Αγόρασα ένα φθηνό οικόπεδο
–χρόνια παρέμενε απούλητο–
στο μέσον ενός κάμπου
πήρα χωράφι άγονο
το σχήμα του πεντάγωνο
φάνταζε μισοτελειωμένο πάζλ
όταν το κοίταζες την ημέρα
ανάμεσα στα σπαρμένα
πολύχρωμα κτήματα των ντόπιων.
Σκοτάδι το πλημμύριζε μαύρο νερό η νύχτα
ψιλή βροχή το χέρσο κτήμα πότιζε
δεν πήγαινε κανείς να το φροντίσει
κι έβγαζε απ’ τα χώματα βάτους με τα αγκάθια
που έσκιζαν αθόρυβα τα πόδια
σαν ρίχτηκα μέσα τους με όρεξη
να καθαρίσω κι όταν τελειώσω
θα ψεκάσω, θα οργώσω και θα φρεζάρω το χώμα.
Αργότερα θα γίνουν όλα αυτά
Ίσως να ψάξω για εργάτη
στο καφενείο πρέπει να εμφανιστώ μια μέρα
Στα σύνορά του χωραφιού φύτεψα μαργαρίτες
Ώσπου να πάρω την απόφαση
τους σπόρους να φυτέψω
να βρω κατάλληλη εποχή
να κάνω το λογαριασμό
να φέρω τον εξοπλισμό
να ανοίξω δρόμους ως εκεί
να πάρω ένα αγροτικό
να ανοίξω τα ποτιστικά αυλάκια
μην ξεραθεί η σοδειά τον πρώτο χρόνο
να φτιάξω μια αποθήκη για τα εργαλεία
να πάω το χώμα για ανάλυση
μια συμβουλή να πάρω από το γεωπόνο
να ανοίξω λογαριασμό στην αγροτική
να επισκεφθώ τον συνεταιρισμό
να μάθω τι με συμφέρει να πράξω
άλλωστε ήμουν άμαθος σε τούτα κι άλλα τόσα
δεν γνώριζα από παραγωγή δεν ένοιωθα την μυρωδιά της γης
και πολύ περισσότερο την μυρωδιά της κοπριάς
που έφερε το ανατρεπόμενο φορτηγό ένα πρωί
κι όλη τη μέρα σκόρπιζα το λίπασμα παντού
ξήλωσα τα περσινά λουλούδια
και έσκαψα το χώμα να αναπνεύσει
μαζί με κοπριά το ανακάτεψα και πότισα
ανοίγοντας το λάστιχο του γείτονα να τρέξει
να ’ναι καλά ο διπλανός δε μ’ αφήνει από νερό
Στα σύνορά του χωραφιού φύτεψα μαργαρίτες
Μα ο καιρός είχε περάσει
κι αφύτευτο απέμενε χωράφι
αμπέλια δεν ευτύχησα να βάλω
κι έφερα έναν πολιτικό μηχανικό για να μετρήσει
με σχέδια να κάνει νέο σπίτι
μικρό πυργίσκο στο πολύγωνο οικόπεδο
ζήτησα ύψος να του δώσει
να βλέπω απ’ τα παράθυρα τον κάμπο να αγναντεύω
να ακούω τα τρελά τρακτέρ να κάνουν εργασίες
παράλληλες ζωές πολλοί κι ανώνυμοι
οι εργάτες και η αφεντιά μου
δίχως ψηλή περίφραξη να ζούμε αδελφωμένοι.
Πέρασαν λίγες μέρες κι έφερα τον αρχιτέκτονα
που ζήτησε να δει την εξοχή να δει τις πέτρες
να δει τα χώματα το χρώμα των δέντρων
να φτιάξει ένα σπίτι ταιριαστό στη φύση
πήρε μαζί του πίσω λιγάκι από όλα
μια πρέζα χώμα πέντε-έξι πέτρες λίγα φύλλα
σε μια βδομάδα ήρθε ένας εργάτης
μου μήνυσαν πως ήταν ειδικός στις πέτρες
τον έστειλε το γραφείο που έφτιαχνε τα σχέδια
να δει κι ο ίδιος να μετρήσει να επιλέξει
να σημαδέψει τα θεμέλια με πέτρες και με λάσπη
Στα σύνορά του χωραφιού φύτεψα μαργαρίτες
ήταν κάτι που έκανα πολύ καλά
η κρίση έφτασε στον έκτο χρόνο
το σπίτι δεν σηκώθηκε ποτέ όμως εγώ
χρωστούσα σε όποιον μιλούσε Ελληνικά
απέμεινε η ταμπέλα που έγραφε τον αριθμό αδείας
η πινακίδα έστεκε κι ανάμεσα της
λευκά κίτρινα και μαβιά λουλούδια
όλα τα χρώματα ταιριάζανε
τα χρόνια φυσικά περνούσαν
έμενα σε μια αποθήκη δίχως εργαλεία
τα είχαν πάρει στην κατάσχεση
και το χωράφι γλύτωσε στο τέλος
σαν έκτισα ένα μικρό ξωκλήσι
πήγα το δήλωσα πήρα και ρεύμα δωρεάν
στο καφενείο του χωριού να ‘ναι καλά
εκείνος ο περαστικός καλόγερος
που με ορμήνευσε να χτίσω εκκλησιά
ήπιαμε μια μπουκάλα περσινό κρασί
χωρίς προσευχές με έσωσε κείνο το βράδυ
με γλίτωσε από τον εξευτελισμό
Την άλλη μέρα πιάστηκα από νωρίς
να κάνω αυτό που ξέρω πιο καλά
Στα σύνορά του χωραφιού φύτεψα μαργαρίτες
Ήρθαν βαθιά γεράματα σε τούτο το χωράφι
που έγινε οικόπεδο κι αργότερα μετόχι
του μοναστηριού και εγώ επέβλεπα τους καλογέρους
να χτίζουν μάντρες αλλά να προσέχουν
να αφήνουνε τον ήλιο να βλέπει τα λουλούδια
και εκείνοι ανεβάζανε τη μάντρα πέτρα-πέτρα
κοιτώντας μη στερήσουνε το φως από τις μαργαρίτες
φτιάξανε κι ένα σιντριβάνι να με ευχαριστήσουν
βάλανε και νερό και ένα πρωινό έφεραν
δώδεκα ψαράκια να κάνουν βόλτες στο νερό
βάλαν και δίχτυ μην τύχει η γάτα και τ’ αρπάξει
ήταν φιλότιμοι και δούλευαν πολύ
την μια χρονιά σπείραν τις πατάτες
την άλλη λάχανα και σπανάκι
σπαράγγια τριφύλλια και κουκιά
κι όλο τους όριζα δουλειές
έβρισκα ευκαιρία την ώρα που έβγαζα το κολατσιό
Τους ζήτησα να σκάβουνε βαθύτερα
«το χώμα χρειάζεται δουλειά για να αφρατέψει
Στην ώρα μου» τους έλεγα «μέσα θα μπω κι εγώ
για πάντα να ημερέψω στη δροσιά
εκεί στο κλήρο που μου έτυχε να μείνω
με θέα γύρω γύρω το μόνο έργο της ζωής μου»
Στα σύνορά του χωραφιού φύτεψα μαργαρίτες.
Αγγελής Μαριανός