Ανάμεσα στην ύπαρξη και στη ζωή, ή στη μη ύπαρξη και στο θάνατο η διαφορά δεν πρέπει να είναι μεγάλη;
Καθισμένος λοιπόν στο αναπαυτικό μου αμαξίδιο και χωρίς να εγκαταλείψω τη θέση μου στο τραπέζι του προεδρείου, είπα ή μάλλον, για την ακρίβεια, διάβασα, αν και δεν το συνηθίζω ενώπιον κοινού, το ακόλουθο γραπτό κείμενο…
(Αντρέας Μπελεζίνης, 1929-2011)
Πριν 35 χρόνια βρέθηκα αμήχανος να ψάχνω στην Στρατιωτικού Συνδέσμου, στο Λυκαβηττό, το αμφιθέατρο ΕΝΤΟΠΙΑ της Σχολής Δοξιάδη που κάποιοι σήμερα βάλθηκαν να κατεδαφίσουν μαζί με το μοναδικό, κατά τους κανόνες της περίφημης σχολής του Le Corbusier, αρχιτεκτόνημα. (Μικρή αξία έχει η ιστορία, η αρχιτεκτονική και το ψηφιδωτό του Τσαρούχη μπρος στην προσοδοφόρα προοπτική των νέων πολυτελών κατοικιών).
Στον ίδιο χώρο, εκτός από παραστάσεις –«ο Βόϋτσεκ» του Μπίχνερ με σημάδεψε έχοντας την τύχη να τον ξαναδώ στο περίφημο Olympia του Παρισιού–, παρακολούθησα, μεταξύ άλλων, και διαλέξεις του Κορνήλιου Καστοριάδη. Όμως την πρώτη ευκαιρία την οφείλω στον Αντρέα Μπελεζίνη και στον κύκλο των πρωινών κυριακάτικων σεμιναρίων του.
Καθώς το Σάββατο ήταν μέρα εργάσιμη για τις υπηρεσίες, τα πρωινά της Κυριακής, και μέχρι οι μεσημεριανές ραδιοφωνικές μεταδόσεις των ποδοσφαιρικών αγώνων σημάνουν την αντίστροφη μέτρηση της ελευθερίας μας, ήταν οι μόνες δικές μας οάσεις που απολαμβάναμε και ζούσαμε λεπτό το λεπτό. Πολυτέλεια ο πρωινός ύπνος που τον χαλάλιζες για ν’ ακούσει από τον στομφώδη ουσιαστικό λόγο τού Μπελεζίνη πλήθος γραμματολογικών πληροφοριών, ονόματα, συσχετισμούς, συνθετικά, θέσεις, που φρόντιζε επιμελώς να θέτει στην κρίση του ακροατηρίου χρησιμοποιώντας προς τούτο τον επιθετικό προσδιορισμό «ανοιχτές» δίπλα στο ουσιαστικό «απόψεις». (Ακόμα φυλάω τις πέντε δακτυλογραφημένες σελίδες των σημειώσεων που μας μοίρασε, μαζί με το ποίημα του Μιχάλη Κατσαρού «Μπαλάντα για τους ποιητές που πέθαναν νέοι», ανατυπωμένες στο γνώριμο άγριο σαμουά του πολυγράφου).
Φροντιστής στην Αθήνα από το 1966 μετά την πενταετή παρένθεση του διορισμού του σε δημόσιο σχολείο των Πατρών, μύησε γενιές, πέραν των συμβατικών για τις εισαγωγικές εξετάσεις μαθημάτων, στην αναζήτηση των δύσκολων και πολυπρισματικών δρόμων της λογοτεχνίας, κλασσικής και σύγχρονης. Οικονομικά προβλήματα δεν μου επέτρεψαν να γραφτώ στο ισόγειο φροντιστήριο της οδού Κωλέττη 14, όπου όμως συχνά στηνόμουν καρτερικά απέξω μέχρι ν’ ακουστεί το κουδούνι της λήξης, περιμένοντας ιστορήσεις για τις διδασκαλίες του, αλλά και τα κοριτσάκια της παρέας.
Μετά από χρόνια ήρθαν τα πράγματα να συνεργαστούμε στον Μανδραγόρα, να βρισκόμαστε συχνά στο σπίτι του στη Φραγκοκλησιάς, να συνυπάρξουμε στην οργανωτική ομάδα του Συμποσίου Ποίησης που ξεκίνησε στο Πανεπιστήμιο Πατρών. Του οποίου, ο πατρινός Αντρέας Μπελεζίνης, γεννημένος στις 28 Οκτωβρίου 1929, μεγαλωμένος στη συνοικία του Αγίου Ανδρέα, στην Αρόη και σπουδασμένος στο Δ’ γυμνάσιο, δεν μπορούσε παρά να είναι ιδρυτικό μέλος. Πρώτη του εισήγηση στην εναρκτήρια συνεδρίαση του 1981 η «Φυσιογνωμία μιας Φιλοσοφικής Σχολής σε Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο» και η «Θεματογραφία της πρώτης Μεταπολεμικής Ποιητικής Γενιάς». Και πάλι ποίηση, «Συντέλεια και εξανάσταση της ποίησης, από τον Μανόλη Αναγνωστάκη στον Βύρωνα Λεοντάρη», ήταν η προ τελευταία του εισήγηση, σε αναπηρικό καροτσάκι, όπως ο ίδιος το περιγράφει στο σύντομο απόσπασμα που προτάσσω (βλ. Μανδραγόρας, τχ. 34, Οκτώβριος 2005, σελ. 124-126). Για να κλείσει τον επόμενο χρόνο με τα Ερωτικά της Παλατινής Ανθολογίας.
Λάτρης, δημιουργός και στενός συνεργάτης περιοδικών, (ίδρυσε με τον Σωκράτη Σκαρτσή, το 1963 στην Πάτρα, το «Όστρακο» και στη μεταπολίτευση διεύθυνε τη «Σπείρα»), παρέμεινε μέχρι τέλους αφοσιωμένος στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία, επιδιώκοντας μέσα από έντυπα, μάταια –για τα σημερινά μέτρα και ήθη της εποχής– έναν διάλογο για την τέχνη, την κριτική και τη γραμματολογία της ποίησης.
«Εύσημοι και άσημοι λόγοι», (1986), «“Η νεολιθική νυχτωδία στην Κροστάνδη” του Νίκου Καρούζου. Κριτική ανάγνωση» (1987), «Κριτικό τρίπτυχο» (1991), «Ο όψιμος Ελύτης», (Ίκαρος 1999), «Για τον Νίκο Εγγονόπουλο και τον υπερεαλισμό, Ένα διακειμενικό δοκίμιο και άλλα μελετήματα», (Ίνδικτος 2008), «Νίκος Φωκάς, Ένας "αναφορικός" ποιητής» (Εστία 2009), είναι μερικοί από τους τίτλους των βιβλίων του.
Με τους στίχους της Μπαλάντας του Μιχάλη Κατσαρού «Με ποιον με ποιον να μιλήσω;/ Με ποιον λοιπόν να μιλήσω;», κλείνει ο Αντρέας Μπελεζίνης τις σημειώσεις του που εκείνο το κυριακάτικο πρωινό μοίρασε στους λιγοστούς ακροατές του. Την Τετάρτη 19 Γενάρη 2011 έκλεισε και ο δικός του κύκλος στην Μονάδα εντατικής θεραπείας του Ευαγγελισμού και την Παρασκευή 21.1.2011 στο Α’ Νεκροταφείο.
Οι επιδράσεις ενός έργου στο κοινωνικό γίγνεσθαι συνήθως δεν είναι άμεσα μετρήσιμες, αν και τα κυρίαρχα πρότυπα κάθε εποχής προϊδεάζουν για τις επικρατούσες αξίες. Θα ’ταν αυταπάτη να μιλήσει κανείς για μαζική αποδοχή ή μαζικό ενδιαφέρον. Άλλωστε σε μια δημοκρατία ο καθένας αξιολογεί και ιεραρχεί τις προτεραιότητές του κατά το δοκούν. Τα κείμενα και η ποίηση είναι εδώ και διαθέσιμα. Κάποιοι τα απολαμβάνουν. Οι υπόλοιποι αρκούνται στα αναλώσιμα.
Κώστας Κρεμμύδας