Από την ουράνια λαιμητόμο έως το ικρίωμα της τέχνης
Το πιο ειλικρινές και τίμιο για να προχωρήσει κάποιος στην κριτική ανάλυση ενός έργου τέχνης -εν προκειμένου ενός ποιητικού έργου, και συγκεκριμένα της νέας ποιητικής συλλογής του Σωτήρη Νούσια Λαιμητόμος στον Ουρανό– είναι να καθορίσει από πριν το πλαίσιο αυτής της κριτικής, δηλαδή τη μεθοδολογία που θα ακολουθήσει. Θα αποκάλυπτα πως μία σοβαρή μέθοδος προσέγγισης την οποία εφάρμοζα και εφαρμόζω σε λογοτεχνικά -και όχι μόνο- έργα που με ικανοποιούν από άποψη αισθητικής, για να καταλήξω γρήγορα σε μία κριτική περιεχομένου γι’ αυτά τα έργα, είναι εκείνη που αναφέρει ο θεωρητικός, φιλόσοφος, ποιητής και πρωτοπόρος του σουρεαλισμού Νικόλας Κάλας ως Εμπνευσμένη Κριτική. Κατά τη γνώμη μου η Εμπνευσμένη Κριτική αποτελεί μία ολιστική μέθοδο ανάλυσης ενός έργου, αφού βασίζεται στην ανακάλυψη ομοιοτήτων και συνειρμών, και που όσο κατορθώνει να εμπνέεται από το έργο, τόσες περισσότερες αποκαλύψεις θα κάνει γι’ αυτό. Το έργο τέχνης είναι ένα αντικείμενο μελέτης, αφού είναι μία πραγματικότητα από μόνο του και η κριτική του προσέγγιση είναι εξ’ ορισμού μία διεργασία παρανοϊκή εφόσον στοχεύει να αποκαλύψει τις εκπλήξεις, τις εσωτερικές του αντιθέσεις, η δε σχέση του κριτικού με το έργο είναι σύμφωνα με τον Jaspers ένα πραγματικό παραλήρημα σχέσεων. Οι ιδιαίτερες σχέσεις που ανέπτυξα με τα ποιήματα της συλλογής Λαιμητόμος στον Ουρανό με ενέπνευσαν να γράψω το Επίμετρό της που περιέχεται στην έκδοση του βιβλίου, και που μπορεί κάποιος να διαβάσει, αλλά εξακολουθούν τα ποιήματα αυτά να λειτουργούν και να συνδιαλέγονται τόσο με το συνειδητό όσο και με το ασυνείδητό μου και, φυσικά, είναι κάτι που δε θα σταματήσει αφού κάθε έργο ζει κάθε φορά που θα βρεθεί κάποιος να το διαβάσει. Ο ομφάλιος λώρος με τον δημιουργό του έχει κοπεί και αποτελούν πλέον δύο ανεξάρτητες οντότητες. Έργο και δημιουργός. Εκείνο που μπορεί να εντοπίσει κανείς σε καθεμιά ανάγνωση των ποιημάτων αυτής της συλλογής του Νούσια είναι μία κίνηση συναισθημάτων, ένας παροξυσμός που δεν οδηγεί όμως στην Αριστοτελική κάθαρση. Κάτι μένει ανοιχτό, ίσως και συναισθηματικά ανολοκλήρωτο. Μία ασύμμετρη συναισθηματική κίνηση που άλλοτε πάλλεται προς τον υπαρξιακό της πόλο, άλλοτε προς το πιο στιβαρό και αντικειμενικό μεσημβρινό της Ιστορίας. Ο Νούσιας φαίνεται πως προσεγγίζει έναν σουρεαλιστικό λόγο, και για τον πιο επαναστατικό πυρήνα των σουρεαλιστών η ψυχαναλυτική γραφή (η συγκίνηση, η ενόρμηση, η επιθυμία) είναι εκείνη που δημιουργεί τη σύζευξη με το τυχαίο του ιστορικού υλισμού, με στόχο την εξέγερση. Εδώ ο Νούσιας στέκεται με συνέπεια στο σκέλος της ιστορικής ανάλυσης, αν και το ποίημα «Επιζώντες» που είναι αφιερωμένο στον Σταμάτη Πολενάκη υπονομεύεται ιδεολογικά από την παρήχηση του δίπολου λέξεων «Στη Χαράμα και την Τερουέλ» σαν μία νοητή -έστω συμβολική- πολιτική συμπόρευση/σύμπλευση με την ποιητική συλλογή Τα τριαντάφυλλα της Μερσέδες, που εξαιτίας αυτής της πολιτικής μεταμέλειας -συνθηκολόγησης- του ίδιου του δημιουργού της, που προβάλλεται στο τραγικό πρόσωπο του πολεμιστή των Διεθνών Ταξιαρχιών που πήρε μέρος στον Ισπανικό Εμφύλιο, τηρείται η ασφάλεια της θέσης των ίσων αποστάσεων, που εξισώνει τον θύτη με το θύμα, τον φασίστα με τον κομμουνιστή. Το πρόσωπο αυτό, ο τελευταίος επιζώντας της ταξιαρχίας Λίνκολν, σύμφωνα με το ποιητικό παραλήρημα του Πολενάκη, διαρκώς επαναλαμβάνει με στόμφο που ομοιάζει με νευρωτικού ασθενή -και όχι φυσικά επαναστάτη- πως δεν καταδέχεται να γυρίσει στα παλιά πεδία των μαχών, στη Χαράμα και την Τερουέλ, επειδή έχασε την ομπρέλα του και βρέχει ακόμα καταρρακτωδώς στην Ισπανία. Δεν καταδέχεται φυσικά να παραδώσει ούτε το περίστροφό του -εκείνο της ουτοπίας;- και δεν θα επιστρέψει φυσικά στα παλιά πεδία των μαχών για πολλούς λόγους, ένας από τους οποίους είναι η τσιγγάνα η Μερσέδες που επέστρεψε θριαμβευτικά διασχίζοντας ξανά από την αρχή τη ναρκοθετημένη πεδιάδα και μας έφερε κούτες ολόκληρες με τσιγάρα και χοιρομέρι, όπως διαβάζουμε στο ποίημα του. Κανένας λόγος φυσικά από τον Πολενάκη για τις μάχες εναντίον του φασισμού, δεν θα έπρεπε -εκ των υστέρων φυσικά- να είχαν δοθεί αφού ο πόλεμος κοστίζει σε νεκρούς. Αυτά τα απελπισμένα πλήθη της ήττας, που καμία πλευρά των συνόρων δεν τους αγκάλιασε, και που εκφυλίζονται από όλες τις απόψεις, κληρονομώντας ένα πελώριο τραύμα στο στήθος, και που δεν τολμά ούτε ο ίδιος ο ποιητής να περιγράψει ή να κατονομάσει, καταδεικνύουν ότι η αντιμετώπιση της ιστορίας του ισπανικού εμφυλίου από τον Σταμάτη Πολενάκη είναι επιεικώς και, πολιτικώς φυσικά, απαράδεχτη. Ο Πολενάκης βέβαια βραβεύτηκε με το κρατικό και με το βραβείο ποίησης του Αναγνώστη για Τα τριαντάφυλλα της Μερσέδες, όχι πως έχει κάτι το σημαντικό η ποίησή του, το αντίθετο, δεν έχει τίποτα να μάς πει, σίγουρα όμως άγγιξε τις political correct ευαίσθητες χορδές της επιτροπής κρατικών βραβείων. Κάτι παρόμοιο συνέβη και για το μυθιστόρημα του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη Το χιόνι των Αγράφων που βραβεύτηκε από το περιοδικό Ο Αναγνώστης. Ένα λιβελογράφημα εναντίον της ηγεσίας του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδος. Είναι πλέον κανόνας πως για να βραβευτεί ένα έργο τέχνης στην Ελλάδα δε θα πρέπει να είναι από μόνο του άξιο της αισθητικής και του περιεχομένου του, αλλά θα πρέπει να έχει προηγηθεί η συνθηκολόγηση και το αλισβερίσι του δημιουργού με το σινάφι, τη συντεχνία, τις επιτροπές βράβευσης και συγκεκριμένους εκδοτικούς οίκους. Στην Ελλάδα δε βραβεύεται το έργο, που όπως αναφέραμε παραπάνω είναι και το αντικείμενο της κριτικής προσέγγισης, αλλά το όνομα του δημιουργού. Βέβαια ο Σωτήρης Νούσιας είναι συνεπής πολιτικά, ιστορικά και ιδεολογικά στη συλλογή του Λαιμητόμος στον Ουρανό. Στο ίδιο ποίημα «Επιζώντες» παρά την αντίφαση που δημιουργεί η φαινομενικά παρανοϊκή σύγχυση με τον Πολενάκη -τι την ήθελε τη Χαράμα και την Τερουέλ;-, αν και οι αντιφάσεις και οι αντιθέσεις ενός έργου είναι θεμιτές και γόνιμες για την κριτική και τον διάλογο, ο Νούσιας το δηλώνει φαρδιά πλατιά και χωρίς αναστολές πως η ποίηση θα είναι Δρεπάνι και σφυρί, ξεκαθαρίζοντας την υπόθεση, βάζοντας τα πράγματα στη θέση τους, καθιστώντας περιττή την παρουσία του Πολενάκη στο ποίημα του αυτό. Η τέχνη άλλωστε είναι κατά βάση μία πολιτική υπόθεση, μία επαναστατική υπόθεση όπως άλλωστε και ο έρωτας. Ο ερωτευμένος είναι στρατευμένος στο αντικείμενο του πάθους του. Ο Νούσιας το γνωρίζει αυτό καλά. Το κομμουνιστικό μανιφέστο εξακολουθεί και εμπνέει με την ποιητική του παρήχηση/αντήχηση: Οι προλετάριοι δεν έχουν τίποτα να χάσουν παρά μόνο τις αλυσίδες τους/ Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε. Ο πρώτος λόγος στην ιστορία της ανθρωπότητας ήταν ο έμμετρος ποιητικός, προφορικά και ομοιοκατάληκτα διαβάζονταν οι νόμοι στον λαό στην αρχαία Ελλάδα, ακόμα και στις τυρρανίδες. Και φυσικά η τέχνη σε καμία περίπτωση δεν είναι διεργασία παθητική, αντιθέτως φτιάχτηκε από αγάπη και μίσος, από ηδονή και πόνο. Η τέχνη τρομάζει, αναμοχλεύει την επιθυμία, ερεθίζει το φύλο, κάνει τα μέλη μας να τρέμουν, ταράζει το μάτι, τρελαίνει τον υστερικό και μας προσφέρει τον τρελό ως παράδειγμα. Αυτά γράφει ο Νικόλας Κάλας στις Εστίες Πυρκαγιάς για την τέχνη. Ένα έργο που εκδόθηκε το 1938 στο Παρίσι για να μεταφραστεί το 1997 στην Ελλάδα. Ο Κάλας τον οποίο ο Αντρέ Μπρετόν κατέτασσε στα πιο λαμπρά μυαλά εκδιώχθηκε, εξοστρακίστηκε κυριολεκτικά από την Ελλάδα. Ο Καραντώνης από τη μία εγκωμίαζε τον Σεφέρη και από την άλλη λιβελογραφούσε εναντίον του Κάλας, όπως διαβάζουμε στον υπέροχο πρόλογο της Αλεξάνδρας Δεληγιώργη στην ελληνική μετάφραση των Εστιών Πυρκαγιάς. Αυτή η λαιμητόμος του Σωτήρη Νούσια είναι κατά βάση ιστορική. Ασκεί την ιστορική της τρομοκρατία δια μέσου του λυρισμού και των συμβολισμών της. Θέτει ερωτήματα και επιφυλάσσει εκπλήξεις στον αναγνώστη. Στρέφεται εναντίον αυτής της επαρχιακής πνευματικής ζωής -που είναι ένα καθόλα ελληνικό φαινόμενο- και που αποκεφαλίζει οτιδήποτε προεξέχει. Μαζί με τους αγωνιστές της δημοκρατίας, και όσους έχουν διανοητική περιέργεια, αλλά και τους επιστήμονες και τους καλλιτέχνες. Στην χώρα των αξιοποιημένων αναξιοτήτων και των αναξιοποίητων αξιών ο ποιητής Σωτήρης Νούσιας ανατέμνει το πτώμα της ιστορίας, αναψηλαφά τα ακρωτηριασμένα μέλη της και διαγράφει με την πένα του τη νοητή εκείνη γραμμή του ουρανού στην οποία η λαιμητόμος εξοστρακίζει κάθε αντιφρονούντα.
Την ποιητική συλλογή Λαιμητόμος στον Ουρανό ένας κριτικός, αλλά και ένας απλός αναγνώστης φυσικά, θα μπορούσε να την αναγνώσει ως πολεμική ποίηση -με το αίμα να κυλά στη σκηνή- ή τουλάχιστον ποίηση με πολεμική διάθεση. Γιατί όχι άλλωστε. Η τέχνη δεν ήταν και δεν θα είναι ποτέ συναισθηματική και ηθική, εναρμονισμένη με την κάλπικη ηθική της άρχουσας τάξης. Η επαναστατική ηθική της τέχνης είναι αυτή που τελικά θα εκδικηθεί σαν γκιλοτίνα, σαν ένα ικρίωμα του μέλλοντος, που μέσα της θα παγιδευτεί οριστικά η κεφαλή της μπουρζουαζίας, εκείνης που αντιλαμβάνεται το πνεύμα ως χρηματοκιβώτιο και αντιμετωπίζει την τέχνη με όρους χρηματιστηρίου, στην τρέλα βλέπει μόνο τον ζουρλομανδύα και στην επιθυμία τη μαύρη ή τη ριγέ γραβάτα, το μονόχρωμο ή το πολύχρωμο πουκάμισο.
Σπύρος Γ. Μπρίκος