στη Νανά και πάλι και πάντα
Τελικά θα μου πείτε αυτό δεν είναι ζωή. Γνώμη σας και τη σέβομαι αλλά μη μου ζητάτε να την ασπαστώ. Γιατί μπορεί η μοναξιά κάποιες φορές να προσπερνά την κεντρική είσοδο της πολυκατοικίας σας τσουλώντας ένα τσέρκι ξεχασμένου ποδηλάτου όμως εσείς, όπως κι εγώ άλλωστε, το ’χουμε χάσει, για καλά, το παιχνίδι. Γιατί παιχνίδι στις μέρες μας δεν υπάρχει. Το πολύ-πολύ να κολλήσετε στο τζάμι συνοικιακού καταστήματος Τραπέζης και να βγάλετε επιδεικτικά τη γλώσσα σας στον διευθυντή που ξεφυλλίζει ευπρεπώς τα χαρτιά του ώρα 7η πρωινή. Να χαμογελάσετε συγκαταβατικά στο διπλανό σας που φτάνει λαχανιασμένος και να καταχωνιάσετε στα κάτω συρτάρια την αηδία του χθεσινού απογεύματος. Μετά τι θα κάνετε; Θα μπείτε ή θα εξακολουθείτε να περιφέρεστε αναίτια έξω; Ύστερα κάθεστε και μου συζητάτε για όνειρα. Ποια όνειρα; Εκτός αν εννοείτε τις παρεκβάσεις μιας πραγματικότητας ή τους βιασμούς μιας αλήθειας.
Εδώ ακριβώς σημειώνουμε και τη λέξη «Άμλετ» διαβάζοντας συλλαβιστά από το τέλος προς την αρχή: «τέλ-μα», η βεβαιότητα μιας διαρκούς παρουσίας.
Τώρα πια δε μένει καμιά αμφιβολία πως το αύριο θα ’ναι τόσο συγγενές με το σήμερα όπως ήταν και το πέρσι με το προχθές. Η φορά των πραγμάτων αλλάζει. Αλλάζει; Εννέα ακριβώς. Μάλιστα, εννέα ακριβώς τα πτώματα του ναυ αγίου. Χιλιάδες οι νεκροί των εκ ρήξεων, δεκάδες οι τάφοι στα κοιμητήρια. Ναι, τελειώνω, όπου να ’ναι τελειώνω, άλλωστε δεν είχα καν αρχίσει, απλώς ξεκίνησα κάτι να λέω για κείνα τα χρόνια που μαζευόμασταν στην Αραχώβης για να χαζέψουμε τις πληγές και τα στήθη σου. Ήταν μεγάλα και τα λιμπιζόμαστε. Τώρα πάει, ’πεσαν κι αυτά. Από δω και πέρα δε θα διεκδικήσουμε ξανά επαναστατικές θέσεις συμβούλων. Τα ακατοίκητα όνειρα δε στεγάζονται μισοτιμής σε νομιμοποιημένα αυθαίρετα
–Να με φωνάζετε Ανα στάσιμο.
–Της μάνας σου κοπρίτη που θα μας πεις απροσάρμοστους.
–Μ’ αγαπάς στ’ αλήθεια Δανάη;
Το θέατρο που έπαιζα καμιά φορά κατεδαφίστηκε, μπήκε στο σχέδιο. Αδήριτα δεμένο με το παρελθόν παραμένει το αβέβαιο μέλλον μας. Τα υπουργικά συμβούλια, όπως και τ’ αυτοκίνητα, είναι πάντοτε μαύρα, σαν τις ερπύστριες των μικροσκοπικών μικρόψυχων ερπετών. Παντρεύομαι συχνά τις Κυριακές στα πάρκα. Τέρμα το στήσιμο στου «Αμάραντου», η κομμωτριούλα το ’σκασε με τη μαμά της σε άγνωστη κατεύθυνση. Επιμένεις παρόλα αυτά να μάθεις κρίκετ;
Αλήθεια αφού τα καταφέρατε μια χαρά, γιατί συνεχίζετε να μας παρακολουθείτε ακόμα;
Τριάντα τρανταχτά κι ανέγγιχτα χαμένα σε χίμαιρες χρόνια
[Νανά] πώς μπορεί το τέλος
να μη μετράει
σύμφωνα με τη θέλησή μας;
Γιάννης Ζέρβας, Τζούλια 2
Το να προσπαθείς να συλλάβεις τ’ ασύλληπτα κάτω από τις τσιμεντόπλακες των ρυθμικών βηματισμών ενός οδοστρωτήρα, μεταξύ κενού καινού, κοινού κενού και κενού κοινώς κοινού, όπου τα πάντα λέγονται και ταυτοχρόνως χάνονται ανείπωτα, είναι σα να περιμένεις τον έρωτα μιας Τζούλιας (μήνα Ιούλιο κατά Γιάννη Ζέρβα), σε πέραν της μιας εκδοχές, καθισμένος αναπαυτικά στο μεγάλο σαλόνι με τον πολυέλαιο και τ’ αμπαζούρ να φωτίζουν το βάθος.
Όμως τραγουδάω θα πει ακούω μουσική στο Τρίτο την ώρα που ενώνετε τα κορμιά σας στα δυο στα τέσσερα στα δεκάξι. Πονάω θα πει ανταμώνω τον κίνδυνο της αυτοκαταστροφής μου, στέκομαι στην ουρά για ένα δελτίο και παίζω στο φλάουτο την “αρκούδα καφέ” περιμένοντας την αυτοκτονία των κοριτσιών. Θυμάμαι, σημαίνει πως βρίσκω τυχαία στα απομεινάρια μιας εποχής πέντε τσαλακωμένα χειρόγραφα που ξαναζωντανεύουν το Βύρωνα, την Τραλλέων αυτούσια όπως τα χρόνια μας, την Ιζαμπό, το ταβερνάκι του μπάρμπα-Γιάννη με τα καρό τραπεζομάντιλα, τα λεωφορεία της Καισαριανής, μια ματωμένη Κυριακή έξω απ’ το Ναύπλιο, τις ανομολόγητες τύψεις σου, την ομολογημένη ανασφάλειά μου, τον Λένιν, τα “Γράμματα σ’ έναν νέο ποιητή”, την παλιά ΦΜΣ, το πιάνο, τα δάκρυά σου για την Ελένη, την αφόρητη θλίψη μου, τη ζήλια για έναν νεκρό, (και πώς να αναμετρηθείς με απόντες;), το σκοτεινό θάλαμο που εμφανίζαμε τον έρωτά μας.
Και ξέρετε πως δεν είναι η ψευτοκουλτούρα που μας ενώνει. Δεν είναι ο Μάλερ κοινός μας γνώριμος, δε συναντηθήκαμε ποτέ μας στα Κύθηρα. Μονάχα που κι εγώ τραγούδαγα φάλτσα τον Ερωτόκριτο και τον Σεβάχ το θαλασσινό την ώρα που ο Κωστής τράβαγε μαχαίρι. Κατέβαζα με τ’ ασανσέρ τα σκουπίδια μου την ώρα που η Κατερινιώ έφευγε μόνη. Κυκλοφορούσα γυμνός στο πλατύσκαλο όταν το αίμα έρρεε στη σκάλα υπηρεσίας, ενώ στο διπλανό διαμέρισμα ηχούσε το “Likeness of death”. Κι είναι απόψε που μοιάζουμε τόσο, αδιάφορο αν ο καθένας μας τράβηξε το δικό του δρόμο.
Οι γείτονες δε βγήκαν στο τελευταίο αντίο, κρυφοκοιτούσαν πίσω απ’ τις γρίλιες φοβισμένοι την αγριάδα της ώρας. Δε φιληθήκαμε σταυρωτά όταν αφήναμε τα κομμάτια μας στην γκαρσονιέρα του πρώτου. Κατηφορίσαμε βιαστικά τη Σίνα και μόλις φτάσαμε στη Σόλωνος η Κατερίνα άρπαξε το πρώτο ταξί που βρήκε μπροστά της. Ο Κωστής έτρεξε πίσω της μάταια, ύστερα χάθηκε σε κάποιες αίθουσες του Χημείου συνεχίζοντας τα ημιτελή πειράματα με συνουσίες. Εγώ απόμεινα αναποφάσιστος, σχεδόν αποσβολωμένος για ώρες, εκεί ακριβώς που σε συνάντησα μετά από χρόνια. Τι σημασία έχει ο θάνατος που δεν υπάρχει, οι εξηγήσεις που δεν εκστομίζονται, οι υποψίες που εποπτεύονται από υπόπτους; Μια εξαγνισμένη παρουσία δεν μπορεί να καλύψει το κενό μακροχρονίως απόντων.
Τύφλωση, τίμημα, ομορφιά οι μόνες λέξεις… Κι εμείς που αποζητούσαμε λίγη δροσιά στους λέβητες των πολυκατοικιών και στους καυστήρες των υπογείων, δεν καταφέραμε να ξεπεράσουμε τα όρια των αντοχών μας, αγνοώντας τον χρόνο και τις αποστάσεις που επιβάλλει. Τουλάχιστον κρατήσαμε καλή την όρασή μας στα σκοτάδια του μέλλοντος.