Ποίηση
Γιάννης Πομώνης ΑΝΤΙ –ΑΧΡΕΙΑΣΤΗΣ, ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΗΣ – ΑΚΟΛΟΥΘΙΑΣ (ΝΕΚΡΟΣΙΜΟΥ )
Γιάννης Πομώνης ΑΝΤΙ –ΑΧΡΕΙΑΣΤΗΣ, ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΗΣ –
ΑΚΟΛΟΥΘΙΑΣ (ΝΕΚΡΟΣΙΜΟΥ )
Ο Γιάννης Πομώνης, Ζακυνθινός στην καταγωγή, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1955.
Έχοντας – μεταξύ πολλών, και όχι, βέβαια, με χρονολογική σειρά – στις πνευματικές αποσκευές του: Όμηρο, Αριστοτέλη, Αισχύλο, Σοφοκλή, Ευριπίδη, Επίκουρο, Ηράκλειτο, Δημόκριτο, Αριστοφάνη, Πρωταγόρα, Γοργία, Leonardo da Vinci, Isaac Newton, Pascal, Σαίξπηρ, Ρεμπώ, Γκαίτε, Σίλλερ, Χάιντερλινγκ, Ντοστογιέφσκι, Karl Marx, Μπακούνιν, Μαρκούζε, Κολμογκόροφ, Μαγιακόφσκι, Albert Einstein, Freude, Μαξ Πλανκ, Άρη Αλεξάνδρου, Παπαδιαμάντη, Καζαντζάκη, Gabriel Garcia Marquez, Μπόρχες,, Τάσο Λειβαδίτη, Νόαμ Τσόμσκι, Κορνήλιο Κστοριάδη, Χάμπερμας, κ. ά, «προσπάθησε για το μεγάλο ταξίδι, χωρίς ωστόσο να καταφέρει, τίποτε άλλο, παρά ν’ αφήσει λίγες, σκόρπιες, κι ασήμαντες σημειώσεις, και στίχους, όπως και οι ακόλουθοι»:
Όταν θα πάψω πια
Να βρίσκομαι ανάμεσά σας
Τόσες χιλιάδες ήλιοι
Και των γαλαξιών τα σμήνη
Δεν θα ’χουν για μένα
Ούτε την σημασία μιας
Αχυροβελόνας
Θα είμαι
Οριστικά απωλεσθείσης
Ενώ
Θα συνεχίσει αμείωτα
Του κόσμου το λυπητερό
Θανάσιμο τραγούδι
Ο βιολιστής του πείσματος
Θα παίζει όπως πάντα
Απάνω σε ψηλές βουνοκορφές
Και μέσα σε γαλάζιες θάλασσες
Απέραντες
Θ’ απλώνεται η κυριαρχία του ανθρώπου
Η μέλισσα θα εξακολουθεί
Το γόνιμό της δρομολόγιο
Σύννεφα ολάκερα από παιδιά
’θε να κερνούν χαμόγελα
Κάθε περαστικό διαβάτη
Την μήτρα δικαιώνοντας
Του κόσμου –
Θα ναι τότε για εμένα έντιμη έξοδος
Από ζωή γεμάτη από βάσανα
Το τέλος των δακρύων
Η λύση κάθε πόνου
Θα ναι, τότε, για εσάς
Ο ίδιος μυστικός συνέχειας
Δείπνος –
Ωσάν να μην συνέβη τίποτε
Ωσάν να μην υπήρξα καν.
***************************
(Αχ! πόσο δεν πιστεύω πια
Στης ύλης τους
Μετασχηματισμούς
–Ύστατο βάλσαμο
Στερνή,
Αχρείαστη, παρηγοριά
Αχ! πόσο το φοβάμαι
Τούτο το ταξίδι
Κρυώνω
Ντρέπομαι για τον εαυτό
μου
….Πλησιά-
Ζω
Είναι
Ως να μην ζω
Πλησιάζω ολοένα
Λόγια δεν θέλω
Τίποτα
Τιπ…
Τι…
Τ…
Τέλ… )
(( Εσείς να συνεχίστε
// Στο αδιάφορο//, είναι
Παράκλησή μου
- Αν, βέβαια θα
Δώσει, κάποιος
Κάποια σημασία, αν
Έχει κάποιο νόη-
Μα
-…
Άλλωστε- δεν σας μένει
Παρά να …))
*********************************************
– Τα πάντα, Κόσμος
Ανυπέρβλητος,
Ή,
Όπως λέμε
Τριαντάφυλλο
Και πέτρα
Και αστέρι
Κ
Α
Ι …
0
ΤΟ ΧΩΡΙΟ
Το χωριό ήταν νεκρό. Όλοι πάνω από εξήντα –όλοι , εκτός από τον γέρο-Τάκη, έτσι τον έλεγαν, στο αστείο του πράγματος βέβαια- ήταν, βλέπεις, σαρανταδυό. Νεκρό. Κι εκεί, ενώ συνεχιζόταν ο χειμώνας (να υπήρχε, άραγε, άλλη εποχή;), στα παγωμένα, μικρά σκαλοπάτια, που οδηγούσαν σ’ ένα είδος πλατείας, ή, άλλοτε, μπρος από την εκκλησία, στο προαύλιο με τις δυο-τρεις , αμυγδαλιές, μερικές φορές, στη //ρίζα//, την αρχή του βουνού, βρισκόταν. Ο Νίκος. Δώδεκα χρονών, όλος κι όλος, με το χαρούμενο γέλιο του, να κοιτάζει και να μιλά, να αστειεύεται, να παίζει, να πηγαίνει σχολείο –τι σχολείο δηλαδή, ένας δάσκαλος μόνο για έναν και μόνο μαθητή. Ήθελε, όταν μεγάλωνε, να γινόταν οδηγός σε Formula. Αυτό ήταν, το όνειρο του. Όλοι τον αγαπούσαν –όλοι, ανεξαιρέτως. Το ίδιο και αυτός. Νεκρό το χωριό. Σχεδόν…
«Μ»
Share this Post