Χρονογράφημα
Γιώργος Πέππας | Το μόνο που μας μαθαίνουν είναι η σιωπή
Προτείνω να ταξιδέψετε μέσα στην πόλη. Να την ανακαλύψετε ξανά. Γιατί η πόλη έχει πολλά πρόσωπα που διαρκώς μεταβάλλονται. Κάθε μέρα ο καθένας μας ακολουθεί ένα δρόμο που είναι προσχεδιασμένος, ένας δρόμος ρουτίνας, ένας δρόμος ολοένα και πιο φοβισμένος. Και η πόλη είναι το πρόσωπό μας.
Είμαι ένας άνθρωπος που χάνεται μέσα στην πόλη. Έχω χαθεί στην Αθηνάς και στην πλατεία Κουμουνδούρου, βράδυ. Μου αρέσει να κυκλοφορώ στην Κινέζικη συνοικία και να τρώω στα μαγαζιά της. Θυμάμαι ένα παιδί από την Αλβανία που πουλούσε χαρτομάντιλα στα Εξάρχεια και σε μια κατάληψη του Πολυτεχνείου –δήθεν – πολιτικοποιημένοι το είχαν χτυπήσει για να του πάρουν όσα λεφτά είχε πάνω του. Θυμάμαι τρεις Πακιστανούς που πουλούσαν τριαντάφυλλα και ένα βράδυ ήρθαν στο μαγαζί που δούλευα στα Εξάρχεια για να μου ζητήσουν, δειλά, αν μπορώ να τους φτιάξω μια σοκολάτα. Όταν έφευγαν πρόσεξα ένα τριαντάφυλλο πάνω στη μπάρα. Θυμάμαι το τηλεφώνημα ενός φίλου φέτος το Πάσχα. Με πήρε να μου πει ότι ήταν σε ένα τυχαίο μπαρ –μάλλον– Αλγερινών, κάπου στα Πατήσια, επειδή δεν ήθελε να κάνει Ανάσταση μόνος του. Θυμάμαι ακόμη τις αδέσποτες που είχα φάει για να γλιτώσω κάποιον ξένο από τα χέρια –δήθεν– πατριωτών, όταν είχαν βγει να πανηγυρίσουν κάποια νίκη της Εθνικής. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τα άσχημα πρόσωπα κάποιων αλλοδαπών σε ένα σουπερμάρκετ, που κοιτούσαν τη μικρή αδερφή μου και εκείνη κλαίγοντας να τους λέει «είμαι καλό κορίτσι». Συλλέγω αναμνήσεις.
Είμαι ένας άνθρωπός που αισθάνεται ξένος στην πόλη του. Με εκπλήσσει, κάθε φορά η εικόνα που έχουν για την πόλη μας όσοι δεν μένουν εδώ. Φίλοι μού τηλεφωνούν, τρομοκρατημένοι από την τηλεόραση, για να δουν αν ζούμε ακόμη. Εκεί συνειδητοποιείς το πώς ονειρευόμαστε πια: αγωνιζόμαστε όλοι για μια flat τηλεόραση. Και οι φοβίες που κουβαλάμε μέσα μας αλλάζουν συνέχεια κανάλι. Μας μαθαίνουν να βρίσκουμε συνέχεια πού διαφέρουμε από τον άνθρωπο απέναντί μας. Μας πείθουν ότι ο καθένας μας ανήκει σε μια κατηγορία ανθρώπων που –πάντα – υπάρχει το κατάλληλο προϊόν που θα την κάνει ευτυχισμένη. Έχουν καταφέρει να μας κάνουν συνενόχους, που δεν μιλάμε για να μπορέσουμε να στριμωχτούμε στην ουρά του περίμενε-τη-σειρά-σου-να-βολευτείς. Μας μαθαίνουν να κάνουμε επίπεδα όνειρα. Αντίθετα, δεν μας έμαθαν ποτέ πώς να μαθαίνουμε.
Είμαι ένας άνθρωπος που ψάχνει άλλους ανθρώπους μέσα στην πόλη που ζει. Και με τρομάζει το γεγονός ότι τους συναντώ όλο και πιο σπάνια. Τους συναντώ σαν λαθρεπιβάτες. Με εκείνο το βλέμμα που προσπαθεί να αναγνωρίσει ποιος είναι ο ελεγκτής. Και την ίδια ανησυχία. Ο Μαρξ δυστυχώς δεν μίλησε ποτέ για τον καπιταλισμό στις διαπροσωπικές σχέσεις. Οι Ισπανοί έκαναν λάθος: δεν κοιμόμαστε, φοβόμαστε. Φοβόμαστε τα όσα μας αφορούν. Αν κάτι μπορεί να μεταβάλλει την κατάσταση είναι η ικανότητά μας να διακρίνουμε την ομορφιά κάθε μέρα και παντού. Και να μην φοβόμαστε να την διεκδικήσουμε. Μας Αφορά.
Στην προκυμαία παρατημένη
η πάνινη φτωχιά βαλίτσα του λαθρεπιβάτη. Πιθανόν
εκεί μέσα
να υπήρχε κάτι που μας αφορούσε. [1]
ΥΓ. Ξέρω: κηρύγματα και ρητορείες πάλι, θα πεις.
Γιώργος Πέππας
[1] Απρόσμενο –Τα Αρνητικά της Σιωπής, Γιάννης Ρίτσος
Μετάφραση: Σόφη Πανέρη
Lo único que nos enseñan es el silencio
Propongo que viajéis dentro de la ciudad. Que la descubráis otra vez. Porque la ciudad tiene muchas caras que continuamente cambian. Cada día, cada uno sigue una ruta que ya tiene predeterminada, una rutina, un miedo. Y la ciudad es nuestra cara.
Soy una persona que se pierde dentro de la ciudad. Me perdí en la calle Atinas y en la plaza Kumunduru, por la noche. Me gusta pasear por el barrio de los chinos y comer en sus restaurantes. Recuerdo un niño de Albania que vendía pañuelos en Exarxia y en un sitio ocupado de la universidad politécnica algunos pretendidos militantes le pegaron para robarle el dinero que tenía. Recuerdo tres pakistaníes que vendían flores y una noche vinieron al bar en el que trabajaba para preguntar – tímidamente – si podían preparar un chocolate. Cuando se fueron, vi una rosa encima del bar. Recuerdo la llamada de un amigo este año, en pascua. Me llamó para decirme que estaba en un bar cualquiera – quizás argelino – en algún lugar de Patisia, porque no quería pasar las pascuas solo. Todavía recuerdo cuando me rompieron la cara por ayudar a un inmigrante de los golpes de unos pretendidos nacionalistas. No olvidaré nunca las caras extrañas de algunos extranjeros en un supermercado que miraban a mi hermana pequeña y ella llorando les decía “soy buena chica”. Colecciono recuerdos.
Soy un hombre que se siente extranjero en su ciudad. Me sorprende cada vez más la imagen que tienen de nuestra ciudad los que no viven aquí. Mis amigos me llaman horrorizados por lo que han visto en la television, para preguntar si vivimos todavía. En este momento te das cuenta de como son nuestros sueños: todos luchamos en contra de una televisión superficial. Y el miedo que nosotros llevamos dentro cambia como si cambiáramos de canal. Nos enseñan a encontrar cada vez las diferencias entre las personas. Nos convencen de que cada uno es parte de un grupo de personas que – siempre – tiene el producto apropiado para su felicidad. Nos hacen sentir culpables… Nos enseñan a hacer sueños planos. En cambio, nunca nos han enseñado cómo aprender.
Soy una persona que busca otras personas dentro de la ciudad en la que vive. Y me da miedo el hecho de que cada vez las encuentro más extrañas. Los encuentro como polizones. Con esa mirada que intenta conocer quien es el revisor. Y con la misma inquietud. Marx desafortunadamente nunca habló del capitalismo de las relaciones personales. Los españoles cometen un error: no dormimos, tenemos miedo. Tenemos miedo de las cosas que nos incumben. Si algo puede cambiar la situación es nuestra capacidad para ver la belleza todos los días en todos los sitios. Y que no tengamos miedo de luchar por ella. Nos incube.
En la rompleolas abandonada
la maleta de pano de polizon. Quizas
ahi dentro
haria algo que nos incumbe.[1]
P.S. :Sé, homilias y elocuciones otra vez, deciras.[2]
Giorgos Peppas
[1] Giannis Ritsos
[2] Manolis Anagnostakis
Share this Post