερό και συνάμα συμβολικό επτά, οι κεντρικοί άξονες της ποίησης: άντρας / γυναίκα και ζωή / έρωτας – θάνατος να βρίσκουν την ευτυχέστερη αναγωγή τους στα πρόσωπα της Ιοκάστης και του Οιδίποδα: [ ] είτε στην π-οίηση/ (παρακαλούνται οι ιερείς να γελάσουν/ και οι αρχιερείς να γεννηθούν)/ είτε στη γυναίκα/ (παρακαλώ να κλάψουν οι πόρνες/ και οι ηθοποιοί να βγάλουν τις μάσκες/ δεν παίζεται μ’ αυτόν τον τρόπο η Ιοκάστη κι ο Οιδίποδας)[4]. (Σ.σ. Μολονότι το Φιλιρίκ εμπεριέχεται σε αναθεωρημένη εκδοχή στο Πολύτροπον (2008), στηρίζω την παρούσα αναφορά μου στην αρχική του έκδοση.) Eπόμενη του Φιλιρίκ συλλογή ο «Iάννης» (1978), με νωπές ακόμα τις φοιτητικές μνήμες και τον απόηχο ―τόσο διακριτικό που μοιάζει να αντιστέκεται απών στον πολιτικό λόγο― της γενιάς του ’70, στην οποία ο Σπυριούνης ανήκει. Kοινό γνώρισμα [και μόνη πολιτική(;) αναφορά των δύο αυτών βιβλίων] ―πέραν της εξωτερικής μορφής― το μότο που προτάσσεται αντί σελιδοδείκτη στη βάση της συλλογής· μόνο που τη λέξη «συνείδηση» αντικαθιστά το επίσης μεγαλόπρεπα φορτισμένο «ευθύνη»: για να φωνάξει δεκάξη φορές/ μέρα τη μέρα/ και στίχο με το στίχο/ για συν-είδηση και για ψωμί.
Tα δύο α.α. (αντ’ αυτού;) της σελίδας 7 στον Iάννη των επτά αστερίσκων «***» συνοδεία του ρήματος «αποφασίζω» ποιημάτων, ίσως να ερμηνεύεται και ως ανάγκη παραίτησης από το άχθος της ποίησης, δηλαδή ως ικεσία να αναλάβει άλλος «αντ’ αυτού» το βαρύ φορτίο του ποιητικού δράματος: «δεν πείθομαι για το ότι γράφω ποιήματα/ ούτε για το αν είμαι ο Ιάννης/ απλώς λέγω η άνοιξη κάποτε έχει τέσσερους μήνες»[5].
Όντως ενώ ξεκίνησε με γλωσσοκεντρική, προφανώς και από την αγάπη/εμμονή του στη γλώσσα όπως ήδη γίνεται φανερό και από την παράθεση των [ανέκδοτων] ενδεικτικών αποσπασμάτων εκ του αρχείου, διάθεση, στη συνέχεια η ποίηση, και οι καταβολές/επιρροές εξ Ελύτη, εμφανίζουν έντονο λυρικό στίγμα. Για να καταλήξει στα ύστερα ποιήματά του που δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει σε ένα περισσότερο πολιτικό κοινωνικό ύφος με πολλές κι εδώ παρηχήσεις, επαναλήψεις γραμμάτων, φθόγγων, φωνηέντων. Με πολλαπλές εκδοχές στην έννοια των λέξεων και έμφαση στο συναίσθημα και τη μνήμη/ανάμνηση. Σημάδι ωριμότητας, ηλικίας ή συναίσθηση αναχώρησης. Μπορεί και όλα μαζί.
Παρότι το παιχνίδι με τις λέξεις εξακολουθεί να υπάρχει και μέσα στα αρχεία του. Ανιχνεύω από μια χαρτοπετσέτα: Τριανταφιλιά/ Μεσταφύλια/ Και στα φιλιά/ λιώνω./ Λιώνω τη ρόγα/ Λιώνω τις ρώγες (βλ. σταφύλι και στήθη).
Διόρθωση 1: η πρώτη συλλογή είναι γένους και πρόσωπο θηλυκό Η Φιλιρίκ (και η Άννα): Το ανθισμένο φιλί/ Η Άννα και η Φιλιρίκ/ Στο μυρωμένο όνειρο/ Της μιας, ο εραστής/ Της άλλης ευωδιάζει… Το διαπιστώνω από ένα ανέκδοτο ποίημα του αρχείου:
Η Άννα και η Φιλιρίκ.
Στα ζωγραφικά όνειρα, μια
Της μιας, μια της άλλης, παίρνει
Μορφή ο σκανταλιάρης σκάρος.
Στα ανθισμένα όνειρα.
Η Άννα και η Φιλιρίκ
Βγάζουν φύλλα, άνθη και μπλουζάκια
Ανοίγουν τα φτερά της νύχτας
Κατά κύματα τα όνειρα.
Η Άννα και η Φιλιρίκ σαλπάρουν
Με τη σκούνα του καπετάν-Σκάρου
Γερό σκαρί, με δυο ναυτάκια
Με το γερό σκαρί του γέρο-Σκάρου
Με δυο ναυτάκια περγαμόντο
Η Άννα και η Φιλιρίκ ξε
θηλυκώνουν την βαμβακερή ελπίδα
Τώρα ρώτα τα ταρώ
Και αύριο τα ζώδια
Διόρθωση 2: για το υπολανθάνον σχεδόν μη υπαρκτό πολιτικό στοιχείο της ποίησής του μου το επεσήμανε ο ίδιος στο νοσοκομείο «δεν είναι πολιτικός ο στίχος “έχασα το πόδι μου Νοέμβρη και Στουρνάρη γωνία”; πώς πιο πολιτικά να το γράψω;», και με διέψευσαν τα ποιήματα που δημοσιεύουμε στον Μ. και στην παρούσα έκδοση.
Και πράγματι έχει δίκιο. Άλλωστε η κραυγαλέα ποίηση δεν του ταιριάζει. Αποκαθιστώντας το δίκαιο παραθέτω από τον Ιάννη με σαφή πολιτικό χαρακτήρα: καλησπέρα στους νεκρούς σας/ και στις νυχτερινές συντροφιές των εν συνωμοσία παίδων
εδώ σκοτώνει ο λαός το δέ-ντρο και το παιδί
αντι-σταθείτε σ’ αυτό το χώμα σ, αυτόν τον Έλληνα νεκρό [ ] θέλει ομορφιά και αίμα η ελευθερία
γιατί η μάσκα και το προσωπείο είναι κραυγή για ύπαρξη [ ] για την Ειρήνη/ γιατί την εποχήν αυτή μετρούσανε την επιφάνεια της σκιάς που έρριχνε το φιλί [ ] γιατί την εποχήν αυτή στους Δελφούς είπεν η Κυβέρνηση πως το φως έγινε πόνος των πιο ωραίων χειλιών/ για την Ευρώπη
γιατί το μυθιστόρημα σε συνέχειες ήταν επανάσταση – ανάσταση – στάση – κτάσταση
να σώσει εσάς τους μεγάλους τους πολύ μεγάλους τους μέγιστους του νέους εν μια νυκτί ερχόμενους ελληνικούς νεκρούς
Στις συλλογές του ο Λάμπρος έρχεται κι επανέρχεται προσθέτοντας, παραλείποντας, αλλάζοντας τη σειρά των στίχων, αναδιατάσσοντας στροφές και δημιουργώντας νέες. Δεν συμφωνώ με την αναμόχλευση που πιστεύω πως του πήρε χρόνο, υπήρξε περιττά φιλολογική, ίσως και άλλοθι για α μην ασχοληθεί και να ολοκληρώσει τη νέα επόμενη δουλειά του: αναβολή μέχρι να είναι σε θέση να προχωρήσει στα επόμενα και να ολοκληρώσει τα ανολοκλήρωτα.
Για διευκόλυνση του αναγνώστη επισημαίνω τις ανατροφοδοτήσεις στο έργο του: Η Φιλιρίκ (1977)με παραλείψεις στίχων και στροφών και κεφαλαίο γράμμα στο ξεκίνημα κάθε στίχου, όπως και τα 7 ποιήματα από τη συλλογική έκδοση ιδιότροπον σημείον (1986) φιλοξενήθηκε στη συλλογή Πολύτροπον (2008) στις σελίδες 27-42 και 52-58 αντίστοιχα. Το δίφυλλο ποίημα Λινό Σεντόνι (1992) δημοσιεύθηκε αυτούσιο στη συλλογή Τα Μυστικά Ποιήματα 8-14 (2017), σελ. 19-21. Ενώ τα ποιήματα «Ειλητό Μοίημα», σελ. 16-17 και «Αντίσταση ενός εξπρεσιονιστή», σελ. 11-12 από τα Μυστικά Ποιήματα 1-7 (1996) δημοσιεύονται στην ίδια συλλογή αυτούσια ως Παραλλαγή. Στο πρώτο ποίημα «Ειλητό Μοίημα» απλώς ενοποιεί τα δύο αντικριστά ποιήματα (ευώνυμος και δεξιά δέλτος) σε ένα τοποθετώντας ανά 2 σταυρωτά τους στίχους από τις δύο δέλτους (3-12) και (17-26), κλείνοντας με δύο δίστιχες στροφές από τους στίχους 13 & 27, 14& 28. Το ίδιο ακριβώς ποίημα δημοσιεύει για τρίτη φορά ως Παραλλαγή Β’ στη συλλογή Τα Μυστικά Ποιήματα 8-14 αλλάζοντας και πάλι απλώς τις θέσεις των στίχων. Στο ποίημα «Αντίσταση ενός εξπρεσιονιστή Ι» προσθέτει οκτώ στίχους στο αρχικό ποίημα. Το τελευταίο («Αντίσταση ενός εξπρεσιονιστή» είναι το μόνο που ουσιαστικά θα μπορούσε όντως να εκληφθεί ως παραλλαγή.
ΕΠΙΛΟΓΙΚΗ ΣΗΜΕΙΩΣΗ (Με δύο λόγια)
Τηρουμένων των αναλογιών αυτά που είχα να πω, να ομιλήσω και να γράψω αποτελούνται από δύο μέρη:
πρώτο όνομα (ονοματοτμήμα) = το λεγόμενον», αυτά που έγραψα και είπα, τυπώθηκαν και διαβάζονται στο βιβλίο.
δεύτερο όνομα (ονοματοκεφάλαιο)= το μη δυνάμενο να λεχθεί, εκείνα δηλαδή τα μακρινά που είδα αλλά δεν έγραψα γιατί δεν είναι δυνατόν να περιγραφούν. αποτυπωθούν ή δεν είμαι ικανός να μεταδώσω…
Επίλογος, όπως ο ίδιος το σημειώνει, [ενδεχομένως ] από ένα βιβλίο περί ποιήσεως αλλά λόγια ταιριαστά σε όλη τη δουλειά κάθε ποιητή. Ολοκληρώνοντας το βασισμένο ουσιαστικά σε άγνωστα αρχειακά αδημοσίευτα υλικά, επιδιώξαμε να φανερώσουμε όσα περισσότερα ήταν δυνατόν στα όρια ενός επιλογικού κειμένου. Μολονότι βαραίνει η προσωπική σχέση θεωρούμε πως παρουσιάζουμε απλώς τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν το έργο του Λάμπρου Σπυριούνη ως ένα από τα αντιπροσωπευτικότερα της γενιάς του. Η πορεία του «Συνελόντι ειπείν ήταν μια διαδρομή/ Από το μωβ στο μπλε/ Από το μπλε στο κυανό/ Από το κυανό στο γαλανό./ Από το γαλανό στο ουρανί./ Ένα ταξίδι, το οποίο/ ΤΗΡΟΥΜΕΝΩΝ/ ΤΩΝ/ ΑΝΑΛΟΓΙΩΝ/ [Ξε]Ξάσπρισε», Πεδίον Άρεως, 1994-95…, η απόφαση;
Δεν ξέρω αν κατάφερα να παραθέσω όσα στόχευα: το λεγόμενο και το μη δυνάμενο να λεχθεί. Δεν ξέρω αν θα έχω τη δυνατότητα να επανέλθω. Για την ώρα κλείνω με μια αναφορά εξ ουρανών του Λάμπρου (που μας αφορά προσωπικά) και που μέσα στο χώρο και τον χρόνο αποκτά διάσταση και ενδιαφέρον γενικότερο. «Η Τζέλα, μούρλια το φουστανάκι της./ Ο Κώστας με τιράντες, οι μπότες απαραίτητες μη βγούμε στα βουνά// Απόψεις ενδιαφέρουσες, διαφωνίες με επιχειρήματα, σπανίως συμφωνούμε, τρώμε πίνουμε γελάμε// Τώρα στην πρύμνη ανεμίζουν τα μαντήλια/ Τώρα τι θα γίνουμε χωρίς βαρβάρους».
Κώστας Α. Κρεμμύδας
[1] «Ποιητής της νύκτας τις καθημερινές, και του Σαββατοκύριακου. κατά περιόδους ούτε αυτό, με αποροφούσε η εργασία μου (αφεντικό γαρ και εργάτης). Δεν παραπονιέμαι, έζησα με το κεφάλι ψηλά από την δύσμορφη δουλειά, και όταν μου άνοιγαν την αγκαλιά τους οι ωραίες ώρες της ποίησης, έπεφτα με λαχτάρα και δίψα στον ίαμβο και τον ανάπαιστο.»
[2] Βλ. Κώστας Κρεμμύδας: Λάμπρος Σπυριούνης Eξήγηση με τις έξεις, θανατηφόρα παρεξήγηση με τις λ-έξεις, Πιθανό Δίγαμμα: Γράφω ποιήματα για να μάθω να ομιλώ, Μανδραγόρας, τχ. 57, Δεκέμβριος 2017, σελ. 45-47.
[3] «Το μικρό ποίημα δείχνει πόσο βιρτουόζος της τέχνης του είναι ο ποιητής
Υπάρχουν κι άλλοι λόγοι ου δείχνουν γιατί το μικρό, καλό ποίημα είναι καλύτερο από τα άλλα καλά ποιήματα.
Το αντιγράφεις με καλλιγραφικά γράμματα. δεν σε κουράζει. το βάζεις σε κορνίζα και το αναρτάς στον τοίχο. κάθε πρωί σου λέει καλημέρα».
[4] σ. 22, ΙΒ, Φιλιρίκ, 1977.
[5] σ. 28, Στ’, Ιάννης, 1978.