Ποίηση
Αναστασία Παρασκευουλάκου | Λευκός καμβάς
Τι είδους άνθρωπος είμαι
θα πάρει καιρό να καταλάβω,
επειδή σαν καράβι
διασχίζω την ανθρωπότητα,
χάνομαι στα κύματα,
ένα τίποτα
πάνω σε δροσοσταλίδα.
Συρρικνώνεται η μνήμη.
Αντιστέκομαι.
Ατενίζω τον έρωτα,
επόπτης μιας οικείας
μυρωδιάς του κορμιού σου,
έχω την εντύπωση
πως ζήσαμε σε διαφορετικές εποχές.
Συμβίωση,
δυαδικός χρόνος
ατύχημα συμπτωματικό,
δυο ερωτευμένοι άνθρωποι,
σελίδες κάτω απ’ την ίδια σκέπη.
Τ’ όνομά σου με τους αγνοούμενους,
η χειρότερη παρτίδα με το χρόνο.
Εμμένω.
Σου άρεσε να αντιγράφεις στο ημερολόγιο,
άσκηση ανάγνωσης σ’ ότι συνέπαιρνε.
Σε ακολουθώ μέσα από χειροπιαστή ύλη
κι όπως διαβάζω στο σημειωματάριο,
συχνά χάνω τον έλεγχο,
έχω την ψευδαίσθηση ότι σε αγγίζω.
Η πρόσφατη αντιγραφή από Αχμάτοβα,
«Μην ξεχνάς», ο τίτλος.
Ποίημα προς άγνωστη κατεύθυνση:
Κατήφορος εμπρός μου
στο ημίφως της βραδιάς.
Με ικέτευε ο καλός μου,
χτες μόλις.
Συλλάβιζα το στίχο,
χτες μόλις,
χτες μόλις,
λύσσαγα να τον σκοτώσω
και κείνος δεν πέθαινε.
Είχες φτάσει στα όρια σου,
υπέφερες για όλα,
έτυχες τη μοίρα της μαζικής καταστροφής.
Την αναζητούσες να φύγεις μακριά μου.
Αυτοθυσία.
Να ξεφύγεις απ’ τον ωκεανό του έρωτα.
Η απουσία σου,
ίσκιος στους αμμόλοφους.
Εγκατέλειψες το σύμπαν.
Τρέμει η γη,
ο ουρανός παύει
να είναι σημείο αναφοράς,
σε περιμένω τις νύχτες,
χορτασμένος από σκοτάδι.
Τυφλώνομαι.
Παλιότερα, νύχτα σήμαινε περιπέτεια
αναμνήσεις
στο βράχο της θάλασσας,
εκεί, όπου η νύχτα
έπαιρνε απάνω της το αλάτι.
Σήμερα, νύχτα ίσον άλαλη κουκουβάγια.
Το καθημερινό κολλάει στην επιδερμίδα,
με αρπάζει στη μονοτονία των καιρών,
διστάζω να χρεώσω το πετσί της πόλης,
ο θρήνος μας κάνει καλύτερους,
περισσότερο ευάλωτους,
έτσι θέλω να ελπίζω αγαπημένη.
Τα όνειρα αψηφούν ανέσεις,
φωλιάζουν σε πρασιές μαντρωμένες
από πέτρα κι ασβέστη στο φως της πόλης.
Εκεί, υφαίνεται η σιωπή με νήματα τραχιά.
Είχα καιρό να ονειρευτώ,
ριζωμένος στην απουσία σου αναρριχώμαι
με συμπτώματα έντονης βλάστησης,
γι’ αυτό άρχισα να μιλάω δυνατά
μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο.
Η χρονιά βούλιαξε στο τίποτα,
μα το τίποτα είναι ένα σημαντικό κάτι.
Θυμάμαι όταν έκλεινες τα μάτια και ξάπλωνες
στον καναπέ με το απογευματινό φως
να σου φέρνει όση γλώσσα
χρειαζόταν να γράψεις.
Περιγραφές φωτός.
Συγγένειες ύλης.
Έχει πάρει απόγευμα,
υποτροπιάζουν οι σκιές,
τα δέντρα στο ποτάμι
αντικρούουν τη γλώσσα των πουλιών.
Ποιος ελέγχει τις δικές μου λέξεις.
Τις έχω για συντροφιά.
Ο φετινός χειμώνας θα φέρει χιόνι
στην καρδιά της πόλης.
Δεν νοιώθω άνθρωπος πλέον αλλά
σαράκι παρατημένης βάρκας
στις όχθες του ποταμού.
Αν ρωτήσεις το ποτάμι,
με γνωρίζει καλά από περιπάτους
και τον έρωτά μας,
φθινόπωρο,
όταν σε πρωτογνώρισα.
Την επομένη έριξε καταιγίδα,
ο κόσμος κλείστηκε σπίτι,
δεν κατάφερα να σε συναντήσω
κι όλο σκεφτόμουν το ποτάμι.
Την πιθανότητα να μην γίνει
τίποτα ανάμεσά μας.
Όλα τώρα ένας λευκός καμβάς.
Άνοιξα το παράθυρο,
ξερίζωσα το δυόσμο,
τον έφαγα για να ‘χω τη γεύση σου.
Αυτό είναι το μυστικό.
Να νομίζεις ότι ανήκεις,
κι αυτό σε παγιδεύει,
σκαει η βόμβα του εαυτού τρομοκράτη,
διαρκείς δολοφονημένος,
ανήκεις όντας απών,
κομμάτι χέρσας γης.
Μια ολόκληρη πόλη σφράγισε το βλέμμα μου.
Εξαιρείται η μορφή σου.
Όψη αιθέρια,
δεν υπήρξες όνειρο.
Έλα πάλι κοντά μου,
αν επέζησες την καταστροφή,
ξάπλωσε στη βάρκα.
Ο χρόνος ακυρώνεται.
Πιστεύω ακόμη στην αγάπη,
κι αν είναι να σωθεί η πόλη,
να φύγουν τα αγρίμια οι ισχυροί,
αν είναι να γυρίσεις πίσω,
θα φανερωθούν οι άγγελοι στο ξωκλήσι
κι οι δαίμονες θα κιτρινίζουν στο θειάφι
μιας άτρωτης μανίας
να σε κρατάνε φυλακισμένη.
Δεν φεύγω απ’ το νησί αγαπημένη,
περιμένω τα μάγια σου.
Έχω φωνή δίχως γλώσσα,
Βουίζει το αίμα στις φλέβες
υποθετικό το περιεχόμενο της αφήγησης
μόλις ξεφεύγω απ’ την τρέλα.
Υπήρξες ό,τι μπορεί να κυριεύσει η γλώσσα.
Ένα ποίημα με την πλάτη στο χρόνο.
Μελάνι στο σώμα, διάφανο δέρμα,
νεκρή φύση στην πολύβουη πόλη.
Ο έρωτάς μας την ξελόγιαζε,
και κείνη σεληνιαζόταν,
ύπαρξη ανίδεη με κουδουνάκια στο λαιμό,
ενέδιδε στην υπερβολή,
κουρελιασμένη πόρνη,
βορρά γι’ αχόρταγους τρομοκράτες.
Όση ώρα κοιτάζω τα πράγματα
απ’ το ανοιχτό παράθυρο
οι σκέψεις χάνουν προσανατολισμό
Κενό.
Απουσιάζεις.
Κενό.
Παύση.
Κατακάθια σκόνης
φράζουν το φάρυγγα.
αρνείται τα επίγεια.
Παραμένω άνθρωπος,
λίθος στη θύρα του χρόνου
γλώσσα δεν έχω,
κρύβομαι από αναγνώστες.
Απλώνω τα χέρια
αγκαλιάζω ό,τι περίσσεψε
απ’ την καταστροφή:
σκόνη,
δάκρυα,
ένα απέραντο ‘αγνοείσαι’
σκεπάζει τον ουρανό,
ίσως να μην γεννήθηκε
η ώρα των αναμνήσεων.
Κυνηγούσες το φως,
τη δύναμη να προβάλεις επιθυμίες.
Αυτές τις ημέρες τα νερά στο ποτάμι αλλάζουν χρώμα.
Η ζωή υπάρχει στις διαστάσεις ενός μελανοδοχείου.
Πότε θα ζήσουμε πάλι σαν άνθρωποι.
Share this Post