–Ξέρεις τι είναι να μεγαλώνεις χωρίς πατέρα;
Ξέρεις τι είναι να μεγαλώνεις χωρίς καμιά καθοδήγηση από πουθενά;
Να μη μπορεί κανείς να σου επιβληθεί ότι ξέρει το σωστό,
αν λείπει ο πατέρας…
(Δ. Γ.)
Η πομπή με τις μαυροφορεμένες γυναίκες κινείται βιαστικά στο δρόμο. Σκίζουν τα μάγουλά τους, κλαίνε, ουρλιάζουν. Τα μικρά τους παιδιά τις τραβάνε απ’ τις μακριές φούστες. Λεφούσι που σπαράζει, φτάνουν στο προαύλιο. Κι εκεί στέκονται. Καμιά τους δεν τολμάει να μπει στην εκκλησία. Μια βουή σηκώνεται. Βουή και θρήνος. Μέσα στο ναό είναι ο τρόμος.
Εκείνη όμως θα μπει. Θα τραβήξει την κουβέρτα και θα τον δει, ό,τι είχε απομείνει απ’ αυτόν, τον πατέρα των παιδιών της.
– Κακόμοιρο… Του είχανε βγάλει τα νύχια…
Οι πιο πολλές δεν αντέξανε να τους δούνε.
Αργότερα είπανε πως δεν ήταν αυτός. Αργότερα είπανε πως ήταν μια σικέ αναγνώριση. Αλλά εγώ την άκουσα με τα ίδια μου τα αυτιά, την είδα που χαμήλωνε τα γαλανά της μάτια. «Μη ρωτάς, τι είδα παιδί μου».
Τα υπόλοιπα είναι Ιστορία. Καθημερινές ψηφίδες που φτιάχνουν τη μεγάλη αφήγηση. (Επιβιώσανε, προκόψανε εδώ ή στα ξένα, αγαπημένοι, δεμένοι σαν μια γροθιά η οικογένεια).
Οι ψυχές τους όμως;
–Άκου να σου πω μάνα! Δε θέλω να σε ξαναδώ να κλαις μπροστά μας! Ό,τι έγινε -έγινε. Τώρα θα πρέπει να κοιτάξουμε τι θα κάμουμε. Πώς θα ζήσουμε.
Είναι δυνατή η ζωή, πιο δυνατή από τον θάνατο και την καταστροφή. Και τα νιάτα έχουν ακατάβλητο σθένος, έχουν ορμή που τα σπρώχνει μπροστά.
Το τραύμα τους όμως; Εκείνο που θάψανε βιαστικά και βίαια κάτω από το στεγνό τους πρόσωπο για να ζήσουν; Για να πάνε μπροστά, αφήνοντας πίσω τη φρίκη και τον τρόμο; Εκείνος ο πανικός που βούλωσε με τρέμουλο το λαιμό τους;
Δούλευε στις ψυχές τους αθέατο.
Κάτω από το φρεσκοπλυμένο δέρμα το καλοντυμένο, πίσω από τις προσεκτικές μελετημένες κινήσεις. Ακοίμητο έχυνε το αργό του δηλητήριο. Έβαφε, έγλυφε, σχημάτιζε, διαμόρφωνε. Εργαζόταν περιμένοντας την ευκαιρία, τον κατάλληλο χρόνο, τον τόπο και την περίσταση. Τις συνθήκες. Να εξασθενίσει ο οργανισμός, να πέσουν οι άμυνες (όταν ταλαιπωρηθεί ή αδυνατίσει ή κρυώσει ή… χίλια δυο) και τότε να χτυπήσει στο ευαίσθητο σημείο (άλλος έχει ευαισθησία στο λαιμό, άλλος στο στομάχι, άλλος στα πνευμόνια, άλλος στο κεφάλι, άλλος αλλού). Έτσι όπως συμβαίνει και με τις οικογένειες, που φορτώνεται τη δυσλειτουργία ο πιο αδύναμος κρίκος, ο ανυποψίαστος, αυτός που μπορεί λόγω συγκυρίας να έχει τα πιο ευάλωτα σύνορα, τις πιο εκτεθειμένες άμυνες. Έτσι, κάπως σαν τα πολύχρωμα ρούχα όταν μπαίνουν μαζί στο πλυντήριο. (Έχω προσέξει πως αν κάποιο απ’ όλα ξεβάφει, το χρώμα του δεν τα επηρεάζει όλα, μόνο μερικά χάνουν τη δική τους απόχρωση. Έχω δει πορτοκαλί πετσέτες να γκριζάρουν απ’ το καινούριο μου τζιν που ξέβαψε αλλά να μένει αναλλοίωτη η κίτρινη ζέρσεϊ πουκαμίσα μου).
*
Πάλι πίσω στο παρόν όμως. Στην αδυναμία του παρόντος. Όταν το τραύμα το καλά κλεισμένο, το σκεπασμένο με ωραία ακριβά ρούχα και σπουδαίες μεγάλες επιτυχίες στα μάτια των άλλων, έχει πια ανοίξει και τρέχει. Λόγια, λέξεις, φράσεις και παράπονα. Όσα δεν ειπώθηκαν, όσα δεν ακούμπησαν στους γερούς ώμους του πατέρα, στις πλάτες των μεγαλύτερων αδερφών, στη μάνα που αγνάντευε πελαγωμένη το κενό.
Χωρίς φωνή. Χωρίς λόγια. Μόνο σάλια. Σάλια και δάκρυα.
Στεκόμαστε – ανόητα τσουτσέκια ανιστόρητα – απορημένοι, περίλυποι μπροστά του. Γιατί; Ρωτάμε κι ούτε σκεφτόμαστε να ψάξουμε κάτω απ’ το δέρμα. Στο μέρος εκείνο που αναβρύζει τα δάκρυα. Τα δάκρυα και τα σάλια. Γιατί; Μεγάλοι άνθρωποι, γυναίκες κυρίως με βαμμένα μαλλιά απ’ αυτές τις φρόνιμες που κάθονται και σταυρώνουν τα χέρια μπροστά στην ποδιά τους. Έτσι όπως του τρέχουν τα σάλια, όπως μένει σκυφτός πάνω στο κάθισμά του.
Κι ας είναι εκεί μπροστά στα μάτια μας, απέναντί μας, η φωτεινή οθόνη με την πόλη που καταστρέφεται. Τα ερείπια. Τις μανάδες με τα ματωμένα τους μωρά στην αγκαλιά, τις κοπέλες με το περήφανο βλέμμα και τα στρατιωτικά τους αμπέχονα. Κι ας απλώνεται το καινούριο τραύμα ολοφάνερο. Το τραύμα των άλλων. Που ουρλιάζουν και κλαίνε.
Το δικό μας, παλιό, σκεπασμένο, μπορεί και ξεχασμένο πια απ’ τους πολλούς, το εθνικό μας απύλωτο τραύμα, ψελλίζει το δικό του επιθανάτιο ρόγχο. Μπροστά μας. Στα μάτια μας τα ανόητα. Αν στήσουμε αυτί θα ακούσουμε να συντρίβονται γύρω μας οι παράπλευρες απώλειες. Χωρίς τέλος και έλεος.
Ελένη Γ.