«Πως τα πας με τη μάσκα, μάνα;»
«Μια χαρούλα βλέπου οπ’ βγαίνου κι πιρπατάου.»
«Μάνα, άσε τα παλαβά. Κορονοϊό έχουμε. Δεν έχουμε καρνάβαλο.»
«Πάψι συ. Σάμπους κι αφνούς μασκαριμένς δε τσ’ βλέπς;»
«Ποιους ρε μάνα;»
«Αφνούς μι του καπίστρ, π’ βγαίνι κι τα λένι κάθι βραδ. Ούλου λένι. Που τα βρίσκνι; Τα φέρνι απού δω, τα φέρνι απού κει, ούλου τσ’ πιθαμένς μιτράνι.»
«Μάνα, να προσέχεις, μη σπάσεις κανένα πόδι. Δεν είμαστε τώρα για νοσοκομεία.»
«Ισύ να κτας τα θκας τα πουδάρια κι μένα να μ’ αφήης όπ’ μ’ άφσις τόσου γκιρό.
«Καλύτερα να μη βγαίνεις έξω. Δεν προσέχεις που περπατάς, θα πεδικλωθείς και μετά θα τρέχουμε.»
«Τι είνι αυτά π’ μ’ λες κουτζάμ μιγαλουγιατρός; Δε μπρουσέχου ιγώ;»
«Για το καλό σου τα λέω, μάνα.»
«Ιγώ του καλόμ του ξέρου, δε θα μ’ του ιπεις ισύ.»
«Τότε, γιατί δεν φοράς μάσκα;»
«Ποιος στούιπι;»
«Δε χρειάζεται να μου το πουν. Σε ξέρω.»
«Γιατί έτσ’ μ’ αρέθ’. Αν δε ντου καταλαβαίνς κρίμας τν ιπιστήμι σ’.»
Χρόνια την παρακάλαγε να πάει να μείνει μαζί του στην Αθήνα κι αυτή αγύριστο κεφάλι. Την πήρε και με το άγριο. Τίποτα. Στο τέλος, ο διάσημος καρδιοχειρουργός κατέθεσε πινακίδες. Τι να έκανε; Μάνα του ήταν.
«Μάνα, το λένε όλοι γιατροί· και οι μικροί και οι διάσημοι.»
«Άμα είνι διάσημ’ όπους τσλες να τσ’ κάνι δρόμς.»
«Μάνα, έχεις τρακοσάρια να πληρώνεις;»
«Έχιτι ισείς, π’ βγάζιτι τ’ μύτ’ σας όξου;»
«Μάνα, ο ιός είναι άγριος, αν σε ρίξει στο κρεβάτι…»
«Πάψι συ. Γιος δε θα πιράσ’ απού πάνουμ.»
«Ρε μάνα, είσαι στα πρόθυρα.»
«Τι θες να κάνου; Έτσ’ δε μούειπις, να ντ’ ανοίγου για να μπαιν’ ου αέρας μέσα; Άλλα μ’ λες τώρα; Ιγώ μι τα γιατρουσόφιαμ’ σ’ έκανα κουτζάμ γιατρό. Του μυαλό σ’ απ’ όξου τ’ άφσα;»
«Μάνα εγώ πρέπει να γυρίσω στην Αθήνα. Έχω χειρουργείο.»
«Ανάθιμα τσ’ καρδιές, π’ σι παίρνι κάθι φουρά στα ξένα.»
«Δεν είναι ξένα η Αθήνα, ρε μάνα. Το σπίτι μου είναι εκεί και η δουλειά μου.»
«Να τνη φερς στου χουριό τ’ δλιάς. Να λέου κι ’γω πως έχου γιο π’ φκιάν’ τσ’ καρδιές κι να μι πιστέβνι. Να μη νουμίζνι αέρα κουπανστό αυτά π’ τσ’ λέου.»
Έγκωσε ο επιστήμονας από τα αντίξοα. Έκλεισε το πτυχίο στο ντουλάπι και μπήκε στην πραγματικότητα της μάνας του. Έπρεπε να την εμπιστευτεί. Το επόμενο πρωί θα επέστρεφε στην Αθήνα. Κανόνισε με το γείτονα να την παίρνει μαζί του στο χωράφι, να αλλάζει κι εκείνη τον αέρα της και να γλυτώνουν και κανένα πρόστιμο που δε φόραγε μάσκα. Η γριά ήταν ευχαριστημένη. Είχε έξοδο μετά φαγητού, καθημερινό σουαρέ και το παχυλό μεροκάματο, που έδινε ο γιος της κρυφά στον γείτονα. Εκείνος πάλι δεν είχε κανένα πρόβλημα μαζί της· ήτανε γρήγορη και φτούραγε. Μια βδομάδα κράτησε η χαρά. Την επομένη έπεσε το τηλεφώνημα: Τούμπανο η γριά, για άμεση νοσηλεία στο νοσοκομείο της Λάρισας. Είχε βάλει το πρόσωπό της σε σφηκοφωλιά για να πάρει αντίδοτο για τον ιό. Κόσκινο την έκαναν οι σφήκες. Και δος του ορούς και δος του κορτιζόνες, τιναζόταν η άρρωστη σαν ψάρι έξω από το νερό.
«Πονάς γιαγιά;»
«Μπα, πιδάκι μ’, δεν καταλαβαίνου τίπουτις. Ντανακλασικό είνι. Για τσίμπαμι κι άλλου να ιδού.»
«Δεν τσιμπιέσαι γιαγιά.»
«Τάϊδις πιδάκι μ’, τσίτα είμι.»
Τσίτα το ένα μάγουλο, τσίτα και το άλλο έκλεισαν τα μάτια από το πρήξιμο. Στο πρώτο βήμα παρ’ την κάτω τη γριά· βίδωσε ο αστράγαλος ανάποδα και τα πήρε όλα παραμάζωμα.
«Του κουτρίδιμ’, του κουτρίδιμ’ γύρσι αλλούθι» φώναζε η γριά.
«Τρόμαξε η καψερή και παραληρεί» έλεγαν μεταξύ τους οι γιατροί, που δεν γνώριζαν τη διάλεκτο.
«Να φουνάξιτι του γιόμ απ’ τν Αθήνα να μι παρ’ κατ’» επέμενε η γριά.
Κάποτε έφτασε και ο γιος με κομμένη τη χολή.
«Ρε μάνα, δεν έχεις Θεό.»
«Κι Θιό έχου κι Άγιου. Ισύ δε τσ’ βλέπς. Πάντους, ιγώ μάσκα δε ξαναφουράου. Έχι χάρ· μι του ζορ μ’ τνι βάλανι. Τούιπα τ’ γιατρού: άλλ’ φουρά διν έχ’. Να του βανς στ’ μάνα σ’ του καπίστρ’.»
«Τι έφταιξε η μάσκα, ρε μάνα;»
Αμ τι; Αν δε τνι φόραγα θα τρικλουπουδιαζόμνα;»
«Τα είχαμε πει αυτά. Δεν έχουμε απόκριες.»
«Του ξέρου.»
«Τότε, γιατί τη φόραγες στα μάτια, ρε μάνα;»
«Για να μπουρού ν’ ανασένου, ρε χαϊβάν’. Γιατρός έγινις κι ακόμα δε σ’ κόβ’ ντιπ. Τι πιρίμινις να μ’ κόψνι κάνα πρόστμου ιδώ μέσα;»
Κατερίνα Παναγιωτοπούλου