Η μέρα ήταν λαμπρή. Η πόλη βούιζε φωτεινή και οι άνθρωποι επιτέλους φορούσανε κοντομάνικα. Το δέρμα, τρυφερό γύριζε προς στο φως να ξεδώσει. Άνοιγε τους πόρους στη ζέστη, που όπως το χάδι, μαλακώνει τους κόμπους και λύνει τα πιασίματα του χειμώνα.
Βγήκα κι εγώ απ’ το υπόγειο, χύθηκα στην ημέρα, κούνησα τα γυμνά μου χέρια ελεύθερα.
Και εκεί στα γυμνά μπράτσα και στο ακάλυπτο πρόσωπο με χτύπησε πρώτα η δύναμή του. Πίσω από τα σκούρα γυαλιά με τυφλώσανε οι λάμψεις της επίδειξης.
Σήκωσα τρομαγμένη τις παλάμες μου να φυλαχτώ, όμως όχι, η ριπή δεν ερχόταν απ’ τον ουρανό. Κάτι κόκκινα πανιά, οθόνες μεγάλες και πύργοι σιδερένιοι να με ρουφήξουν. Θύματα-θύματα-θύματα.
Προχώρησα βιαστική να μην καθίσουν πολύ οι ακτίνες πάνω μου, να μην εκτεθώ στην επικίνδυνη επιρροή, να μην εντυπωθούν οι λέξεις και τα νοήματα στο ασυνείδητο – σ’ εκείνο το ύπουλο 1/10 του δευτερολέπτου, το κάτω απ’ το κατώφλι της ανθρώπινης συνείδησής μου – να μην εσωτερικεύσω κανένα μήνυμα. Και πάλι όμως δεξιά και αριστερά ως πέρα στο βάθος το σκηνικό ήταν έτσι στημένο που να την υποβάλλει την Ιδέα της Δύναμης. Διαθέτουμε Δύναμη! Έχουμε την Εξουσία! Την Εξουσία!
Ταλαντούχοι εξελιγμένοι επιστήμονες εξωνημένοι, υποταγμένοι να υφάνουν τον τεράστιο Ιστό. Θύματα, παντού τριγύρω τα θύματα.
–Τι είναι σταλινικός μπαμπά;
Να επιβάλεις το δόγμα σκορπώντας τον θάνατο. Και το δόγμα να είσαι Σύ.
Να βλέπεις κάτι μεγάλο που σου επιβάλλεται όχι με αυτό που είναι αλλά με αυτό που δείχνει.
–Και ποια η διαφορά ανάμεσα σε αυτό που είναι και σ’ αυτό που δείχνει μπαμπά;
Ζωηρό κυκλοφορούσε το μέγα πλήθος. Σκορπισμένοι στους δρόμους διασκέδαζαν τους περαστικούς οι μουσικοί. Άντρες και γυναίκες απαθανάτιζαν τις σκηνές. Θα τις ανέβαζαν κάπου∙ σε κάποιο δίκτυο, σε κάποιο σύννεφο. Ίσως τις έδειχναν απλώς στους «φίλους». Αυτοί βγήκαν.
Ο αληθινός κόσμος στεκότανε έκπληκτος μπροστά στο θαύμα του χειροπιαστού – δεν ήταν εικόνα και μπάιτ – έτσι όπως ο άνθρωπος ο περιορισμένος στην πόλη ξεχύνεται ανυπεράσπιστος στην εξοχή και στη Φύση!
ΚΡΕΩΝ: Μα για τ’ όνομα του Θεού! Προσπάθησε να καταλάβεις μια στιγμή και συ, μικρή ανόητη! Πώς προσπάθησα εγώ να σε καταλάβω; Πρέπει ωστόσο να υπάρχουν και κάποιοι που να λένε «ναι». Πρέπει να υπάρξει κάποιος που να κυβερνήσει το καράβι. […]
ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Δε θέλω να καταλάβω. Αυτό χρειάζεται σε σας. Εγώ δε βρίσκομ’ εδώ για να καταλάβω. Μόνο για να σας πω «όχι» και να πεθάνω. (ΖΑΝ ΑΝΟΥΪΓ, Αντιγόνη, Μετάφραση: Μάριος Πλωρίτης)
Ελένη Γ.