Οι ενδιάμεσες –συνήθως– είναι οι στιγμές που δεν συμβαίνει κάτι σημαντικό, κάτι αξιομνημόνευτο, είναι οι μεταβατικές περίοδοι, οι εν τω μέσω δύο χρονικών σημείων αναφοράς, είναι οι συρραφές, οι σύνδεσμοι, οι ανάπαυλες μέχρι να συμβεί κάτι –ας πούμε αξιοπρόσεκτο, ας πούμε σπουδαίο (υπό το πρίσμα της ιστορικότητας)– ή η συνειδητοποίηση πως κάτι έχει/είχε ήδη συμβεί που δεν αξιολογήθηκε συγχρονικά ως προς τη σημαντικότητά του, αλλά αποτιμάται μοιραία και σημειωτικά σε έτερο χρόνο και είναι ήδη αργά. Είναι εκεί: όπου δεν υπάρχει όραση/ δεν υπάρχει θαύμα/ δεν υπάρχει ο χάρτης της ιστορίας, όπως λέει η πρώτη κιόλας στιγμή-ποίημα.
22 ποιητικές ενδιάμεσες στιγμές κατά τη διάρκεια των οποίων υπάρχει η αποδοχή του ανέστιου, του θολού, του ηττημένου, του ξενιτεμένου, του απόκληρου, ενός παραδεδομένου από τον τεχνητό και φυσικό κόσμο συνονθυλεύματος: πλαστικά λουλούδια/ καρφωμένα σε τσιμέντα (σ. 7), μέσα στην καπνιά τ’ οξυγόνου (σ. 9), από τα σύρματα της άνοιξης (σ. 16), Δεξαμενές στα βουνά/με αίμα πηχτό (σ. 27). Όλα έχουν συντελεστεί εκτός, έξω, στα δεν-δίχως-μην-εκ ή εξ, στα στερητικά/αρνητικά προθήματα των λέξεων και με τη σειρά τους στα νοήματα-έννοιες: πώς να κάνω να σε βρω/ μην πεθάνουμε της πείνας; (σ. 9), στην πρώτη μισή λέξη/ που δεν μιλήθηκε (σ. 21), δεν υπάρχει θάλασσα-δεν παφλάζει ο ήλιος (σ. 20), μην σκοτώνεις την αγάπη τώρα (σ. 24), Δεν βλέπεις; (σ. 25), Δίχως φωτογραφίες προσώπων (σ. 27), ο πόνος εκτοπίζεται (σ. 28), αλλά δεν είναι οι μόνοι δείκτες του αποτυπώματος μιας καταστροφικής σειράς συνεπειών ή μιας ύστατης και ταυτόχρονα άσκοπης προσπάθειας όχι για να διασωθεί ένα ήττον αλλά περισσότερο για να απορροφηθεί το οδυνηρό αδιάσπαστο. Οι πιο σκληροί δείκτες, οι αρνητικότεροι και ματαιότεροι είναι όσοι έχουν συντελεστεί εντός, στις λέξεις μιας υποτιθέμενης θετικότητας ή κίβδηλης στερεοτυπικής ασφάλειας, σε οικεία μοτίβα που δημιουργούν μεγαλύτερη απειλή μες στην αναγνώρισή τους ή αποδοχή τους ως οικεία. Είναι η Αντιγόνη νεκρή/ μέσα στις πόλεις (σ. 8). Φτιαγμένοι από χώμα πίνουμε για να ξεδιψάσουμε, λάσπη (σ. 10), μ’ αυτούς που γλίτωσαν (σ. 14), Ο ουρανός τελειώνει (σ. 12), αισιοδοξότερη λέξη –εν προκειμένω– δεν είναι η λέξη ουρανός, αλλά η χρήση ενός ενεστώτα ως μια ύστατη προσπάθεια ενός χρόνου που δηλώνει μια τωρικότητα, άρα ίσως μια ανώφελη ευκαιρία για αλλαγή, μπας και εντοπιστεί ένα νέο έστω αναγκαίο πριν το βέβαιο τετελεσμένο, το μάταιο επείγον, ένα ψευδές περιθώριο του τελευταίου ορίου, μια βουβή προειδοποίηση, ένας άηχος συναγερμός του μη τελικά αναστρέψιμου και η επανάληψη του στίχου Ο ουρανός τελειώνει (τρις), επιτείνει αυτή την ανυπόφορη συνθήκη.
Η βαθιά υπαρξιακή και ιδεολογική θλίψη που κουβαλούν οι ενδιάμεσες στιγμές είναι πως όλα έχουν εγκαταλειφθεί και εκτοπιστεί, όμως δεν είναι η εγκατάλειψη και η (δολιο)φθορά που πληγώνει το ποιητικό υποκείμενο (καθώς παρατηρεί, καταγράφει, αποδέχεται, χωνεύει –οι ενέργειες είναι εξασθενημένα δυναμικές–), αλλά αυτό που δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό είναι πως όλα έχουν συντελεστεί αμαχητί (σ. 27) κάπου, κάπως, κάποτε σε μια ανύποπτη ενδιάμεση στιγμή που δεν την πήρε κανείς χαμπάρι, γιατί ακριβώς θεωρήθηκε ανύποπτη και ενδιάμεση και το αμαχητί, το χωρίς μάχη, το χωρίς αντίσταση, με την ηθική και ιστορική του υπόσταση και προέκταση δημιουργεί ατμόσφαιρα αιτιατά πνιγερή και θερμοκρασία που παγώνει ό,τι θα έπρεπε να παραμένει αξιακά φλεγόμενο.
Νίκη Χαλκιαδάκη
[Παναγιώτης Δήμου, Ενδιάμεσες στιγμές, Ποίηση, φωτογραφία εξωφύλλου Γιώργος Μέκρας, εκδ. Μανδραγόρας, Αθήνα, Μάρτιος 2023, σελ. 34, αριθμ. έκδοσης: 380, ISBN: 978-960-592-162-0 τιμή: 10.60]