O θάνατος άλλαξε φύλο. Μικρές διαδρομές στην ποίηση της Αρτέμιδος Βαζιργιαντζίκη

In Κριτική, Λογοτεχνία by mandragoras

 

 

Αν γράφω ποιήματα είναι γιατί το ξέρω
όλα τ’ αλφάβητα του κόσμου έχουνε λιώσει
όλες οι λέξεις κι όλ’ οι στίχοι έχουν τελειώσει….

Αντώνης Φωστιέρης

 

Ποίηση… πνεύμα ευάλωτο, καρδιά που χύνεται, αποτύπωμα σε νοτισμένο φύλλο, έγχρωμο φάσμα σε φαντό λευκό, ντύνεται στίχος και ιδού…

Είπες/ θα γεννηθώ/ θα πεθάνω/ θ’ αναστηθώ/ για τους ανθρώπους./ Η θάλασσα μύρισε κρίνα./ Τα κρίνα των στεναγμών. Στη συναισθηματική επικράτεια της δημιουργού, το πηλίκο σφραγίζει τον πολλαπλασιασμό της επιθυμίας. Ο παλλόμενος λόγος της διαχέει ευωδιά θανάτου, λαξεύοντας εικόνες στο μεταίχμιο της πιο παράλογης λογικής. Η ενδελέχεια αγκαλιάζει τη μάταιη απαντοχή. Υγρά, έρρινα σύμφωνα-βήματα, στροβιλίζονται στο βαλς των παραισθήσεων. Γκρεμίζοντας τις βαθμίδες του χρόνου, ο μέλλοντας ψυχορραγεί στα γρανάζια ενός πάντα οριστού Αορίστου, παραδομένος άνευ όρων στην τυραννία του εφήμερου. Είπες μικρή ανεμώνη/ θα καταλάβω θάλασσα/ και γη με τη βελούδινη ομορφιά μου./ Το είπες εντός σου./ κανείς/ ποτέ/ δεν τ’ άκουσε.

Ζωή-θάνατος, προσμονή-προδοσία, τέλος-αρχή, συνεκτικοί πόλοι ανάστροφης κλεψύδρας, συνθέτουν τη μυστική συμφωνία των αντιθέσεων. Πολτοποιημένα ανθρώπινα μέλη λιπαίνουν τους τροχούς διάτρητων εξουσιών. Το εμείς υποταγμένο στο ιδιοτελές εγώ. Ακροβασία στο δίκοπο νήμα μιας ενδόμυχης πάλης. Ο αγώνας αυτογνωσίας εναγώνιος, χαμένος εξαρχής. Και η ποιήτρια; Ημεροδείκτης απεικονίσεων ή το μυστικό κλειδί για το αδυσώπητο συμπέρασμα; Στην περίμετρο των ονείρων της, το αρχικά ακαθόριστο προαίσθημα, κορυφώνεται με τη σχηματική εικόνα της αντιφατικής δυσαρμονίας. Επίλογος-καταλύτης, η πικρή ειρωνεία: Αντικρίσαμε τη λάμψη/του γιγάντιου φάρου. Όλοι είπαμε με μια φωνή/ δε χάθηκε ακόμα η ελπίδα!/ Την ίδια στιγμή/ στην άκρη του βράχου/ένα βρέφος/ ξεψυχούσε… Στους «Λαιστρυγόνες», κραδαίνει την ευχή της, αλλάζοντας πρόσωπο κι αριθμό: Όχι. Δεν περιμένουμε/ μιαν ανέσπερο νύχτα/ να μας καταβροχθίσει/ ο βασιλιάς./ Καλύτερα ν’  αλληλοσπαραχθούμε.

Και άλλοτε γράφει, ισορροπώντας στο διάμεσο της υπαρξιακής μελαγχολίας: Το πρωί παίρναμε κόκκους από την άμμο./ Να φτιάξουμε μια γέφυρα/να ενώνει θάλασσα κι ουρανό./ Το βράδυ/γκρεμιζόταν. Ψυχή και ύλη, έμβια και άβια, κόκκοι άμμου και κόκκινοι γίγαντες, αντικείμενα υποκείμενα στην αισθησιακή εμπειρία. Στον ποιητή ανήκει η διακριτική ευχέρεια προσδιορισμού τους. Τα καθιστά πομπούς ποιητικής ουσίας, πραγματώνοντας την κράση του νοητού με το ιδεατό. Η Βαζιργιαντζίκη δίνει πνοή στα πράγματα, παρεκτείνει μ’ έντεχνη μεταφορά τις ιδιότητές τους, διαπιστώνει τον συμφυρμό των γενών. Γαλήνια κυνική, μεταμορφώνεται σε περίπτερο, κοιτά με τα δικά του μάτια, αντηχεί τη φωνή του, καθώς εκείνο σκιρτά.

Σπάνια βλέπω τον ουρανό/ ποτέ τη θάλασσα./ φύτρωσα/ για πάντα εδώ./ ένα περίπτερο στην Ομόνοια. Μιλά για τη σαρκοβόρα ισορροπία της σηψαιμικής συνήθειας σε ταυτόσημο χρόνο, πρόσωπο κι έγκλιση, αποκαλύπτοντας την τρομακτική ομοιότητα της αντιστροφής: ένα κρεβάτι/ μια καρέκλα/ ένα τραπέζι/ φεύγεις/ για να συναντήσεις/ ένα γραφείο/ μια καρέκλα/ επιστρέφεις/ πάλι πίσω για να ξαναβρείς/ ένα τραπέζι/ μια καρέκλα/ ένα κρεβάτι.

Θεός-άνθρωπος, κακό-καλό, φύση διττή σε μονοσήμαντη όψη. Στον ευρυγώνιο της ποίησης διαθλώνται άγγελοι-δαίμονες. Μυθολογικές οντότητες σημειολογούν την ιστορία οριοθετώντας αξίες. Αιγέας, Ελένη, Θησέας, Φαίδρα… Η ποιήτρια, αχνός που εισβάλλει σε ξένα σώματα. Διαρρηγνύοντας τα δεσμά του προσδιοριστικού φύλου μεταλλάσσεται από σπαραχτική μήτρα σε κερματισμένο φαλλό. Ως Οδυσσέας αναφωνεί: Ανεμοδαρμένος/ θαλασσοπνιγμένος/ μα το χειρότερο/ μια Πηνελόπη:/ υφαίνει ολοένα την πορεία μου.

Μνήμη-λήθη, ζωή κι ανάμεσα χρόνος νεκρός. Πόθοι που παραμένουν ουτοπικοί. Σμιλεύει την ύλη της με την ευγλωπία της σιωπής. Ο ελλειπτικός λόγος επιτρέπει την ανάδυση του στεναγμού, εκμηδενίζοντας τις «Αποστάσεις». Η θάλασσα/ το πλοίο/ μακρινά/ κοντά σου/ ένα παράθυρο γραφείου/ με θέα/ τον ακάλυπτο.

Θάλασσα-θάνατος-θαύμα. Γυναίκα-γαία-τροφός. Έρωτας ερμητικός υποκύπτει στον έσχατο λυγμικό σπασμό. Άδης σκοτάδι παγερό, γέννα ζεστή φωτιά, αδιάρρηκτα μόρια του ίδιου σπέρματος. Απομένει το επίμονο τσάκισμα στην πρόκληση της αθανασίας, όταν αλλάζοντας φύλο, ο θάνατος γίνεται τέχνη ζωής, ζωή τέχνης. Η Άρτεμις Βαζιργιαντζίκη αμείλικτα ευαίσθητη, περιδινίζεται στα συναισθήματα και βυθίζεται στο σκοτάδι, διασχίζοντας τις Νεκρές Θάλασσες, ως να καρπίσουν. Διαγράφει τροχιά «Κόντρα στο φως». Νυχτωμένη στα πλοκάμια της θαλασσίας οδού, μακράν των πόθων, των ιαχών και των λυγμών των τρένων, όταν γονατιστά αποχαιρετούν τους επιβάτες. Φτιάχνεις στα γρήγορα μικρές ταχύτατες βόμβες και τα τινάζεις όλα στον αέρα. Νυχτωμένη μακράν της θάλασσας, μακράν του χρέους, μακράν της ύπαρξης. Μα, όσο υπάρχει φως, η νύχτα της μέρας θα μας κοιτάζει…

Αγγελική Αποστολοπούλου