Ποίηση
Ανθολογία για τη Βία
Η ΦΡΙΚΗ ΔΕΝ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΖΕΤΑΙ ΓΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΖΩΝΤΑΝΗ
ΓΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΜΙΛΗΤΗ ΚΑΙ ΠΡΟΧΩΡΑΕΙ
(Γ. Σεφέρης)
Με τόλμη – της δικής μας θέλησης το μέλλον
(Ν. Κάλας)
Η κυριαρχία του κόσμου απ’ άκρη σ’ άκρη
αξίζει λιγότερο από μια σταγόνα αίμα πάνω στη γη.
Σααντί του Σιράζ (Άραβας Μυστικός, αρχές 13ου αι.,
μτφρ. Σ.Λ. Σκαρτσής, Καστανιώτης 1988)
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, Τρωάδες
(Εκάβη) Ω! το κεφάλι μου, ω τα μηλίγγια
και τα πλευρά μου, ποθώ να σαλέψω
και να γυρίσω τη ράχη και τη ραχοκοκαλιά μου
και προς τόνα πλευρό και προς τάλλο
δακρυσμένους στενάζοντας κι ατέλειωτους θρήνους.
Νανούρισμα είναι κι αυτό για τους δύστυχους
τη συμφορά τους με τραγούδι να μοιρολογούν αχόρευτο.
[…]
(Ανδρομάχη:) Παιδάκι μου, δακρύζεις; Καταλαβαίνεις τι κακό σε περιμένει;
Τι με τα χεράκια σου με πιάνεις; Τι κρατιέσαι από το πέπλο,
σαν πουλάκι που κάτω απ’ τα φτερά μου πάει να μπει;
Ο Έκτορας δε θα ’ρθει πια, από τη γης δε θα ’βγει,
ν’ αρπάξει το κοντάρι και να σε σώσει,
ούτε η γενιά του πατέρα σου ούτε των Φρυγών η δύναμη,
μα πέφτοντας με το κεφάλι κάτω από ψηλά
αλύπητα θα ξεψυχήσεις!
Ω νιο βλαστάρι, γλυκό φορτίο της μάνας σου,
πνοή γλυκιά του σώματος! Μάταια λοιπόν
αυτός ο μαστός μου από τα σπάργανα σ’ έχει μεγαλώσει·
στα χαμένα μοχθούσα κι έλιωσα απ’ τις φροντίδες.
Τώρα –ποτέ πια άλλοτε– τη μάνα σου αγκάλιασε
πέσε στην αγκαλιά μου, με τα χεράκια σου
σφίξε με, στο στόμα φίλησέ με.
Ω Έλληνες, βαρβαρικά μαρτύρια που βρήκατε,
τι το παιδάκι αυτό σας φταίει και το σκοτώνετε;
…
Μα, εμπρός, πάρτε το, ρίξτε το παιδί, αφού πρέπει να ριχτεί.
Χορτάστε με τις σάρκες του.
(415 π.Χ., στιχ. 740-765, 774-75, μτφρ. Π. Σπανδωνίδης)
ΔΗΜΟΤΙΚΟ, ΚΛΕΦΤΙΚΟ
Ένα ποτάμι ροβολά από τα κορφοβούνια.
Ήταν μουντό, ήταν θολό, ήταν και ματωμένο.
Σέρνει γελέκα κλέφτικα, κορμιά ξαρματωμένα.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΛΒΟΣ
Εις θάνατον
κ.΄
[…]
Ο ήλιος κυκλοδίωκτος,
ως αράχνη μ’ εδίπλωνε
και με φως και με θάνατον
ακαταπαύστως.
(Η Λύρα, 1824)
Εις Σάμον
α΄.
Όσοι το χάλκεον χέρι
βαρύ του φόβου αισθάνονται,
ζυγόν δουλείας, ας έχωσι·
θέλει αρετήν και τόλμην
η ελευθερία.
β΄.
Αυτή (και ο μύθος κρύπτει
νουν αληθείας) επτέρωσε
τον Ίκαρον· και αν έπεσεν
ο πτερωθείς κ’ επνίγη
θαλασσωμένος·
γ΄.
Αφ’ υψηλά όμως έπεσε,
και απέθανεν ελεύθερος. ―
Αν γένης σφάγιον άτιμον
ενός τυράννου, νόμιζε
φρικτόν τον τάφον.
(Λυρικά, 1826)
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ
Η Γυναίκα της Ζάκυθος (απόσπ.)
Κεφάλαιον 1
Ο Ιερομόναχος πικραίνεται
1. Εγώ Διονύσιος Ιερομόναχος, εγκάτοικος στο ξωκλήσι του Αγίου Λύπιου, για να περιγράψω ό,τι στοχάζουμαι λέγω:
2. Ότι εγύριζα από το μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου, οπού είχα πάει για να μιλήσω με έναν καλόγερο για κάτι υπόθεσες ψυχικές,
3. και ήτανε καλοκαίρι, και ήταν η ώρα οπού θολώνουνε τα νερά, και είχα φθάσει στα Τρία Πηγάδια, και ήταν εκεί τριγύρου η γη όλο νερά, γιατί πάνε οι γυναίκες και συχνοβγάνουνε,
4. εσταμάτησα σε ένα από τα Τρία Πηγάδια, και απιθώνοντας τα χέρια μου στο φιλιατρό του πηγαδιού έσκυψα να ιδώ αν ήτουν πολύ νερό.
5. Και το είδα ώς τη μέση γιομάτο και είπα: Δόξα σοι ο Θεός.
6. Γλυκιά η δροσιά που στέρνει για τα σπλάχνα του ανθρώπου το καλοκαίρι, μεγάλα τα έργα του και μεγάλη η αφχαριστία του ανθρώπου.
7. Και οι δίκαιοι κατά τη Θεία Γραφή πόσοι είναι; Και συλλογίζοντας αυτό επαίξανε τα μάτια μου στα χέρια μου οπού ήτανε απιθωμένα στο φιλιατρό.
8. Και θέλοντας να μετρήσω με τα δάχτυλα τους δίκαιους ασήκωσα από το φιλιατρό το χέρι μου το ζερβί, και κοιτώντας τα δάχτυλα του δεξιού είπα: Τάχα να είναι πολλά;
9. Και αρχίνησα και εσύγκρενα τον αριθμό των δικαίων οπού εγνώριζα με αυτά τα πέντε δάχτυλα, και βρίσκοντας πως ετούτα επερισσεύανε ελιγόστεψα το δάχτυλο το λιανό, κρύβοντάς το ανάμεσα στο φιλιατρό και στην απαλάμη μου.
10. Και έστεκα και εθεωρούσα τα τέσσερα δάχτυλα για πολληώρα, και αιστάνθηκα μεγάλη λαχτάρα, γιατί είδα πως ήμουνα στενεμένος να λιγοστέψω, και κοντά στο λιανό μου δάχτυλο έβαλα το σιμοτινό του στην ίδια θέση.
11. Εμνέσκανε το λοιπόν αποκάτου από τα μάτια μου τα τρία δάχτυλα μοναχά, και τα εχτυπούσα ανήσυχα απάνου στο φιλιατρό για να βοηθήσω το νου μου να εύρει κάνε τρεις δίκαιους.
12. Αλλά επειδή αρχινήσανε τα σωθικά μου να τρέμουνε σαν τη θάλασσα που δεν ησυχάζει ποτέ,
13. ασήκωσα τα τρία μου έρμα δάχτυλα και έκαμα το σταυρό μου.
14. Έπειτα θέλοντας να αριθμήσω τους άδικους, έχωσα το ένα χέρι μες στην τσέπη του ράσου μου και το άλλο ανάμεσα στο ζωνάρι μου, γιατί εκατάλαβα, αλίμονον! πως τα δάχτυλα δεν εχρειαζόντανε ολότελα.
(1829)
Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι
Σχεδίασμα Γ΄
[2.]
Έργα και λόγια, στοχασμοί, –στέκομαι και κοιτάζω–
λούλουδα μύρια, πούλουδα, που κρύβουν το χορτάρι,
κι άσπρα, γαλάζια, κόκκινα καλούν χρυσό μελίσσι.
Εκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με το χάρο. –
Μες στα χαράματα συχνά, και μες στα μεσημέρια,
και σα θολώσουν τα νερά, και τ’ άστρα σα πληθύνουν,
ξάφνου σκιρτούν οι ακρογιαλιές, τα πέλαγα κι οι βράχοι.
«Αραπιάς άτι, Γάλλου νους, βόλι Τουρκιάς, τόπ’ Άγγλου!
Πέλαγο μέγα πολεμά, βαρεί το καλυβάκι·
κι αλιά! σε λίγο ξέσκεπα τα λίγα στήθια μένουν·
αθάνατή ‘σαι, που ποτέ, βροντή, δεν ησυχάζεις;»
Στην πλώρη, που σκιρτά, γειρτός, τούτά ‘π’ ο ξένος ναύτης.
Δειλιάζουν γύρου τα νησιά, παρακαλούν και κλαίνε,
και με λιβάνια δέχεται και φώτα τον καημό τους
ο σταυροθόλωτος ναός και το φτωχό ξωκλήσι.
Το μίσος όμως έβγαλε και κείνο τη φωνή του:
«Ψαρού, τ’ αγκίστρι π’ άφησες, αλλού να ρίξεις άμε.»
(1844)
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ
Ο τελευταίος σταθμός (απόσπ.)
[…]
Πάλι τα ίδια και τα ίδια, θα μου πεις, φίλε.
Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμάλωτου τη σκέψη
του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια
δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς.
Ίσως και να ‘θελε να μείνει βασιλιάς ανθρωποφάγων
ξοδεύοντας δυνάμεις που κανείς δεν αγοράζει,
να σεργιανά μέσα σε κάμπους αγαπάνθων
ν’ ακούει τα τουμπελέκια κάτω απ’ το δέντρο του μπαμπού,
καθώς χορεύουν οι αυλικοί με τερατώδεις προσωπίδες.
Όμως ο τόπος που τον πελεκούν και που τον καίνε σαν το πεύκο, και τον βλέπεις
είτε στο σκοτεινό βαγόνι, χωρίς νερό, σπασμένα τζάμια, νύχτες και νύχτες
είτε στο πυρωμένο πλοίο που θα βουλιάξει καθώς το δείχνουν οι στατιστικές,
ετούτα ρίζωσαν μες στο μυαλό και δεν αλλάζουν
ετούτα φύτεψαν εικόνες ίδιες με τα δέντρα εκείνα
που ρίχνουν τα κλωνάρια τους μες στα παρθένα δάση
κι αυτά καρφώνουνται στο χώμα και ξαναφυτρώνουν·
ρίχνουν κλωνάρια και ξαναφυτρώνουν δρασκελώντας
λεύγες και λεύγες·
ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας.
Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές
είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη
δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή
γιατί είναι αμίλητη και προχωράει·
στάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνο
μνησιπήμων πόνος.
Να μιλήσω για ήρωες να μιλήσω για ήρωες: ο Μιχάλης
που έφυγε μ’ ανοιχτές πληγές απ’ το νοσοκομείο
ίσως μιλούσε για ήρωες όταν, τη νύχτα εκείνη
που έσερνε το ποδάρι του μες στη συσκοτισμένη πολιτεία,
ούρλιαζε ψηλαφώντας τον πόνο μας· «Στα σκοτεινά
πηγαίνουμε, στα σκοτεινά προχωρούμε…»
Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά.
Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσουν.
(Ημερολόγιο Καταστρώματος, Β΄, 1944)
Νότες για ένα ποίημα (αποσπ.)
[η΄]
Ο σταυραϊτός εδάγκωσε μια ρώγα κι άλλη ρώγα
και κάρφωσε τα νύχια του στην άγονη κοιλιά
κι είδα μέσ’ απ’ τα σύννεφα να χύνεται μια φλόγα
που έσβησε με το ματωμένο κύμα στην ακρογιαλιά.
[θ΄]
Αντάρης: το βυσσινί σκυλόδοντο της Αφροδίτης.
[ι΄]
Άδεια πελάγη, άδεια καράβια, κεφάλια αδύναμα,
ψυχές πιασμένες στο δίχτυ της μεγάλης αράχνης—
[ια΄]
Και την άκουσες την αυγή να ουρλιάζει·
«Θυμήσου τα λουτρά που σε θανάτωσαν, πατέρα»,
όχι μονάχα στην κυψέλη των θησαυρισμένων τάφων
αλλά κι εδώ στις γειτονιές με τους ακοίμητους κινηματογράφους,
στο περιβόλι της πολιτείας που το κατάπιε η νύχτα,
στο Σύνταγμα μπροστά στον Άγνωστο Στρατιώτη:
Πόσα λεπτά σιωπής κοστίζει μια ζωή;
«Θυμήσου τα λουτρά που σε θανάτωσαν, πατέρα»·
μονάχα το αίμα θα ποτίζει τη ζωή και τ’ αηδόνι,
έτσι όπως τραγουδά τον πόθο του πίσω απ’ τις κλειδωμένες γρίλιες
(αφηρημένος, σκυμμένο το κεφάλι περνάει στο δρόμο ένας καταδικασμένος σε θάνατο από όλους)
για τα παιδάκια που αύριο θα ‘ρθουν να παίξουν με καινούριες κουδουνίστρες—
(Τετράδιο Γυμνασμάτων, 1976)
ΛΥΝΤΙΑ ΣΤΕΦΑΝΟΥ
Τοπία από την καταγωγή και την περιπλάνηση του Υκ
η καταγωγή
ΙΙ (απόσπ.)
Μα τώρα η λάσπη πα΄γωσε, έγινε ατσάλι.
Σωπάσαν τα παιδιά –πολλά πεθάναν–
καθώς τα πρόλαβε η παγωνιά και τάντυσε
Μέσ’ στο κρουσταλλένιο κλάμα τους.
Άκρα Σιγή
Μονάχα ο άνεμος απ’ ώρα σ’ ώρα αρπάζει
Πέτρες και τις στριφογυνράει ψηλά
Φτιάχνοντας δίνες μέσα στις χιονοστιβάδες.
Ήταν ο δεύτερος χειμώνας.
Στην ξεκληρισμένη γειτονιά
Άκουες ακόμα πού και πού τα λιανοντούφεκα.
Κι οι πιο γενναίοι δάγκωναν τις σάρκες τους
Μην τους αρπάξει τη στερνή κραυγή ο τρόμος
Κι άλλοι τις έβλεπαν, να κατεβαίνουν πια
Κόρες από ψηλά κι από το μέλλον –νάρχονται–
Κόρες ονείρων
Τα μπράτσα τους λιγνά κι ωραία σαν πλοκαμοί
Ν’ απλώνουν και να στρώνουν μέσ’ στην άκρα σιωπή
Σεντόνια πάνω σε πεσμένα κορμιά.
Κι εκεί που κάθε ζωντανό σκάβει λαγούμι να κρυφτεί
Το πιο βαθιά της γης ματωμένο σώμα
Σηκώθηκε σαν ίσκιος βγήκε ο Υκ
Μέσ’ από τη βουή που ρέει στα έγκατα
Μέσ’ από τα σφιγμένα σπλάχνα του άλλου κόσμου.
VIII
Ίσως να τον αναγνωρίσουν εκείνοι που μεγάλωσαν
Πάλι στα νεκροταφεία των τραίνων.
Σαν πέσει η νύχτα κατεβαίνουν και κουρνιάζουν
Οι κραυγές όλες των σαρκοφάγων πτηνών.
Χωρίς φανάρια
Μεγάλες πόλεις αδιαπέραστες στο κλάμα
Ξυπόλητες, ξεσκέπαστες,
Πλαγιασμένες στο τσιμέντο
Αφιερωμένες στη συφορά.
Παιδιά με τα οικοδομικά τετράγωνα σκαμένα στην παλάμη
Δίχως άλλη προσευχή.
Κήποι φραμένοι με συρματοπλέγματα
Αδιάβατοι καθώς το αγέννητο τραγούδι
Σαν την πηχτήν ομίχλη πικροί.
Στο γειτονικό φαρμακείο
Που μυρίζει σάρκα ύστερα απ’ τον φόνο
Φέραν τη μάνα μου. Την επόμενη μέρα
Την πήγαν γι’ αλλού
Πέρα απ’ τα τραίνα.
η περιπλάνηση
Χ
Κείνη την εποχή συνάχτηκαν οι δυνατοί του κόσμου
Να ξανακάνουν μοιρασιά.
Κι επειδή τρώγανε πολύ
Φέραν καζάνια-ηφαίστεια
Και ζώα που το καθένα τους ένα βουνό και λόφος.
Απ’ την αυγή μαγείρευαν
Γδέρναν και χώριζαν πλευρά
Κόβανε πόδια λιάνιζαν τα κόκαλα
Ξερίζωναν καλύβια
Ξεθεμέλιωναν τις πόλεις.
Αυτοί που ορίζουν τους σεισμούς και τις βροχές
Καίγαν σωρούς δαδί τον άνθρωπο.
Ο λυσσασμένος άνεμος τους κουβαλούσε στη ράχη του
Τα μολυσμένα ποτάμια τους κατέβαζαν στις θάλασσες
Χωρίς ντροπή τους έφεγγε για να διαβούν το φεγγάρι.
Γαία πελώρη,
Εσύ που δοξολόγησες στη γέννησή σου το ιλαρό τόξο του τραγουδιού
Όταν με χάρη κύκνου
Τινάχτηκε ο μακρύς λαιμός, τανίστηκε στα πέταλα
Που αφήνανε να πέφτουν
Όλες οι μυγδαλιές του ήλιου
Κι η ράχη σου ανατρίχιασε με χνούδι ευδαιμονίας
Με αγριολούλουδα του Αιγαίου
Κι όπως βουτάει το ψαροπούλι
Έκλεψες τις πιο σπάνιες αχιβάδες για να στολίσεις τους βράχους σου
Εσύ που παραστάθηκες στο πρώτο κλάμα του παιδιού
Πριν απ’ τον πρώτο πόλεμο του κόσμου
Προτού ο νέος θεός μάθει το δόλο
Και τ’ άλλα τα δικά μας καμώματα
Στα σπάργανα όταν νανούριζες
Με νυχτοπεταλούδες
Τα δυο παιδιά του έρωτα
Κι ήταν το παραμύθι του πλεγμένο σαν το τρέξιμο αγριμιών
Μέσ’ στ’ όνειρο του κόσμου
Ήσουν εσύ;
Ίδια εσύ;
Φωλιά δεινοσαύρων
Σπήλαιο λεόντων
Παγίδα σκαμμένη από κεραυνούς
Στρογγυλή εσύ
Παραμορφωμένη
Πώς δεν άνοιξες
Τα χίλια σφραγισμένα στόματά σου
Να τους καταπιείς;
Αλλά
Γη–Τέρας
Εκ βαθέων ευλόγησες τα έργα των τυράννων
Από τότε που σε γνωρίσαμε.
(1965)
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ
Από μέσα μου
Ακόμα δε μπόρεσα να χύσω ένα δάκρυ
Πάνω στην καταστροφή
Δεν κύτταξα ακόμα καλά τους πεθαμένους
Δεν πρόφτασα να δω πως λείπουνε
Από τη συντροφιά μου
Πως έχασαν τον αγέρα που εγώ αναπνέω
Και πως η μουσική των λουλουδιών
Ο βόμβος των ονομάτων που έχουνε τα πράματα
Δεν έρχεται στ’ αυτιά τους
Ακόμα δε χλιμίντρισαν τ’ άλογα
Που θα με φέρουν πλάι τους
Να τους μιλήσω
Να κλάψω μαζί τους
Και ύστερα να τους σηκώσω όρθιους
Όλοι να σηκωθούμε σαν ένας άνθρωπος
Σαν τίποτα να μην είχε γίνει
Σαν η μάχη να μην είχε περάσει πάνω απ’ τα κεφάλια μας
(1940)
ΑΡΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
Μέσα στις πέτρες
Κι όμως δεν αυτοκτόνησα.
Είδατε ποτέ κανέναν έλατο να κατεβαίνει μοναχός του στο πριονιστήριο;
Η θέση μας είναι μέσα δω σ’ αυτό το δάσος
με τα κλαδιά κομμένα μισοκαμένους τους κορμούς
με τις ρίζες σφηνωμένες μες στις πέτρες.
(Ευθύτης οδών, 1959)
ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ
Μπολιβάρ. Ένα ελληνικό ποίημα (απόσπ.)
Χορός
στροφή
(entrée des guitares)
Αν η νύχτα, αργή να περάση,
Παρηγόρια μάς στέλνει τις παλιές τις σελήνες,
Αν στου κάμπου τα πλάτη φαντασμάτων σκοτάδια
Λυσικόμους παρθένες μ’ αλυσίδες φορτώνουν,
Ήρθ’ η ώρα της νίκης, ήρθε ώρα θριάμβου.
Εις τα σκέλεθρα τ’ άδεια στρατηγών πολεμάρχων
Τρικαντά θα φορέσουν που ποτίστηκαν μ’ αίμα,
Και το κόκκινο χρώμα πούχαν πριν τη θυσία
Θα σκεπάση μ’ αχτίδες της σημαίας το θάμπος.
αντιστροφή
(the love of liberty brought us here)
τ’ άροτρα στων φοινικιών τις ρίζες
κι ο ήλιος
που λαμπρός ανατέλλει
σε τρόπαι’ ανάμεσα
και πουλιά
και κοντάρια
θ’ αναγγείλη ώς εκεί που κυλάει το δάκρυ
και το παίρνει ο αέρας στης
θαλάσσης
τα βάθη
τον φριχτότατον όρκο
το φρικτότερο σκότος
το φριχτό παραμύθι:
Libertad
(1944)
Nέα περί του θανάτου του Iσπανού ποιητού Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα στις 19 Aυγούστου του 1936 μέσα στο χαντάκι του Kαμίνο Nτε Λα Φουέντε
…una accion vil y disgraciado.
η τέχνη κι’ η ποίηση δεν μας βοηθούν να ζήσουμε:
η τέχνη και η ποίησις μας βοηθούνε
να πεθάνουμε
περιφρόνησις απόλυτη
αρμόζει
σ’ όλους αυτούς τους θόρυβους
τις έρευνες
τα σχόλια επί σχολίων
που κάθε τόσο ξεφουρνίζουν
αργόσχολοι και ματαιόδοξοι γραφιάδες
γύρω από τις μυστηριώδικες κι’ αισχρές συνθήκες
της εκτελέσεως του κακορρίζικου του Λόρκα
υπό των φασιστών
μα επί τέλους! πια ο καθείς γνωρίζει
πως
από καιρό τώρα
― και προ παντός στα χρόνια τα δικά μας τα σακάτικα ―
είθισται
να δολοφονούν
τους ποιητάς
( Εν ανθηρώ Έλληνι λόγω,1957)
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
Επιλογικό
Να με θυμόσαστε – είπε. Χιλιάδες χιλιόμετρα περπάτησα
χωρίς ψωμί, χωρίς νερό, πάνω σε πέτρες κι αγκάθια,
για να σας φέρω ψωμί και νερό και τριαντάφυλλα. Την ομορφιά
ποτές μου δεν την πρόδωσα. Όλο το βιός μου το μοίρασα δίκαια.
Μερτικό εγώ δεν κράτησα. Πάμπτωχος. Μ’ ένα κρινάκι του αγρού
Τις πιο άγριες νύχτες μας φώτισα. Να με θυμάστε.
Και συχωράτε μου την τελευταία μου θλίψη: Θά ‘θελα
ακόμη μια φορά με το λεπτό δρεπανάκι του φεγγαριού να θερίσω
ένα ώριμο στάχυ. Να σταθώ στο κατώφλι, να κοιτάω
και να μασώ σπυρί σπυρί το στάρι με τα μπροστινά μου δόντια
θαυμάζοντας κι ευλογώντας τούτον τον κόσμο που αφήνω,
θαυμάζοντας κι Εκείνον που ανεβαίνει το λόφο στο πάγχρυσο
λιόγερμα. Δέστε:
Στο αριστερό μανίκι του έχει ένα πορφυρό τετράγωνο
μπάλωμα. Αυτό
δεν διακρίνεται πολύ καθαρά. Κι ήθελα αυτό προπάντων
να σας δείξω.
Κι ίσως γι’ αυτό προπάντων θ’ άξιζε να με θυμάστε.
( Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα, 1991)
Χωρίς αντίβαρο
Αηδία, –λέει– αηδία· κλείσε τ’ αυτιά, τα ρουθούνια , τα μάτια.
Ν’ ακούσεις τι; Να δεις τι; Εφτά σφαίρες, οχτώ σφαίρες.
Κι ο δολοφόνος δολοφονημένος, κι ο άλλος το ίδιο,
κι εδώ κι εκεί. Προς τα πού να κοιτάξεις; Τι ν’ αντιπαραθέσεις;
Σκισμένες όλες οι σημαίες κατά μήκος όλου του χρόνου,
και μήτε μιά σ’ ένα μπαλκόνι ψηλά να χαμηλώσεις μεσίστια.
Παλιές εφημερίδες επιπλέουν στα νερά, πλάι στους πνιγμένους.
(Πέτρες, Ι, 1971)
Κάτω απ’ τη λήθη
Το μόνο απτό που απόμεινε από κείνον, ήταν το σακάκι του.
Το κρέμασε εκεί, στη μεγάλη ντουλάπα. Ξεχάστηκε,
στριμώχτηκε στο βάθος, απ’ τα δικά μας ρούχα, θερινά, χειμωνιάτικα,
κάθε χρόνο καινούργια, για τις καινούργιες ανάγκες μας. Ώσπου,
μια μέρα, μας χτύπησε στο μάτι, – μπορεί κι απ’ το περίεργο χρώμα του,
μπορεί κι απ’ την κοψιά της παλιάς μόδας. Πάνω στα κουμπιά του,
έμεναν τρία κυκλικά, ομοιόμορφα τοπία:
ο τοίχος της εκτέλεσης, με τέσσερεις τρύπες, κι ολόγυρα η τύψη μας.
(Μαρτυρίες Α΄, 1966)
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΛΑΣ
Επανάσταση (απόσπ.)
Θα ‘θελα να φτιάξω έναν ουρανό
να ‘χω τώρα που νύχτωσε ένα στερέωμα να κοιτάζω
θα το ‘καμνα μεγάλο, γιομάτο άστρα με σχήματα παράξενα
θα τού ‘βαζα αντίς από ‘να, δυό φεγγάρια ανόμοια
το ‘να μικρό σαν παιδί, τ’ άλλο μεγάλο σαν παράπονο.
Δε θα πήγαιναν τα δυό πάντα μαζί
το πρώτο θα πλάγιαζε κοντά στο βορρά
και το μεγάλο θα’ ρχότανε απάνου απ’ το ρολόι μου να σημάνει μεσάνυχτα.
Την εποχή όπου θα πήγαιναν πλάι πλάι
σα δυό μάτια γλαυκά – της τύφλας τα μάτια
θα βλέπαν όσα ο φόβος έχει φτιάξει
θα βλέπαν ριγμένα κοντά μου
λόγια – της μέρας τα λόγια
και θα με κυνηγούσαν τα φεγγάρια
και το φέγγος τους θα με κάρφωνε
και το ένα σιωπηλά θα μίλαγε γλώσσα μετάνοιας
και το άλλο με πάθος θα ‘τρεχε μέσ’ στο στερέωμα
πάνου σε καινούργιες τροχιές
έτσι που του διφέγγαρου ουρανού
η νεόβγαλτη τάξη να μοιάζει σαν τρέλα
και λιβανισμένα από την αρμονία τους θ’ ανεβοκατέβαιναν τα βλέφαρά μου.
Διπλό παιχνίδι κύκλων τώρα σκεπάζει τον ουρανό
ζευγαρωτές μελωδίες πρωτάκουστες στ’ αυτιά μου
γεννούν οι αόρατες χορδές των φεγγαριών –
στεφάνι ολόκληρο από άσπρες μπάλες ο ουρανός
κυλούνε κι ανεβαίνουν ρόδες φωτεινές
κι ανεβάζουν τον ουρανό.
Προτού ξημερώσει ακούγονται φιλιά
είν’ τα φεγγάρια που πέφτουν και χτυπιούνται.
Όταν ξυπνώ, ξυπνώ από κούραση το κορμί μου μοιάζει σα να υπέφερε.
(Οδός Νικήτα Ράντου, 1977)
ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
Κι έγινε τότε μεγάλη σιωπή.
Κι άρχισε ο ήλιος να κατεβαίνει μέσα στις φλόγες της δύσης.
Κι ο ουρανός έγινε κόκκινος. Και το χώμα κόκκινο. Σαν αίμα.
Και δεν ακουγόταν τίποτα σ’ όλη τη γη.
Και προβάλλοντας σιγά-σιγά πίσω απ’ τα υψώματα
μεγάλες σκοτεινές φάλαγγες φάνηκαν νάρχονται.
Απ’ τις πεδιάδες, απ’ τα φαράγγια, απ’ τις χαράδρες, απ’ τα βουνά
απ’ όλους τους δρόμους φάνηκαν νάρχονται
οι νεκροί του πολέμου.
[…]
Και πίσω τους έρχεται ο άνεμος
πίσω τους έρχεται ο μεγάλος άνεμος
πίσω τους έρχεται ο μεγάλος άνεμος βουίζοντας
ειρήνη
ειρήνη
ειρήνη
(Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου, 1953)
ο άνθρωπος
με το κασκέτο 16. Και την πρώτη νύχτα μπήκε μες στο κελί ένας άνθρωπος πούχε χάσει το πρόσωπό του, κι ακούμπησε το φανάρι που κρατούσε κάτω στο πάτωμα.
17. Κι ο ίσκιος του μεγάλωσε πάνω στον τοίχο.
18. Και τον ερώτησε: πού έχεις κρυμμένα τα όπλα;
19. Κι εκείνος, κανείς δεν ξέρει αν από σύμπτωση, ή ίσως για ν’ απαντήσει,
20. Έβαλε το χέρι πάνω στην καρδιά του.
21. Και τότε τον χτύπησε. Ύστερα μπήκε άλλος άνθρωπος πούχε χάσει το πρόσωπό του και τον χτύπησε κι αυτός.
22. Κι οι άνθρωποι πούχαν χάσει το πρόσωπό τους, ήσαν πολλοί.
23. Και ξημέρωσε. Και βράδιασε.
24. Ημέρες σαράντα.
25. Κι ήρθαν στιγμές που φοβήθηκε πως θα χάσει το λογικό του.
26. Και τον έσωσε μια μικρή αράχνη στη γωνιά, που την έβλεπε ακούραστη να υφαίνει τον ιστό της.
27. Και κάθε μέρα της τον χάλαγαν με τις μπότες τους μπαίνοντας.
28. Κι εκείνη τον ξανάρχιζε κάθε μέρα. Και της τον χάλαγαν πάλι. Και άρχιζε ξανά.
29. Εις τους αιώνας των αιώνων.
(Καντάτα, 1960)
ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ
Ο στρατιώτης ποιητής
Δεν έχω γράψει ποιήματα
μέσα σε κρότους
μέσα σε κρότους
κύλησε η ζωή μου
Τη μιαν ημέρα έτρεμα
την άλλην ανατρίχιαζα
μέσα στο φόβο
μέσα στο φόβο
πέρασε η ζωή μου
Δεν έχω γράψει ποιήματα
δεν έχω γράψει ποιήματα
μόνο σταυρούς
σε μνήματα
καρφώνω
Ο τρελός λαγός
Γύριζε στους δρόμους ο τρελός λαγός
γύριζε στους δρόμους
ξέφευγε απ’ τα σύρματα ο τρελός λαγός
έπεφτε στις λάσπες
Φέγγαν τα χαράματα ο τρελός λαγός
άνοιγε η νύχτα
στάζαν αίμα οι καρδιές ο τρελός λαγός
έφεγγε ο κόσμος
Bούρκωναν τα μάτια του ο τρελός λαγός
πρήσκονταν η γλώσσα
βόγγαε μαύρο έντομο ο τρελός λαγός
θάνατος στο στόμα
Η κόλαση
Έβγαινε
ένα ζεστό σκοτάδι
κι αυτός
είχε ξεχάσει το κεφάλι
που επίμονα
αρνιότανε
τα δόντια
τώρα
βασίλευε
ο τρελός
ένα μπαμπάκι
και η πίσσα
Παιδί
Δε θέλει να ξέρει
για το αίμα
είναι δακρυσμένος
κι είν’ αόρατος
χτυπάει η καμπάνα
τρομαγμένος
νά τον τώρα που φαίνεται
μικρό παιδί
πίσω απ’ τα δίχτυα
και νά τον τώρα
μ’ αγκάθια ερπετό
ετοιμοθάνατο
που γέννησε τ’ αβγά του
τι μαύροι που είναι οι άνθρωποι
τι καθαρά που είναι τ’ άστρα
(Τα στίγματα, 1962)
Χρονικό
Ο ήλιος χτυπάει ρυθμικά
και παγωμένος αέρας βγαίνει απ’ το φεγγάρι
το χέρι του τ’ αριστερό τσακίζει ο δαίμονας
σπάζει το μαύρο
σπάζει και το κόκκινο
ξάφνου ανθίζουν μυγδαλιές
ρίχνει τα ζάρια κλαίγοντας ο γέροντας
κι αναστενάζει η Παναγιά
κι όσους ξεγέλασε ο καιρός
κι όσους ξεχώρισε η σκιά
τώρα είναι καρφωμένοι
σαν πεινασμένοι έλικες γυρίζουνε
οι δείχτες των ωρολογιών
ατάραχος ο Θάνατος κάθεται
στην καρέκλα του
μενεξεδένια συνάρτηση
ο κόσμος
(Το σκεύος, 1971)
ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ
Ο Πόλεμος (απόσπ.)
[…]
Σιγά σιγά αδειάσανε οι δρόμοι και τα σπίτια, όμως ακόμη κάποιος έμεινε και τρέχει να προφτάσει
Και ρυθμικά χτυπήσανε μια μια οι ώρες κι ανοίξανε πόρτες και παράθυρα μ’ εξαίσιες αποκεφαλισμένες μορφές
Ύστερα ήρθανε τα λάβαρα, οι σημαίες κι οι φανφάρες κι οι τοίχοι γκρεμιστήκανε απ’ τις άναρθρες κραυγές
Πτώματα ακέφαλα χορεύανε τρελά και τρέχανε σα μεθυσμένα όταν βαρούσανε οι καμπάνες
Τότε, θυμάσαι, που μου λες: Ετέλειωσεν ο πόλεμος!
Όμως ο Πόλεμος δεν τέλειωσεν ακόμα.
Γιατί κανένας πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ!
(1945)
ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ
Νεκρόδειπνος (απόσπ.)
(…)
Ήρθανε γέροι και παιδιά.
Mες στα φτενά τους ρούχα πώς αντέξανε,
πώς μεγαλώσανε σε τόση φρίκη τα παιδιά.
Oι γέροι τρίζοντας, ψηλότεροι απ’ το σώμα τους.
Kαι τα παιδιά,
βαστώντας το τσεκούρι, το μαχαίρι, το μπαλντά, στα μάτια τους
η καταφρόνια κι η φοβέρα, μήτε μίλησαν.
Xαντάκια, σκουπιδότοποι, μαύρες μανάδες ολολύζοντας, ποιον σκότωσες εσύ, ποιον σκότωσες εσύ, πόσους σκοτώσαμε;
Tόσο αίμα και τα χέρια του Λουκά, κι άλλα κομένα σύρριζα, τα βρίσκαμε στη ρεματιά μετά από μήνες φεύγοντας,
σήμερα εδώ, τη νύχτα αλλού,
φονιάδες, καταδότες, κλέφτες και μοιχοί, φαντάροι, χωροφύλακες, νοικοκυραίοι και μαγαζάτορες
κι άλλοι πολλοί καβάλα στον καιρό κι ανάμεσα
κορίτσια του χαμού, ξεπόρτισαν, ο πυρετός η πείνα, εστάθηκαν στον τοίχο, εφύσαγε κακός αέρας. Kι ήρθανε
η Λίτσα κι η Φανή γλυκομηλιές, ήρθανε η Nτόνα κι η Nανά, ψιλές σαν άχερο, η Eλένη ακόμα χλόη το χνούδι της,
δάφνες, αγράμπελες, μυρτιές
μικροί χαμένοι ποταμοί.
(…)
Σιγά-σιγά οι φωνές γαλήνεψαν.
Σιγά-σιγά, όπως ήρθανε, χαθήκανε.
Πήρανε το λαγκάδι, αέρας, χάθηκαν.
Στερνή φορά τους κοίταξα, τους φώναξα.
Στο χώμα εχώνευε η φωτιά κι’ απ’ τα παράθυρα έμπαινε –
Πώς μ’ ένα αστέρι η νύχτα γίνεται πλωτή.
Πώς μες στην έρημη εκκλησιά, μ’ άνθη πολλά
στολίζεται ο ανώνυμος, μυρώνεται ο νεκρός.
(1970)
Ελπήνωρ
Eλπήνορ, πώς ήλθες…
OMHPOΣ
Tοπίο θανάτου. H πετρωμένη θάλασσα τα μαύρα κυπαρίσσια
το χαμηλό ακρογιάλι ρημαγμένο από τ’ αλάτι και το φως
τα κούφια βράχια ο αδυσώπητος ήλιος απάνω
και μήτε κύλισμα νερού μήτε πουλιού φτερούγα
μονάχα απέραντη αρυτίδωτη πηχτή σιγή.
Ήταν κάποιος από τη συνοδεία που τον αντίκρισε
όχι ο πιο γέροντας: Kοιτάχτε ο Eλπήνωρ πρέπει νάναι εκείνος.
Eστρίψαμε τα μάτια γρήγορα. Παράξενο πώς θυμηθήκαμε
αφού είχε η μνήμη ξεραθεί σαν ποταμιά το καλοκαίρι.
Ήταν αυτός ο Eλπήνωρ πράγματι στα μαύρα κυπαρίσσια
τυφλός από τον ήλιο και τους στοχασμούς
σκαλίζοντας την άμμο μ’ ακρωτηριασμένα δάχτυλα.
Kαι τότε τον εφώναξα με μια χαρούμενη φωνή: Eλπήνορα
Eλπήνορα πώς βρέθηκες ξάφνου σ’ αυτή τη χώρα;
είχες τελειώσει με το μαύρο σίδερο μπηγμένο στα πλευρά
τον περσινό χειμώνα κι είδαμε στα χείλη σου το αίμα πηχτό
καθώς εστέγνωνε η καρδιά σου δίπλα στου σκαρμού το ξύλο.
M’ ένα κουπί σπασμένο σε φυτέψαμε στην άκρη του γιαλού
ν’ ακούς τ’ ανέμου το μουρμούρισμα το ρόχθο της θαλάσσης.
Tώρα πώς είσαι τόσο ζωντανός; πώς βρέθηκες σ’ αυτή τη χώρα
τυφλός από την πίκρα και τους στοχασμούς;
Δε γύρισε να ιδεί. Δεν άκουσε. Kαι τότε πάλι εφώναξα
βαθιά τρομάζοντας: Eλπήνορα πούχες λαγού μαλλί
για φυλαχτάρι κρεμασμένο στο λαιμό σου Eλπήνορα
χαμένε στις απέραντες παράγραφους της ιστορίας
εγώ σε κράζω και σα σπήλαιο αντιλαλούν τα στήθια μου
πώς ήρθες φίλε αλλοτινέ πώς μπόρεσες
να φτάσεις το κατάμαυρο καράβι που μας φέρνει
περιπλανώμενους νεκρούς κάτω απ’ τον ήλιον αποκρίσου
αν η καρδιά σου επιθυμεί μαζί μας νάρθεις αποκρίσου.
Δε γύρισε να ιδεί. Δεν άκουσε. Ξανάδεσε η σιωπή τριγύρω.
Tο φως σκάβοντας ακατάπαυστα βαθούλωνε τη γη.
H θάλασσα τα κυπαρίσσια τ’ ακρογιάλι πετρωμένα
σ’ ακινησία θανατερή. Kαι μόνο αυτός ο Eλπήνωρ
που τον γυρεύαμε με τόση επιμονή μες στα παλιά χειρόγραφα
τυραννισμένος απ’ την πίκρα της παντοτινής του μοναξιάς
με τον ήλιο να πέφτει στα κενά των στοχασμών του
σκαλίζοντας τυφλός την άμμο μ’ ακρωτηριασμένα δάχτυλα
σαν όραμα έφευγε και χάνονταν αργά
στον αδειανό χωρίς φτερά χωρίς ηχώ γαλάζιο αιθέρα.
(1976)
ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΩΣΤΑΒΑΡΑΣ
Πρόλογος
Μη με ρωτάτε γιατί έρχομαι κι επανέρχομαι.
Γιατί με βασανίζουν τα ίδια θέματα πάντα.
Στο βάθος δεν έκανα τίποτ’ άλλο παρά να μιλώ για το
αίμα μου.
Για τις μέρες που υπήρξαν τόσο θολές.
Για τις νύχτες τις τόσο τρομερές και απάνθρωπες.
Γι’ αυτό φαίνομαι τόσο μονότονος, τόσο περιορισμένος.
Πιασμένος στο ίδιο δόκανο πάντα.
Γιατί δεν μπόρεσα να ξεφύγω απ’ αυτόν το φοβερό εφιάλτη.
Απ’ τον τετρακέφαλο σκύλο που δε μ’ άφησε ούτε λεπτό.
Θέλω να πω, η ζωή μου στάθηκε μετρημένη.
Απ’ τον ένα, όχι στον άλλο φόβο, στον ίδιο πάλι. Γι’ αυτό.
(Ο μουγκός τραγουδιστής, 1982)
Ανάποδη μέρα
ή
όταν μας κυκλώνουν οι τύψεις μας
αι δ’ αγέροντο ψυχαί υπέρ Ερέβευς νεκύων κατατεθνηώτων
ΟΔΥΣΣΕΙΑ Λ 36-37
Ανάποδη μέρα σημαδεμένη από παράξενο όνειρο.
Όταν οι πεθαμένοι περνούν το μαύρο ποτάμι
και εισχωρούν στη ζωή μας μ’ έναν τρόπο αλλιώτικο.
Όχι για να μας συμπαρασταθούν ή για να μας χαρίσουν
μια σύντομη έστω ψευδαίσθηση.
Ούτε για να μας προσφέρουν τη γνώση τους.
Έρχονται μέσα απ’ το θειάφι, κρατώντας τα μαραμένα
φύλλα στα χέρια τους.
Έρχονται και στέκουν αμίλητοι
έξω από την αφύλακτη, τη λησμονημένη πληγή.
Και τότε είναι που μέσα στη νύχτα ξυπνάει το κοράκι.
Το σαρκοφάγο πουλί με τα σάπια κομμάτια στα νύχια του.
Τότε είναι που χιμάει πάνω στα μάτια, κρώζοντας, να
ραμφίσει.
Να τρέξει το αίμα, να πιεί τη φωνή
να μπει βαθιά μέσα στην απόκρυφη μνήμη.
Εκεί που η κάτασπρη όψη του σκοτωμένου
σκοτεινιάζει ζητώντας απεγνωσμένα μια εξήγηση.
Και η ψυχή μας τότε πιασμένη μέσα στο δίχτυ
σπαράζει.
Τρομαγμένη κι ανίσχυρη.
(Κήποι στον παράδεισο, 1990)
ΡΙΤΑ ΜΠΟΥΜΗ-ΠΑΠΑ
Ο μεγαλύτερος ποταμός της γης
είναι εκείνος του αίματος.
Αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες
Αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες
θα πλημμυρίσει η πόλη με βουβά κορίτσια
ο αέρας με στυφή ευωδιά θανάτου
τα φρούρια θα σηκώσουν άσπρες σημαίες
τα οχήματα θα σταματήσουν –
αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες.
Αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες
θα δείτε χίλια κορίτσια με τρυπημένα στήθη
ακάλυπτα, να σας φωνάζουν
‘γιατί μας στείλατε έτσι νωρίς να κοιμηθούμε
σε τόσο χιόνι, αχτένιστες, κλαμμένες;’ –
αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες
Αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες
θα ιδούν κατάπληκτα τα πλήθη
πως φάλαγγα πιο ανάλαφρη δεν πάτησε τη γη
πως λιτανεία πιο ιερή δεν έχει παρελάσει
ανάσταση πιο ένδοξη και ματωμένη –
αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες
Αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες
γαμήλιο άνθος η πανσέληνος θα υψωθεί να τις στολίσει
μέσα στα κούφια μάτια τους θα κλαίνε ορχήστρες
οι μπούκλες τους, οι επίδεσμοι θα κυματίζουν
ω τότε, πολλοί από τύψεις θα πεθάνουν –
αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες.
Φωτεινή
Τότε που την καρδιά μου πόρτα πόρτα μοίραζα
κι αστράφτανε τα λόγια μου και σπαρταρούσαν
σαν ψάρια ζωντανά στο δίχτυ,
τότε που τα περαστικά πουλιά της αλλαξοκαιριάς
περίφοβα απ’ την καταιγίδα
άσυλο ζητιανεύοντας στο τζάμι μου χτυπιόνταν
κι οι φωτομάχοι με παραμονεύαν
τις νύχτες όταν μοίραζα συνθήματα
για την αυγή του κόσμου,
τότε ήταν που μ’ έπιασαν στη Λάρισα
και μ’ οδηγήσαν στο σφαγείο.
Όμως ήταν αργά.
Πια είχα πιεί όλο το φως
με τ’ όνομά μου κύπελλο
κι είχα μεθύσει.
Γι’ αυτό και δεν κατάλαβα
πότε δρασκέλισα το φοβερό το σύνορο
πότε χωρίστηκα
από τον πράσινο ορίζοντα της πεδιάδας.
Τα βλέφαρά μου ήταν κλειστά
και δίχως βάρος ησυχάζαν
σαν δυο κλειστές λευκές τουλίπες.
Μην κλαίτε όσοι γνωρίσατε τα γαλανά μου μάτια
και μη με σφάζετε ξανά
λέγοντας πως εχάσατε τη φιλντισένια σας πυξίδα,
πως μείνατε ολομόναχοι στην τρικυμία…
(Χίλια σκοτωμένα κορίτσια, 1963)
Διακόσιοι (απόσπ.)
Τον είδαμε το βίαιο θάνατό σας
που σας λευτέρωσε μεμιάς απ’ τα δεσμά της γης
είδαμε τα μεγάλα μάτια σας
να σπαρταρούν στο γαλανό αιθέρα
αντίκρυ απ’ τις ολάνθιστες μηλιές, την ώρα
που αετοί γινόσαστε με ρήγισσες φτερούγες
κι ο Μάης εκορύφωνε την αποθέωσή σας.
Το πώς στην άσφαλτο σειρά δεκαοχτώ καμιόνια
προσμέναν τ’ αχνιστά σφάγιά σας να πάρουν…
Η οδός Φορμίωνος, οδός του Γολγοθά σας,
σπάρθηκε όλη με κόκκινα γαρίφαλα νωπά
που τα μαζεύομε μες σε λευκά μαντίλια
τη Λευτεριά να ράνομε που αργεί…
Καλάβρυτα (απόσπ.)
Αδειάσανε τα σπίτια απ’ τη χαρά τους
το νιο χορτάρι κόπηκε πέρα ως πέρα
σωροί νεκροί με μισοπεθαμένους
μαύρα πουλιά εγκληματικά πετούνε.
Μα τι συμβαίνει;
«Α τίποτα» απαντάει ο λεβεντόγερος
με ματωμένη την καρδιά της φέρμελής του.
«Οι Γερμανοί θυμώσαν σήμερα πολύ»
και σέρνει με σκοινί
τους τρεις σφαγμένους γιους του.
PAUL CELAN (Τσερνόβιτς-Μπουκοβίνα Ρουμανίας 1920– Παρίσι 1970)
Η πρώτη εκδοχή της Φούγκας του θανάτου(ή Ταγκό του θανάτου όπως ήταν ο αρχικός τίτλος) πιστεύεται ότι γράφτηκε μέσα στο στρατόπεδο εργασίας όπου βρισκόταν ο Τσέλαν από το 1941 (έχει ένδειξη Βουκουρέστι 1945). Βασίζεται σε ένα πραγματικό γεγονός: Σε μικρή απόσταση από το Τσερνόβιτς, στο στρατόπεδο Γιανόφσκα, στο σημερινό Λβόφ, ένας υπολοχαγός των Ες Ες διέταξε Εβραίους βιολιστές να παίξουν ένα Ταγκό με νέους στίχους, που το ονόμασε «Ταγκό του θανάτου», για να ακούγεται κατά τις παρελάσεις, τα βασανιστήρια, το σκάψιμο των τάφων και τις εκτελέσεις. Πριν διαλύσουν το στρατόπεδο, οι Ες-Ες εκτέλεσαν όλη την ορχήστρα. Αυτό το ‘Todestago’, ηχογράφηση του οποίου σώζεται, ήταν βασισμένο στη μεγαλύτερη προπολεμική επιτυχία του Αργεντινού Εντουάρντο Μπιάνκο, που ήταν πολύ αγαπητός στον Χίτλερ και τον Γκαίμπελς. Και στο Άουσβιτς η ορχήστρα έπαιζε ταγκό, ενώ κρατούμενοι σε άλλα στρατόπεδα χρησιμοποιούσαν τον όρο «Ταγκό του θανάτου» για οποιαδήποτε μουσική ακουγόταν την ώρα που οι Γερμανοί οδηγούσαν μια ομάδα σε εκτέλεση. Το ποίημα είναι γραμμένο στο ρυθμό της φούγκας.
Η Φούγκα του θανάτου
ΜΑΥΡΟ γάλα της αυγής το πίνουμε το βράδυ
το πίνουμε μεσημέρι και πρωί το πίνουμε τη νύχτα πίνουμε και πίνουμε
σκάβουμε τάφο στους αιθέρες εκεί δεν θα ναι στριμωχτά
Ένας άνδρας κατοικεί το σπίτι παίζει με τα φίδια γράφει γράφει όταν πέφτει το σκοτάδι στη Γερμανία τα χρυσά σου μαλλιά Μαργαρίτα
αυτά γράφει και βγαίνει από το σπίτι και τ’ αστέρια αστράφτουν σφυρίζει στους μολοσσούς του να ‘ρθούν
σφυρίζει στους `Εβραίους του να βγουν τούς βάζει να σκάψουνε τάφο στη Γη
μας διατάζει παίξτε να χορέψουμε
Μαύρο γάλα της αυγής σε πίνουμε τη νύχτα
σε πίνουμε πρωί και μεσημέρι σε πίνουμε το βράδυ πίνουμε και πίνουμε
Ένας άνδρας κατοικεί το σπίτι παίζει με τα φίδια γράφει γράφει όταν πέφτει το σκοτάδι στη Γερμανία τα χρυσά σου μαλλιά Μαργαρίτα
Τα σταχτιά σου μαλλιά Σουλαμίτις σκάβουμε τάφο στους αιθέρες εκεί δεν θα ‘ναι στριμωχτά
Φωνάζει σκάψτε τη γη πιο βαθιά εσείς εκεί κι εσείς οι άλλοι τραγουδήστε και παίξτε
αρπάζει το σίδερο από τη ζώνη του και το κραδαίνει τα μάτια του είναι γαλανά
πιο βαθιά τη σκαπάνη εσείς κι εσείς οι άλλοι παίξτε παίξτε να χορέψουμε
Μαύρο γάλα της αυγής σε πίνουμε τη νύχτα
σε πίνουμε μεσημέρι και πρωί σε πίνουμε το βράδυ πίνουμε και πίνουμε
ένας άνδρας κατοικεί το σπίτι τα χρυσά σου μαλλιά Μαργαρίτα
τα σταχτιά σου μαλλιά Σουλαμίτις παίζει με τα φίδια
Φωνάζει παίξτε γλυκύτερα το θάνατο ό θάνατος είναι μάστορας από τη Γερμανία
φωνάζει σκουρύνετε τούς ήχους των βιολιών για ν’ α¬νεβείτε σαν καπνός στους αιθέρες
για να βρείτε έναν τάφο στα σύννεφα εκεί δε θα ‘ναι στριμωχτά
Μαύρο γάλα της αυγής σε πίνουμε τη νύχτα
σε πίνουμε το μεσημέρι ο θάνατος είναι μάστορας από τη Γερμανία
σε πίνουμε βράδυ κα πρωί πίνουμε κα πίνουμε
ο θάνατος είναι μάστορας από τη Γερμανία το μάτι του είναι γαλανό
σε πετυχαίνει ή μολυβένια του σφαίρα σε πετυχαίνει στο ψαχνό
ένας άνδρας κατοικεί το σπίτι τα χρυσά σου μαλλιά Μαργαρίτα
ξαμολάει τούς μολοσσούς τον επάνω μας μάς χαρίζει τάφο στους αιθέρες
παίζει με τα φίδια κα ονειρεύεται ό θάνατος είναι μά¬στορας από τη Γερμανία
τα χρυσά σου μαλλιά Μαργαρίτα
τα σταχτιά σου μαλλιά Σουλαμίτις
(μετάφραση Ιωάννα Αβραμίδου)
SOLANO TRINIDADE, Βραζιλία
Ποιος βογκάει;
ένας νέγρος ή ένα κάρο που το σέρνουν βόδια;
Ένα κάρο που το σέρνουν βόδια
βογκάει όποτε θέλει
μα ένας νέγρος όχι!
ένας νέγρος βογκάει
γιατί κρατιέται όσο μπορεί
να μη βογκήξει.
Ο βόγκος του νέγρου είναι τραγούδι
ο βόγκος του νέγρου είναι ποίημα.
Βογκά μες στην ψυχή μου
η ψυχή του Κονγκό,
της Νιγηρίας, της Γουινέας,
της Αφρικής ολόκληρης…
Βογκά η ψυχή και της Αμερικής
η ψυχή της οικουμένης όλης…
Ποιος βογκάει;
ένας νέγρος
ή ένα κάρο που το σέρνουν βόδια;
DAVID DIOP, Γαλλία-Σενεγάλη
Αυτός που τά’χασε όλα
Στην καλύβα μου φεγγοβολούσε ο ήλιος
Κι ήταν οι γυναίκες μου όμορφες και λυγερές
Σαν τις φοινικιές στη βραδυνή την αύρα.
Στο μεγάλο ποταμό με τα βάθη του θανάτου
Γλύστραγαν τα παιδιά μου
Και πόλεμο στήναν οι πιρόγες με τους κροκόδειλους.
Συνόδευε σαν μάνα η Σελήνη τους χορούς μας
Τον ξέφρενο ρυθμό τους και το βαρύ ταμ ταμ
Ταμ ταμ της αγαλλίασης και της αφροντισιάς
Γύρω από τις φωτιές της λευτεριάς.
Ύστερα κάποια μέρα πλάκωσε η Σιωπή…
Μεμιάς σβήσανε λες οι ηλιαχτίδες όλες
Κι άδειασε το ακλύβι μου από αίσθηση
Ζούληξαν οι γυναίκες μου τ’άλικα στόματά τους
Πάνω στα χείλη τα λεπτά και τα σκληρά
Φιλώντας τους κατακτητές με τ’ ατσαλένια μάτια
Και τα παιδιά μου παράτησαν την ήμερή τους γύμνια
Για να ντυθούν με μια στολή από αίμα και σίδερο.
Έτσι σβήστηκε και ο δικός σας ήχος
Ταμ ταμ της κάθε νύχτας μου, ταμ ταμ των γονιών μου
Ξέσχισαν την καρδιά μου της σκλαβιάς τα σίδερα.
(Από την Παγκόσμια Ανθολογία Νέγρικης Ποίησης «Ο μαύρος αδελφός», επιμ. Ρίτα Μπούμη-Παπά, εκδόσεις «Τύμφη», Αθήνα 1973)
ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΙΡΑΚΙΝΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ
ΣΕΡΚΟ ΜΠΕΚΑΣ
Μικρά Κάτοπτρα (απόσπ.)
Όταν άγγιξα το κορμί ενός δέντρου
ρίγησε από πόνο.
Όταν άπλωσα το χέρι στο κλαδί
το κορμί του δέντρου ξέσπασε σε κλάμα
όταν αγκάλιασα το κορμί του
το χώρα κάτω από τα πόδια μου ρίγησε
και βόγκηξαν οι βράχοι.
Έσκυψα τότε και πήρα
μια χούφτα χώρα
και βόγκηξε ολόκληρο το Κουρδιστάν.
Το όπλο
Για να δώσουν ευτυχία στο βουνό
τα δέντρα παρακάλεσαν τον άνεμο
να κάνει μουσική μαζί τους σα να ‘ταν φλάουτα.
Για να ελαφρύνει την πλήξη του κήπου
το πουλί ζήτησε απ’ το ποτάμι
να βάλει τα κύματά του να χορέψουν.
Και για να ζήσει η ποίηση ελεύθερη
η γη ζήτησε από τα αντάρτικα τουφέκια
να πυρπολήσουν τη σκοτεινιά της νύχτας
και να πεθάνουν στην αγκαλιά του ήλιου.
ΧΙ
Στη χώρα μου
οι εφημερίδες γεννιούνται βουβές
τα ραδιόφωνα γεννιούνται κουφά
οι τηλεοράσεις γεννιούνται τυφλές
κι όσους στη χώρα μου
θέλουν όλα ετούτα να γεννιούνται γερά κι ελεύθερα
τους κάνουν βουβούς και τους σκοτώνουν
τους κάνουν κουφούς και τους σκοτώνουν
τους κάνουν τυφλούς και τους σκοτώνουν
τέτοια συμβαίνουν
στην πατρίδα μου.
ΑΧΜΕΤ ΑΡΙΦ
τριάντα τρεις σφαίρες
Αυτό το βουνό, είναι το βουνό του Μεγκενέ
Όταν απλώνεται το πρώτο φως της αυγής, στη Βαν
Αυτό το βουνό, είναι παιδί του Νεμρούτ
Όταν απλώνεται το πρώτο φως της αυγής απέναντι στο Νεμρούτ
Η μια του πλευρά, με στοίβες το χιόνι, ο ορίζοντας του Καύκασου
Η άλλη του πλευρά, πλουμιστό χαλί, στα χέρια του Πέρση
Στις κορυφές του τσαμπιά οι πάγοι
Στα κεφαλόβρυσα φυγάδες αγριοπερίστερα
Και αγέλες ζαρκαδιών
Κοπάδι οι πέρδικες…
(…)
Έλα, πώς να δώσουμε την είδηση;
Αυτό, δεν είναι σμήνος γερανών
Δεν είναι αστερισμοί στον ουρανό
Μα μια καρδιά με τριάντα τρεις σφαίρες
Τριάντα τρεις ανάβρες αίμα
Δεν χύνονται,
Έχουν σχηματίσει λίμνη σ’ αυτό το βουνό…
(…)
Δεν υπήρχε ελπίδα,
Θα τον χτυπούσαν,
Η διαταγή ήταν σαφής.
Τα μάτια του τώρα πια θα τα ‘τρωγαν σκουλήκια
Την καρδιά του, τ’ αρπαχτικά …
Με χτύπησαν
σε ένα ήσυχο πέρασμα των βουνών
Την ώρα της πρωινής προσευχής
Κείτομαι …
Ματωμένος, ανάσκελα…
(…)
Παίρνουνε την ψυχή μου, πριν την ώρα της
Δεν μπορώ να το χωρέσω στα βιβλία
Το ‘χει διατάξει με κωδικό ένας πασάς
Με χτύπησαν δίχως ανάκριση, δίχως δίκη
Κιρβέ μου, έτσι ακριβώς να γράψεις την ιστορία μου
Ίσως να τη νομίσουν παραμύθι
Δεν είναι τριανταφυλλένια στήθια
Σφαίρα τού ντουμ-ντουμ,
Έσκασε… Κομμάτιασε το στόμα μου…
Εκτελέστηκε η διαταγή θανάτου
Στη γαλανή ομίχλη του βουνού,
και το μισοκοιμισμένο αγέρι της αυγής
βάψανε με αίμα.
Μετά σ’ εκείνο το σημείο σταύρωσαν τα όπλα τους.
Τους κόρφους μας ψηλάφισαν μεθοδικά
Όλα τα έκαναν φύλλο και φτερό
Πήρανε το άσπρο μου ζωνάρι, το κεντημένο στο Κιρμανσάχ
Το κομπολόι μου, την ταμπακέρα μου και φύγανε
Και ήτανε όλα δώρα από το Ατζέμελι …
(…)
Μόλις είχε βγάλει μουστάκια
Ο μικρός μου θείος ο Ναζίφ
Ωραίος,
Λεπτός
Καλός καβαλάρης
Χτυπήστε αδέρφια, είπε
Είναι μέρα τιμής
Και όρθωσε το άλογο του.
Κιρβέ μου, έτσι ακριβώς να γράψεις την ιστορία μου,
Ίσως να τη νομίσουν παραμύθι
Δεν είναι τριανταφυλλένια στήθια
Σφαίρα του ντουμ-ντουμ,
Έσκασε, κομμάτιασε το στόμα μου…
Adnan Al-Sayegh
Ιράκ
Το Ιράκ που χάνεται
Με κάθε βήμα που κάνουν οι εξόριστοι
Το Ιράκ που τρέμει
Με κάθε ίσκιο που περνάει
Βλέπω την κάνη ενός όπλου μπροστά μου,
Ή μια άβυσσο.
Το Ιράκ που νοσταλγούμε:
Η μισή ιστορία του, τραγούδια και αρώματα
Η άλλη μισή, τυραννία.
(Flowers of flame, μτφρ. Ξ. Σκαρτσή)
David Krieger
Τα παιδιά του Ιράκ έχουν όνομα
Το ποίημα γράφτηκε στις αρχές του πολέμου και απαγγέλθηκε στις μεγάλες ειρηνικές πορείες το 2002 και 2003 που προσπάθησαν να αποτρέψουν τον πόλεμο.
Τα παιδιά του Ιράκ έχουν όνομα
Όπως έχουν όλα τα παιδιά του κόσμου.
Τα παιδιά του Ιράκ έχουν πρόσωπο
Όπως έχουν όλα τα παιδιά του κόσμου.
Τα παιδιά του Ιράκ δεν φορούν το προσωπείο του Σαντάμ.
Έχουν το δικό τους πρόσωπο.
Τα παιδιά του Ιράκ έχουν όνομα.
Δεν τα λένε Σαντάμ Χουσεΐν.
Τα παιδιά του Ιράκ έχουν καρδιά
Όπως έχουν όλα τα παιδιά του κόσμου.
Τα παιδιά του Ιράκ έχουν όνειρα
Όπως έχουν όλα τα παιδιά του κόσμου.
Τα παιδιά του Ιράκ έχουν καρδιές που χτυπούν.
Δεν είναι νούμερα και στατιστικές.
Τα παιδιά του Ιράκ χαμογελάνε
Όπως χαμογελάνε όλα τα παιδιά του κόσμου.
Τα παιδιά του Ιράκ έχουν μάτια που αστράφτουν.
Γελάνε εύκολα και δυνατά.
Τα παιδιά του Ιράκ έχουν ελπίδες
Όπως έχουν ελπίδες όλα τα παιδιά του κόσμου.
Τα παιδιά του Ιράκ φοβούνται.
Όπως ακριβώς φοβούνται όλα τα παιδιά του κόσμου.
Τα παιδιά του Ιράκ έχουν ονόματα.
Τα ονόματά τους δεν είναι παράπλευρες απώλειες.
Πώς λένε τα παιδιά του Ιράκ;
Τα λένε Ομάρ, Μωχάμεντ, Φαχάντ.
Φώναξέ τα Μάρβα και Τίμπα.
Φώναξέ τα με τα ονόματά τους.
(μεταφρ. Ξ. Σκαρτσή)
Σ’ ένα παιδί από το Ιράκ
Το ποίημα γράφτηκε τον Απρίλιο του 2005 για ένα δωδεκάχρονο αγόρι τον Ali Ismail Abbas, που έχασε τη μητέρα, τον πατέρα, τον αδελφό και άλλους 11 συγγενείς όταν ένα βλήμα χτύπησε το σπίτι του. Ο ίδιος έχασε και τα δυο του χέρια. Ήθελε να γίνει γιατρός.
Ήθελες να γίνεις γιατρός λοιπόν;
Έτσι κι αλλιώς ήταν απίθανο
να εκπληρωθούν τα όνειρά σου.
Δεν το ‘χαμε σκοπό να σε βρουν οι βόμβες μας.
Είναι έξυπνες βόμβες, αλλά δεν ήξεραν
πως ήθελες να γίνεις γιατρός.
Δεν ήξεραν τίποτα για σένα
δεν ξέρουν τίποτα από αγάπη.
Δεν μπορείς να τις εμπιστευτείς με τα όνειρά σου.
Ξέρουνε μόνο να βρίσκουνε το στόχο τους
να εκρήγνυνται και να σκοτώνουν.
Έχουνε γκρι μεταλλικό κουκούλι και σκληρή καρδιά,
κάνουνε μόνο αυτό που φτιάχτηκαν να κάνουν.
Δε φταίνε αυτές αν σε βρήκαν.
Να γίνεις γιατρός ίσως δεν ήταν το γραφτό σου.
(μτφρ. Ξ. Σκαρτσή)
ΣΕΡ ΆΝΤΡΙΟΥ ΜΟΣΙΟΝ
Σε μία εξαιρετικά ασυνήθιστη κίνηση προέβη ο «δαφνοστεφής ποιητής» της Βρετανίας Άντριου Μόσιον, γράφοντας ένα ποίημα που καταδικάζει τον πόλεμο στο Ιράκ.
Ο Μόσιον δήλωσε πως, από την Εδέμ στη Βαβυλώνα, ο θάνατος τυλίγει ένα από τα λίκνα του πολιτισμού. Όμως, τονίζει, η πράξη του δεν είναι αντιπατριωτική, και πρόσθεσε πως «εύχεται κάθε επιτυχία» στα βρετανικά στρατεύματα που μάχονται για να ανατρέψουν τον ιρακινό πρόεδρο Σαντάμ Χουσεΐν.
Αλλαγή καθεστώτος
Κατεβαίνοντας απ’ το δρόμο της Νινευί
ο Θάνατος σταμάτησε για λίγο κι είπε: -Προσοχή!
Βλέπεις τα ονόματα των τόπων εδώ στη γύρω πλάση;
Δικά μου είναι τώρα, τα ‘χω ξεκοιλιάσει.
Να, η Εδέμ, στο νότο πέρα. Την αυγή
είπα στο στρατό μου ρίξτε τα στη γη
τα τείχη και τις πύλες της έτσι που καθείς να δει
το γλυκό της μήλο πάνω στο κλαδί.
Το θέλεις, δεν είν’ έτσι; Πήγαινε τότε να το φας,
γλείψε τα χείλη σου και κόψε το ίδιο πάλι με μιας.
Να, ο Τίγρης κι ο Ευφράτης, σε λωρίδες έρεαν παλιά
του Ήλιου και της άμμου, χρώματα που ‘δειχναν ανεμελιά
Άλλο πια δεν το μπορούν. Τους γέμισα γοργά
μ’ αμέτρητη λογιών λογιών ανθρωποκοπριά
Να, η Βαβυλώνα, κι οι κήποι της οι κρεμαστοί,
γλύκαιναν τις βασιλείες σ’ ώρα ειρηνική
βρήκα τώρα άλλο τρόπο να ευωδιάζω τον αέρα:
μια λέξη άλλη πια για την απελπισία που τρυπά ως πέρα
που αφήνει τη Βαγδάτη, μιναρέδες με το άστρο στην κορφή,
αίθουσες κι αυλές μαρμάρου, αντικατοπτρισμοί σε μέρα θερμή.
Τους τόπους αυτούς και τ’ αρχαία πράγματα που ξέρατε, θέλω να πω
δεν θα τα ξέρετε σε λίγο. Δουλεύω ήδη γι’ αυτόν τον σκοπό.
(μτφρ. Σάββας Παύλου)
GEORG TRAKL
(1887-1914)
GRODEK
2ο σχεδίασμα
Το δείλι αντηχούν τα φθινοπωρινά δάση
Από φονικά όπλα, τα χρυσά ισιώματα
Και οι κυανές λίμνες, που από πάνω τους ο ήλιος
Ζοφερότερος κυλάει· αγκαλιάζει η νύχτα
Ετοιμοθάνατους πολεμιστές, τον άγριο θρήνο
Των κομματιασμένων τους στομάτων.
Όμως γαλήνια συνάζονται χαμηλά στα βοσκοτόπια
Κόκκινα νέφη, όπου ένας οργισμένος θεός κατοικεί,
Το χυμένο αίμα, σεληνιακό ψύχος:
Όλοι οι δρόμοι εκβάλλουν σε μαύρη σήψη.
Κάτω από το χρυσό σύγκλαδο της νύχτας και των άστρων
Τρικλίζει ο ίσκιος της αδελφής μες στο σιωπηλό άλσος
Τα πνεύματα των ηρώων να χαιρετήσει, τις αιμόφυρτες κεφαλές·
Κι ανάλαφρα ηχούν στα καλάμια οι σκοτεινές φλογέρες του φθινοπώρου.
Ω πιο περήφανο πένθος! Χάλκινοι, εσείς, βωμοί,
Την καυτή φλόγα του πνεύματος τρέφει σήμερα ένας πελώριος πόνος:
Οι αγέννητοι εγγονοί.
Το GRODEK είναι το τελευταίο ποίημα του Αυστριακού ποιητή Georg Trakl. Έτσι ονομάζεται μια πόλη της πρώην ανατολικής Γαλικίας. Στην περιοχή της, που σήμερα ανήκει εν μέρει στην Πολωνία και εν μέρει στην Ουκρανία, έλαβε χώρα το 1914 μια αιματηρή σύγκρουση μεταξύ ρωσικών και αυστροουγγρικών δυνάμεων. Ο Trakl, που παρευρέθηκε ως μέλος της στρατιωτικής υγειονομικής φάλαγγας, στάλθηκε από εκεί εξουθενωμένος ψυχικά στο ψυχιατρικό νοσοκομείο του Krakau, όπου αυτοκτόνησε.
Ο Trakl ουδέποτε συσχέτισε το έργο του με την επικαιρότητα. Εντούτοις η ερμητική κι αινιγματική ποίησή του μοιάζει να μη χάνει ποτέ από το στόχαστρο την ιστορική μοίρα του ανθρώπου, ακόμη και όταν μιλάει για το ατομικό υπαρξιακό δράμα. Έτσι κατανοήθηκε επανειλημμένως ως εφιαλτική αποκάλυψη του ένοχου, παρηκμασμένου, δυτικού κόσμου. Ποιήματα του Trakl συμπεριλήφθηκαν στο Λυκόφως της Ανθρωπότητας του Pynthius (1919), όπου ανθολογείται η «μελωδία του ανθρωπισμού, το μεσσιανικό κεντρικό μοτίβο του εξπρεσιονισμού».
Οι τίτλοι του Trakl, που αποτελούν όλοι αναφορές στην ιστορική πραγματικότητα, μοιάζουν να συνδέουν τους παραληρηματικούς του στίχους με την αληθινή ζωή χαρίζοντάς τους έτσι έναν χαρακτήρα προφητείας. Εδώ το τοπωνύμιο «Grodek» είναι παραπομπή σε μια γωνιά του κόσμου, όπου κάποια στιγμή αντήχησε η επιθανάτια κραυγή μιας εποχής, μια κραυγή ακόμα επίκαιρη.
Μετάφραση-σχόλιο: Έλενα Νούσια
Επιμέλεια: Ξένη Σκαρτσή, Γιώργος Πέππας, Έλενα Νούσια
Share this Post