Ποίηση
Αντρέας Παγουλάτος | Πέραμα«Aνα(σ)τρέψιμη τροπή» III δυο πήχες ξύλο για τους άμαχους που δολοφόνησαν
ξύλο ταπεινή αγκαλιά για τα παιδιά που δολοφόνησαν
ξύλο ταπεινό[…] μονάχα για το ερμάρι του απόκληρου
για το κρεβάτι του ταπεινού και καταφρονημένου
για το κάρο του αγωγιάτη/ για την κάσα του άπορου
Τελικά γιατί δε διαβάζεται η ποίηση, γιατί δεν αφορά τον μέσο άνθρωπο, γιατί δεν κινητοποιεί τις μάζες, γιατί δεν εμπνέει τους νέους, γιατί ξεσηκώνει τη χλεύη όσων επιφυλάσσουν στον εαυτό τους το δικαίωμα του τιμωρού-τιμητή κανιβαλίζοντας στις βιτρίνες του Ιανού, γιατί οι ποιητικές συλλογές –και ισχύει για όλες, ακόμα και των επωνύμως συναλλασσόμενων με τα καθεστωτικά ΜΜΕ–, εμφανίζουν μηδενική ζήτηση; Θα γραφτούν οι ευκαιριακές νεκρολογίες, και μετά; Όμως η ζωή του Αντρέα δεν ήταν παρά μια διαρκής προσπάθεια διαλόγου και μύησης, με άξονα και αφορμή την τέχνη. Τι θα μείνει λοιπόν από τις ατελείωτες δημόσιες εκδηλώσεις, την κοινή μας πορεία με τον Ευτύχη Μπιτσάκη, τη Χρύσα Προκοπάκη, τον Δημήτρη Παπαχρήστο, τα περιοδικά μας, την πρώτη συλλογική μας δράση με τον Αντιπολεμικό Ποιητικό Μαραθώνιο στη Σίνα 16∙ τη μέρα της αμερικανικής εισβολής στο Ιράκ. Τι θα μείνει από τις Μέρες Ποίησης στην ανοιξιάτικη ισημερία του Μάρτη που έμελλε να ’ναι η τελευταία για τον Αντρέα Παγουλάτο; Ποιος ξέρει τις βραδιές για τους ποιητές μετανάστες στη χώρα μας, την Ποίηση ενάντια στη βία και την κρατική καταστολή, (στο φορτισμένο σημειολογικά ίδρυμα «Αντρέας Λεντάκης», την αφιερωμένη στον Ποιητή-πολίτη παρέμβασή μας του 2008, την Ποίηση κατά της αστυνομοκρατίας, μετά τον περσινό φονικό Δεκέμβρη; Τι θα φυλάξουμε από τις Ποιητικές του ανιχνεύσεις, τις μικρές γιορτές ποίησης και μουσικής που μ’ ένα πλήθος δημιουργών έστηνε και στήναμε σχεδόν κάθε μήνα στο χώρο του Νοsotros, στα Εξάρχεια; «ζωή και ροή της όλα τα ξεπερνάει: όχι μόνο τα συνθέτει/ τα μεταμορφώνει τ’ αλλάζει από το καλούπι ως το σχήμα την αίσθηση/ ως και την ίδια την αντοχή των έρημων ανθρώπων να ζήσουν και ίσως να καταλάβουν// σαν να κρατούσατε στις χούφτες σας λίγο από/ το αλάτι…». Αυτό το ξεχείλισμα του κόσμου πέρα από το νόμο και πέρα από το μέτρο, οι Πόροι δηλαδή τα περάσματα από όπου περνούν τα υγρά ή τα αέρια μόρια της ύπαρξης, ήταν το αίτημα-ποίημα του Αντρέα, προκειμένου να συνδεθούν, εκ νέου, η ζωή με την τέχνη. Mε τον άνθρωπο ως απόλυτα πολιτικό ον να συν αισθάνεται, να αγωνίζεται, να διαφωνεί, να οργίζεται, αλλά να σκέφτεται: αίτημα η μεταμόρφωση του ανθρώπου/ βήματα πάνω από κάρβουνα και διαμάντια/ καταδότες.
«Τίποτε/ να μην φαίνεται/ ότι αλλάζει/ ακατάπαυστα/ όλα οδηγούν/ στην παρα σιώπηση;» παραμένει μετέωρο το ερώτημα-ποίημα από την τελευταία του συλλογή «Πέραμα» (εκδ. Μανδραγόρας 2006) που ξεκίνησε να γράφεται στο Παρίσι το 1979 και ολοκληρώθηκε στην Αθήνα την περίοδο 2004-2005. Μια πόλη-πέρασμα, λιμνασμένο λιμάνι ναυάγιο που τον συντροφεύει πια μέσω της μυθικής διάστασής της, στο δικό του τελευταίο ταξίδι. Ένα έργο-αλληγορία, εκεί όπου το πολιτικό στοιχείο παραμένει εμφατικά ζωντανό συντροφεύοντας τον ερωτικό, μυθικό και ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα της ποίησής του. Ένας υπόγειος μίτος γυροφέρνει το Πέραμα συνδέοντας τα ποιητικά/βιωματικά του περάσματα με την ανάγκη του να επι κοινωνήσει και όχι απλά να συναθροιστεί στα σαλόνια και τις κοσμικές στήλες. Γεννημένος και μεγαλωμένος μέσα στις μνήμες, τη βαριά μουσική παράδοση και ιστορία της Ροσινιόλ, όπου απολάμβαναν οικογενειακώς τα «αηδόνια» του λαϊκού πενταγράμμου, και της οποίας έμεινε πιστός μέχρι τέλους –πέραν της περιόδου του Παρισιού (1970-1988) που μετήλθε της γαλλικής κουλτούρας, καταλυτική στη διαμόρφωση και εξέλιξη της δουλειάς του–, ο Αντρέας ξεδίπλωσε ένα έργο μωσαϊκό, μέσα από την ευρύτητα των θεματικών και καλλιτεχνικών ενοτήτων με τις οποίες καταπιάστηκε: ποίηση (πρώτα και κύρια), δοκίμιο, κριτική και θεωρία του κινηματογράφου.
Την Τετάρτη 24 Μαρτίου 2010 τον συνοδεύσαμε στη βιαστική του αναχώρηση, στον Άγιο Βασίλειο στο Περιστέρι δίπλα στο γήπεδο του Ατρόμητου, την ομάδα που ίδρυσε μια παρέα νέων παιδιών στα τέλη του ’30. Στις μέχρι την Κυριακή συζητήσεις μας δε μας απασχόλησε ποτέ ποδοσφαιρικά, η λογοτεχνικά φορτισμένη δεκαετία του’30. Σήμερα, ένα χρόνο μετά το θάνατό του, συσχετίζω μια άλλη εκδοχή: η περιοχή να πήρε τ’ όνομά της από τον νεαρό Γάλλο Σομπλάν Ροσινιόλ που άφησε τη Λυών, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, συνδέθηκε φιλικά με τους ιδρυτές της ομάδας του Ατρομήτου Αθηνών κι έπεσε, αυτοκτονώντας τον Σεπτέμβρη του 1936, από την ομώνυμη γέφυρα.
–Νέο υλικό Αντρέα για τα επόμενα ποιήματά σου.
«Μ»
Μανδραγόρας, 2006
46 σελ.
ISBN 960-7528-67-0,
ISBN-13 978-960-7528-67-4
Share this Post