Στο τραπέζι σκόρπια φύλλα σιωπή μόνο η καρδιά
μετράει τους χτύπους της γυρεύοντας
πίσω από τα κλειστά παράθυρα τη λάμπα που απέμεινε με το λίγο φως
στην ίδια θέση κρεμασμένη χρόνια δεν ξέρει τι να κάνει
γιατί δεν τελειώνει αυτή η ιστορία
δεν κλείνουνε ποτέ οι παλιές πληγές στο σώμα των άστρων
και μένει ξάγρυπνη η σκέψη σου
δύσκολο να μη μπορείς ν’ αποφασίσεις
γράφεις και σβήνεις όλη νύχτα ως το πρωί
σωρός πέφτουν τα φύλλα το ένα μετά το άλλο στο τραπέζι
άχρηστα φύλλα που ξοδεύτηκαν κι άδικα χύθηκε τόσο μελάνι
τόσα χρόνια τόσους αιώνες για τον ίδιο σκοπό
κι απαντάς[1] στης μοίρας ερώτημα
Δεν τελειώνει αυτή η ιστορία
Κι ένας σωρός μισογραμμένα φύλλα
Θα βρίσκονται για πάντα στο τραπέζι.
Aix-en-Provence, 2018
[1] «Ζηλώ σε γέρον,
Δηλώ δ’ ανδρών ως ακίνδυνον
Βίον εξεπέρασ’ αγνώς, ακλεής.»
Ευριπίδη, Ιφιγένεια εν Αυλίδι, στ. 16-18