Πρώτα καθάρισα το αμάξι, κυρίως από τις τρίχες του σκύλου. Δύσκολο· μου πήρε ώρα, κολλάνε οι τρίχες, τρυπώνουν στην ύφανση του καθίσματος, συνυφαίνονται. Το έπλυνα κι απέξω. Έριξα νερό, έτριψα τις βρωμιές.
Το κυριότερο, μετά, πήγα στη θάλασσα. Ήλιος λαμπερός πάνω στα μάτια μου, έβαλα τα γυαλιά, δε φτάνανε. Φόρεσα το σκουφί, καλύτερα. Μετά γέμισα τη μεγάλη σακούλα με τα φύκια να τα ρίξω στον κήπο. Είναι ωραίο φυσικό λίπασμα αλλά εμποδίζει κιόλας τα χορτάρια – ζιζάνια να φυτρώσουν καθώς δεν αφήνει το φως του ήλιου να ζεστάνει το χώμα..
Μου αρέσανε τα φύκια έτσι όπως πατούσα απάνω τους ξυπόλητη, όπως κάθισα μαλακά κι ευχάριστα, όπως ξάπλωσα στο τέλος βάζοντας το σκουφί να σκεπάσω το πρόσωπο.
Ο ήλιος λαμπρός πολύ και η θάλασσα όμορφη μπλε. Μέσα γυάλιζε το νερό. Ήταν ο ήλιος και ο ουρανός. Ήταν κι ο αέρας που ανάσαινε δροσερός.
Την άλλη μέρα συνάντησα τους ανθρώπους.
Πρώτα τον νεαρό με τα γαλανά μάτια που ήτανε όπως τα θυμόμουνα. Και τα άλλα του σουσούμια θύμιζαν το σόι. Το κύρτωμα της ράχης, το κάπως λοξό περπάτημα και το χαμηλό κοίταγμα. Είδα και τα δόντια στο χαμόγελο «Θα λερωθείτε!». απονευρωμένα άτεχνα, μαυρισμένα.
Κι εκείνος ο παλιός συνομήλικος ήρθε στο ελαιοτριβείο όμως. Δε θυμόμουν ούτε το όνομά του. Σα να έβλεπα τον πατέρα του. Μεγάλο γκριζομάλλη και γελαστό. Ήταν όμως ο γιος του. Ο πατέρας από χρόνια πεθαμένος δε γινότανε να βρίσκεται ακόμη έτσι ανάμεσά μας.
Και ξαφνικά, αργότερα στο σπίτι το δίπατο, μέσα στο παλιό κατώι, κάτω από τις τράβες τις μαυρισμένες και πάνω από το τσιμέντο το βρώμικο με τα χίλια πράγματα σκυφτός να μη χτυπήσει τη χαμηλή πόρτα, εκείνο το ερείπιο, το ρετάλι που αποφεύγω σαν το διάολο όλες τις ημέρες και τις νύχτες.
–Ξεμπλέκεις ποτέ από αυτά…
Κουβαλούσε το βάρος βαρυγκωμώντας. Ένας όμορφος άντρας κατεστραμμένος.
Ελένη Γ.
Share this Post