Μάτια του νερού
Δεν ήταν το ασπράδι των ματιών,
που προσέδιδε απόχρωση στον ουρανό.
Ήταν η μαύρη κόρη των ματιών,
η θυγατέρα όλων μας.
Δεν φέρουν άλλο πια τα δάκρυα
αντισηπτικές ιδιότητες.
Έτσουζαν σε κάθε ανοιγόκλειμα οι βολβοί
στο ξεχείλισμα μιας λίμνης.
Συρρικνωνότανε η ίριδα
στο σχεδόν φως
μιας βίαιης δύναμης.
Η μαύρη κόρη γύρισε.
Ιδιοποίηση
Ο παππούς, ένδακρυς, σχολίαζε εμφατικά
το γέμισμα του ήλιου
ναρκωμένος σε μια ενδοφλέβια θάλασσα.
Να μου μιλά, να της μιλά.
Ο εκσφενδονισμός των διηγήσεών του
μεταφερόταν απ’ τον ουρανό
πίσω σ’ αυτόν.
Παππού, είμαι η επαλήθευσή σου.
Κι αν τώρα η μνήμη σου στένεψε,
θυμάμαι εγώ να σου πω για την Αμμόχωστο.
Το χρώμα που ιδιοποιήθηκε ο ήλιος.
* πρόκειται για δύο ποιήματα από ανέκδοτη ποιητική συλλογή