Αφού είναι της μόδας να μιλάμε όλοι για τ’ αλησμόνητα χρόνια –άλλωστε νέα χούντα ζούμε (κι ας με συγχωρήσουν οι Δημοκρατικοί και οι Αντιδημοκράτες της Αριστεράς που θίγω τα πολιτικά τους όσια), σκέφτηκα να διηγηθώ κι εγώ ιστορίες. Όχι του Προέδρου Ταμέλη (για να θυμηθούμε το εύστοχο διήγημα του Γιώργου Ιωάννου, που παρεμπιπτόντως αγνοούν ακόμα και φιλόλογοι), και τα φασιστοειδούς εμπνεύσεώς του Αποφασίζομεν και Διατάσσομεν που αναβιώνουν στις μέρες μας, ούτε της γραφικής Ελλάδας (που ανακάλυψε ο Λάλας μετά την κλωτσιά από το συγκρότημα Λαμπράκη) με την ελίτσα, τον χαφιεδάκο θυρωρό, το στουμπηγμένο κρεμμύδι (που ευτυχώς μάς ήταν άγνωστο και απεχθές παρά τον εθισμό του επωνύμου), ή τις γριές που καιροφυλαχτούσαν σαν τον χάρο μέσα στο σκότος της μονοκατοικίας με το καντηλάκι να αχνοφέγγει τα εικονίσματα. (Και βέβαια ότι εξοικονομούσαν απ’ τη ΔΕΗ το ’χαναν από το παρανάλωμα του σπιτιού τους, γιατί καλά είναι μόνο τα ηλεκτρικά καντηλάκια…). Αλησμόνητα χρόνια με το κέντρο της Αθήνας σκοτεινό και έρημο, το ίδιο όμορφο όπως και σήμερα: με τις λαμαρινούλες να κατακλύζουν τα μαγαζιά, τα κατεβασμένα ρολά, τα πάρκιν-πεζόδρομους, τις καταστραμμένες βιτρίνες, τη βρωμιά και τη δυσωδία. Αγαστή η συνεργασία δημάρχου και μπάχαλων κατάφεραν να γυρίσουν πίσω το χρόνο της νιότης μας. Άλλωστε αν δε μουτζουρώσουμε τα μνημεία, δεν βανδαλίσουμε τα σιντριβάνια δεν κάψουμε τις Βιβλιοθήκες, δεν αδειάσουμε τους κάδους σκουπιδιών στο δρόμο, δεν μπογιατίσουμε τις πολυκατοικίες και δε χέσουμε την πλατεία Εξαρχείων, τι επαναστάτες είμαστε…
Για τους επαγγελματίες της γειτονιάς μου λοιπόν θα μιλήσω που μετακινούνταν στις δουλειές, στα μαγαζιά και στις διασκεδάσεις τους με τα ποδήλατά τους, μεταφέροντας αγογγύστως και τη συνήθως ευτραφή σύζυγο, καθισμένη στο πλάι, πίσω απ’ τη σέλα. Δεν είχαν κάνει ποτέ κανένα ατύχημα, δεν έμπλεξαν τα πόδια ή τα χέρια τους στις ακτίνες, δεν επιβάρυναν το περιβάλλον, δεν εξέδωσαν διακηρύξεις περί οικολογίας. Κι όμως ουδέποτε σκέφτηκαν ν’ αξιοποιήσουν πολιτικά το αυτονόητο μέσον μεταφοράς κι εξυπηρέτησης για να αναρριχηθούν στην πολιτική, για να εκλεγούν ευρωβουλευτές, ή να γίνουν πρωθυπουργοί. Το σπουδαιότερο: δεν μας υπόσχονταν πράγματα που δεν μπορούσαν να φτιάξουν, δεν μας έταζαν για να ψωνίσουμε από το μαγαζί τους, δεν μας εξαπατούσαν, δεν έκλεβαν, οι περισσότεροι, στο ζύγι, δε φούσκωναν τα βερεσέδια των νοικοκυριών. Η κυρα-Κούλα που πέθανε προχωρημένα 90, μπορεί να έπασχε από τη νόσο του Αλτσχάιμερ, αλλά περνούσε την τελευταία περίοδο της ζωής της κάνοντας προσθέσεις. Χρόνια μπακάλισσα με το τεφτεράκι και τους λογαριασμούς, ήξερε να διαχειρίζεται τα οικονομικά τού μαγαζιού, της οικογένειας, των νοικάρηδων, της γειτονιάς. Λίγα τα γράμματα και τα λόγια της περιοριζόταν στη δουλειά της μέρα νύχτα, ακόμα και της Κυριακές. Δεν τη βλέπαμε στις τηλεοράσεις να υπόσχεται προεκλογικά και να αναιρεί μετεκλογικά, δεν πειραματιζόταν, δεν παπαρολογούσε και το κυριότερο παρέμεινε μέχρι τέλους αξιοσέβαστη. Το ίδιο και ο κυρ-Γιώργος ο τσαγκάρης που μέρα-παρά μέρα μού γυάλιζε τα παπούτσια έναντι 4 δραχμών. Ποτέ δε σκέφτηκα να τον προσφωνήσω «Γιωργάκη». Του μίλαγα στον πληθυντικό και δεν ήταν μονάχα η διαφορά της ηλικίας. Ήταν το αίσθημα της εκτίμησης που μπορεί να είναι απαραίτητο για έναν τσαγκάρη αλλά δεν ισχύει το ίδιο και για έναν πρωθυπουργό. Μάρτυς μου ο Πρετεντέρης.
Τώρα γιατί, και από κάτω από ποιες συνθήκες ο «Γιωργάκης» ξαναγίνεται «Γιώργος», ο ανίκανος προβάλλεται ως μόνη λύση, οι τραγικές ευθύνες αποσιωπούνται, οι αυτοσχεδιασμοί μετονομάζονται σε στρατηγική, ενώ οι αλαγομούρηδες ψάχνουν τα νέα άλογα που θα ποντάρουν, (γιατί μπορεί να είναι κυνικοί αλλά δεν είναι μαλάκες και καταλαβαίνουν πως έχουν παγιδευτεί στο μουλάρι Αστραχάν του Βέγγου), είναι θέματα που μόνο ένας λαός μπορεί να λύσει. Αλλά ένας, τι να σου κάνει; και πολλοί δυστυχώς ούτε υπάρχουνε, ούτε φαινόμαστε…
Κώστας Κρεμμύδας