24.8 Βλέπουμε το ματς με την Μπέμπα που πίνει χυμό πορτοκαλιού, ημέρα Σάββατο, στις εφτά το απόγευμα στο «Καφέ των ποιητών», στην πλατεία Βικτωρίας, που μόνο ποιητές δεν υπάρχουν, απλώς, ένα ζευγάρι πίσω μας τρώει παγωτό και μια γυναίκα μέσα στο κατάστημα διαβάζει πολλές εφημερίδες, αυτή μπορεί να είναι ποιήτρια. Η ποίηση είναι έξω από τον περιφραγμένο με φυτά χώρο της καφετέριας όπου κάμποσα μεταναστάκια παίζουν με κάτι καπάκια στο πεζοδρόμιο. Ένα μικρό κορίτσι είναι εντελώς μόνο του και βλέπει τα αγοράκια. Επιμένω στη ζέστη αυτή των ημερών και σε μια Αθήνα με λίγους Αθηναίους. Το ματς διεξάγεται στη Λαμία με την ομώνυμη ομάδα να φιλοξενεί το ιστορικό τριφύλλι. Ο ρέφερυ καταπίνει ένα πέναλτυ που έπρεπε να δώσει υπέρ του Παναθηναϊκού κι οι γηπεδούχοι αμέσως με βαθιά μπαλιά και λάθος του τερματοφύλακα των πρασίνων ανοίγουν το σκορ. Το παιχνίδι γίνεται πολύ κακό έως εντελώς αποκρουστικό έτσι ώστε η μόνη γυναίκα με τα μαύρα, που πιθανόν είναι ποιήτρια και διαβάζει εφημερίδες, αποκοιμάται. Θα ξυπνήσει όταν ο διαιτητής ετοιμάζεται να καταπιεί και δεύτερο πέναλτυ. Έι ξυπνήστεεεε! Ευτυχώς ο διαιτητής συμβουλεύεται το VAR (Ηλεκτρονικό Κέντρο Αποτροπής Καρδιακών Παθήσεων) και κατακυρώνει αυτή τη φορά την παράβαση.
Πάλι μας έκοψε βαθμούς η Λαμία, λέω. Πάλι καλά που δεν χάσατε να λέτε, μου λέει ο κύριος πίσω, που τρώει παγωτά. Καλά εσείς τι ομάδα είστε; ρωτάω. Εγώ συμπαθώ τον Ολυμπιακό. Αν συμπαθείτε τον Ολυμπιακό δεν μπορείτε να μένετε στη Βικτώρια και στον Κολωνό. Να πάτε στο Φάληρο με τις μαούνες που όπως λέει κι ο Καββαδίας έχουν πολύ καλό κοκό.
Δυο αραπάκια τώρα παίζουν με ένα χωματένιο βόλο, παρά λίγο να τον πατήσω. Κοιτάζονται στα μάτια, κάτι συμφωνούν κι ύστερα αφήνουν τον βόλο να κυλήσει.
25.8 Κυριακή. Μπάνιο αρ. 33 στο πέμπτο λιμανάκι της Βάρκιζας. Έχοντας στα χέρια το μυθιστόρημα του Γιάλομ «Η θεραπεία του Σοπενάουερ». Τώρα φοβόμαστε και τους ριφιφίδες της Αχαρνών, ας επιστρέψουμε γρήγορα σπίτι μη το ανοίξουν, μη μας πάρουν τον «Χριστό Ξανασταυρώνεται», τους «Αδελφούς Καραμαζόφ» και τον «Ηλίθιο», την «Επανάσταση για την καύλα της», τον «Τρελό Έρωτα» ή το «Πούτσα και ξύλο» του Αρτώ.
26.8 Δευτέρα. Μπάνιο αρ. 34. Κατεβαίνοντας στο σταθμό Ελληνικό για να πάρω το λεωφορείο για Βάρκιζα: Είναι πάντα μες τη ντάλα του μεσημεριού ένας τζαζίστας. Κάθεται μες τον ήλιο με ένα ψάθινο καπέλο με την ηλεκτρική κιθάρα και τη φυσαρμόνικα ψηλός, αμερικάνος και παίζει δυνατή μουσική. Δεν διαλέγει τον ίσκιο, που υπάρχει κάτω από κάτι δεντράκια παραπέρα, αλλά στήνεται συνειδητά μέσα στο λιοπύρι. Θα πάθει ’κανα εγκεφαλικό. Θα του το πω, δεν γίνεται, αφού πληρώσω τα δίδακτρα πρώτα.
Στο κανάλι της Βουλής προβάλλεται παλιά ομιλία του Αραφάτ σε επίσκεψή του στην Αμερική. Έχει δίπλα του τον Πρόεδρο Κλίντον και μιλάει με πάθος. Μιλάει μελοδραματικά και αυτό τον κάνει ηγέτη. Οι σπουδαίοι πολιτικοί είναι μελοδραματικοί ή λαϊκιστές συνήθως και τα δύο. Κολακεύουν τα πλήθη, τους αποδίδουν ικανότητες που δεν έχουν, υπόσχονται τη Δεύτερη Παρουσία.
Οργή για το Θάνατο της 19χρονης Αδριάνας που έζησε την περισσότερη ζωή της σε ένα κλουβί στο Ίδρυμα Λεχαινών επειδή ήταν τυφλή. Μα τι Ίδρυμα είναι αυτό; Κάτι σαν την Λέρο με Ψυχιατρείο του παλιού καιρού;
27.819 Tρίτη. La terra trema. Σεισμός. Κουνήθηκα κανονικά στις εννιάμιση το πρωί κι ενώ ήμουν στον υπολογιστή. Είπανε για 4 R αλλά φάνηκε ισχυρότερος. Το επίκεντρο ήταν κοντά στη Μαγούλα εκεί που πριν δυο μήνες μας έδωσε ένα 5.1 και σημαντικές ζημιές. Αυτή τη φορά ήταν καθησυχαστικοί οι σεισμολόγοι και δεν είπαν ότι «κάποια στιγμή θα γίνει μεγάλος» κι έρχεται η συντέλεια του κόσμου.
Για μπάνιο αρ.35. Πάλι ο τζαζίστας εδώ. Δεν έχει πάθει ακόμη ηλίαση ή εγκεφαλικό. Πάντα με τον Σοπενχάουερ στο χέρι. Στο λεωφορείο δίπλα μου ένας ανάποδος Χρόνος. Βγάζει ένα σάντουιτς και τρώει αλλά καθώς είναι τεράστιος και απρόσεκτος ο αγκώνας του φτάνει στο πρόσωπο μου. Μία, δύο, τρεις. Ε ρε φίλε πρόσεξε λίγο το χέρι σου. Τι έχει το χέρι μου εσύ δεν κάθεσαι καλά, λέει «Μα έχεις πάρει τα τρία τέταρτα της θέσης άνθρωπέ μου και κινείσαι συνέχεια. Εγώ είμαι ακίνητος στη γωνιά μου με το βιβλίο μου. Πού θες να πάω να βγω από το παράθυρο;». «Ποιο βιβλίο, ποιος σε πείραξε, παράτα μας ρε», λέει ο Ανάποδος Χρόνος. Εντάξει δίνω τόπο στην οργή δεν θα γίνω θέαμα, με τους παλαβούς δεν μπορεί να τα βγάλεις πέρα και μαζεύομαι ακόμη σαν σκαντζόχοιρος. Όμως ε ο τύπος εξακολουθεί να κινεί άσχημα τα χέρια του και όπως φαίνεται του έδωσα την ευκαιρία να μουρμουρίζει και να βρίζει. «Πού μπλέξαμε; τι υπάρχει; τι τσόκαρα κυκλοφορούν» και μου δίνει μια αγκωνιά στα πλευρά. Α μέχρι εδώ! Με τους παλαβούς δεν μπορεί να τα βάλεις, με τους φασίστες: παιχνιδάκι. «Άκου καλά κάθαρμα» λέω υψώνοντας τη φωνή και αφυπνίζοντας το μισοναρκωμένο κοινό του υπερφορτωμένου οχήματος. «Σαν σήμερα στις εικοσιεπτά Αυγούστου 1905 γεννήθηκε ο Άρης Βελουχιώτης κατά κόσμο Αθανάσιος Κλαρας», πλησιάζω ακόμη πιο πολύ τη μούρη μου ώστε να κολλήσει στη δική του, «μεγάλη μορφή της Εθνικής Αντίστασης και σημαίνον στέλεχος του κομμουνιστικού κινήματος», η ανάσα μου τώρα μυρίζει σκορδίλα, αυγουτίλα, τζουμακίλα «που είχε τραγικό τέλος κατά τη διάρκεια του εμφυλίου και το πτώμα του αποκεφαλίστηκε από παραστρατιωτικές ομάδες ενώ το κεφάλι του κρεμάστηκε στην πλατεία των Τρικάλων, να το βλέπουν τα παιδιά. Αυτός ο Τζούμα Κλάρας λοιπόν ήταν πατέρας μου και μου άφησε ένα κονσερβοκούτι ενθύμιο, ένα κονσερβοκούτι για να κόβει λαιμούς φασιστών σαν και σένα (ουρλιάζω) και τραβάω απ’ την κωλότσεπη το καινούριο μου κινητό ειδικό για να παίρνει κεφάλια. Ο τρελάρας πετάγεται ξετρελαμένος κι εγκαταλείπει τη θέση. Καθίστε σας παραχωρεί τη θέση, λέω σε μία ξένη κυρία που χαμογελά διστακτικά.
Σημ. Ο αδελφός του Βελουχιώτη, δημοσιογράφος Μπάμπης Κλάρας, επιμελείτο επί ετών τη φιλολογική σελίδα της εφημερίδας «Βραδυνή» στην οποία δημοσίευσα δυο τρία πρωτόλεια κείμενα. Τον καιρό εκείνο δεν φανταζόμουνα ποτέ ότι η κάποια μέρα, στον άλλο αιώνα, η μαζική φτωχοποίηση θα άφηνε στην τύχη τους χωρίς καμία φροντίδα τόσους άστεγους να πουλούν τη Σχεδία, τόσους πολλούς ανοικονόμητους και πένητες να τρώνε τα απορρίμματα ενός φριχτού σκυλοφαγιού μέσα στο λεωφορείο, τόσους αλλόφρονες ελεύθερους τριγύρω μας.
Αποσυμπίεση αυτή είναι η λέξη-κλειδί, που μεταφέρω τηλεφωνικά και υπερωκεάνια στη θυγατέρα μου για να αντιμετωπίσει την ψωριασική αρθρίτιδα και την κακοήθη αναιμία που κληρονόμησε από μένα. I know dad, λέει, Αποσυμπίεση to You.
Στις 27 Αυγούστου του 1829 οι πρώτοι Έλληνες πατούν το πόδι τους στην Αυστραλία. Πρόκειται για επτά ναυτικούς, που έχουν καταδικαστεί για πειρατεία από Άγγλους.
Δημήτρης Τζουμάκας