στη Νανά, γιατί η ομορφιά διαρκεί αιώνια…
Το καλοκαίρι με τις προσμονές και τις διαψεύσεις οδεύει στο τέλος. Τα νέα σχέδια και οι καινούριες προσμονές αναβάλλονται για του χρόνου, μαζί και η δοκιμασία της αναγκαστικής συμβίωσης, οι ευκαιριακές παρέες,, οι παρεξηγήσεις, αλλά κι οι επώδυνοι χωρισμοί. Ίσως η μόνη αταξική εποχή, η πιο μοναχική, η πολλά υποσχόμενη και πολλαπλά διαψευσμένη, αλλά και η πλέον ηλικιακά προσδιορίσιμη: με τις μεγάλες προσδοκίες και τα έντονα δράματα ν’ ανήκουν πια στο παρελθόν και ν’ αφορούν δυστυχώς μόνον τους πραγματικά νέους. Οι «ωριμότεροι» αποφεύγουν, συνήθως, τη δημόσια έκθεση ενώ ανασύρουν ευκολότερα μνήμες –υπαρκτές, ή υποσυνείδητες σε τέτοιο βαθμό που αναρωτιέσαι αν υπήρξαν, ή τις περισυνέλλεξαν απ’ τ’ άχρηστα της οδού Δαφνομήλη, (για παράδειγμα), κι απλώς μεσολάβησαν ως αντι-γραφείς.
Κ.Κ.
Μου μίλησε ο Θοδωρής –γιατί δε μίλαγες εσύ τόσο καιρό πριν; Νόμιζες ότι ο Κωστής δε θα καταλάβαινε; Τότε ποιος σου ’λεγε «φύγε», και βούρκωνε; Έβγαζες τόση κακία πάνω μου κείνο το βράδυ… Και σε χτύπησα και σκεφτόμουν μη σε ματώσω, μη σου πετάξω τα γυαλιά.
Και προσπάθησα να τελειώσω και σκέφτηκα το θάνατο –αλλά μέχρι εκεί. Ήθελα μόνο να σε δω. Πήγα στο αεροδρόμιο και σε περίμενα, όπως παλιά, μ’ ένα τριαντάφυλλο στην τσέπη. Και την άλλη μέρα σε απείλησα –όχι δεν είχα μαχαίρι μαζί μου–, το ’χα σκεφτεί και το ’χα αποκλείσει. Έπαιζα θέατρο; Όχι. Ένιωθα όλο τον πόνο μου να βγαίνει σε απειλή. Η Ρώμη, η επιστροφή, η τρελή οδήγηση στη Σαλονίκη. Η αγωνία μου. Ο θάνατος. Η βουή. Κι εσύ να με μισείς και να με φτύνεις…
Ένας πειρατής που ’ριξε το καράβι του στις ξέρες, γιατί σ’ αγάπησε και σε πίστεψε. Όχι, δεν κλείσαμε συμβόλαιο, άνετα όμως υπέγραφες «είμαι η γυναίκα της ζωής σου»… Κι όταν είπα ναι, έφυγες.
…Κι έρχονται οι μαχαιριές η μια πίσω απ’ την άλλη κι αντέχω, στα τριάντα μου πια. Και πιστεύω και τολμώ και χαρίζω τα όνειρά μου σε ανθρώπους που μετά τα κομματιάζουν με κακία γιατί δεν άντεξαν ή δεν κατάλαβαν, και τα ξαναφτιάχνω ουρλιάζοντας από πόνο. Ναι, η ζωή είναι όνειρο.
Σε πίεσα στη Σαντορίνη, κι ήσουν είκοσι ενός. Μετάνιωσες; –Ηρέμησε και ερωτέψου, σου ’λεγα. Τόλμα!, πολέμα την κούφια λογική, τα ψεύτικα χαμόγελα, τις άδειες φράσεις. Μ’ έλεγες τρελό, μα όχι. έζησες άσχημα; Εγώ την πάτησα. Κλείστηκα μέσα στη σχέση και χάθηκα. Δεν ξανάφυγα στα νησιά μου μόνος, δεν άναψα φωτιές, δε βγήκα στα μουράγια ως πέρα, κι όμως, το είχα δει το κακό να πλησιάζει. Ξέρεις ποιο ήταν το δικό μου λάθος; στα Κύθηρα μόλις είχες έρθει, θυμάσαι τη βραδιά στα καΐκια και στα ξάρτια και κάπου οι αραπάδες να χτυπούν τις κατσαρόλες; Μου πρότειναν να μείνω, να γίνω βουτηχτής. Κι εγώ το σκέφτηκα αλλά δεν έμεινα μη σε πονέσω. Ναι, αν δεν είχες τολμήσει να έρθεις μαζί μου, θα έμενα.
Γύρισες πίσω, εκεί που τελικά ανήκεις. Άλλωστε οι δυο κόσμοι δεν είναι δυνατόν να συνυπάρχουν: ο ένας είναι πάντα από πάνω, και διάλεξες. Κι εγώ ξανασηκώνω τα πανιά μου καταπάνω στο όνειρο∙ εκεί ανήκω.
Ποτέ ίσως δε θα ξαναζήσεις τα νησάκια του Αρχιπελάγους, όπως με τον Κωστή σου, ούτε την ομορφιά του έρωτα όπως μαζί του, ούτε το όνειρο να βγαίνει έτσι από μέσα σου για τόσον καιρό. Να ξαναπιάσεις κάποτε την Ιζαμπώ και Το χρονικό του Σαν Μικέλε όπως σου το ψιθύριζα τα βράδια, να ξανακούσεις τη Σονάτα του Σεληνόφωτος, να βουτήξεις στο Λιμανάκι της αγάπης μας. Εκεί είμαι και εκεί θα ’μαι για πάντα να τραγουδώ τα τραγούδια μου που κάποτε πολύ σ’ αρέσαν. Και το «της αγάπης αίματα με πορφύρωσαν, τον Ιούλιο κάποτε μισανοίξανε, …αμαρτία μου…».
Κάθησα μπροστά στο καινούργιο σου σπίτι και σου ευχήθηκα να είσαι καλά, ακόμα και σ’ έναν κόσμο που δεν καταλαβαίνει από άστρα, θάλασσες, παραμύθια και ταξίδια. Τέσσερα χρόνια πέρασα ευτυχισμένος και σ’ αγάπησα, γιατί τόλμησες. Και σκέφτηκα τα εγγόνια σου, γιατί θα κάνεις, το ’λεγε το χέρι σου, τότε, στα Κύθηρα. Σκέψου πως κάποτε αγάπησες πολύ τον λαγό σου και την κουβερτούλα σου –αλλά δεν άντεξες. Φόρα τα δώρα μου όταν κάνεις έρωτα –ο Κωστής στην πιτζάμα σου δεν θα ξανακάνει έρωτα για ένα γαμώτο που δεν κατάλαβες.
Μπορείς να δώσεις το γράμμα μου στους Κολωνακιώτες φίλους σου, να γελάτε παρέα. Εμένα ποτέ δεν μ’ ένοιαζε η κρίση τους… αλλά θα περιμένω ένα Hohner σοπράνο φλάουτο που δε θα μου φέρεις ποτέ, και θα παίζω με λα ψιλό χαλασμένο τους Πειρατές που κοινωνούσαν με νερό θαλασσινό και την αγαπημένη μου Αρκούδα καφέ, σαλτιμπάγκος φοβερός της ζωής που ένιωσες μα δεν κατάλαβες και δεν άντεξες.
–Να ’σαι καλά, όμορφα έζησα μαζί σου.
κάποιος Κωστής
Υ.Γ. Η πασχαλίτσα δε χρειάζεται το φυλαχτό σου –άλλωστε πάντα ήμουνα ο καλύτερος οδηγός. Αν τελικά κάτι αξίζω μέσα σου, ευχήσου μου: «καλό ταξίδι και πολλά όνειρα». Καλή τύχη.