28.8.19 Τετάρτη. Ο καλός ζωγράφος Νίκος Κυπραίος που έδρασε στη Μελβούρνη, κάποια περίοδο και παραβατικά ώστε να κερδίσει τις συμπάθειες των αντικομφορμιστών και κάποιων αριστεριστών της Αυστραλίας, επαναπατρισθείς έχει μεταβληθεί σε μαχόμενο Αρχιελληναρά. Ανεβάζει συνέχεια βίντεο εντελώς αντιδραστικά και ξενοφοβικά, όπου ο αφηγητής διερωτάται σπαρακτικά «είναι αυτοί πρόσφυγες; Ακούστε τι λένε: Πακιστάν Ζινταμπάν, Ζήτω το Πακιστάν».
Πρόκειται για κάτι νεαρούς τυλιγμένους με σωσίβια μέσα σε ένα πλαστικό σκάφος που έρχονται προφανώς από Τουρκία και φωνάζουν ζήτω το Πακιστάν.
Πού είναι το έγκλημα; Εντάξει, είναι παράτυποι μετανάστες. «Λαθρομετανάστες» αν θέλει ο Νίκος. Άνθρωποι πάντως που ψάχνουν μια καλύτερη τύχη. Να ξεφύγουν από μια αβίωτη κατάσταση. Κι ο κλήρος πέφτει στην Ελλάδα. Είναι το αποτέλεσμα των βομβαρδισμών, το αποτέλεσμα της ερημοποίησης πολιτισμών, της αχόρταγης συγκέντρωσης πλούτου σε χέρια ελάχιστα. Είναι ο άνισος καταμερισμός εργασίας σε παγκόσμια κλίμακα, είναι στην ουσία ο θάνατος της οργανωμένης εργασίας. Αλλά και πιο παλιά, κάτω από άλλες συνθήκες, μάζες μετακινούνταν μαζικά, τα χέρια τους θέλανε να πουλήσουν οι άνθρωποι, ο κόσμος ζητούσε ένα καλύτερο κόσμο. Τα ίδια κάναμε κι εμείς Νίκο, κάποιοι νόμιμα όπως εσύ, κι άλλοι, με το πρόσχημα του τουρίστα όπως εγώ, μπήκαμε παράνομα στην Αυστραλία. Εκεί υπήρχαν δουλειές και μια οργανωμένη κοινωνία. Εδώ είναι μια ανοργάνωτη κοινωνία, αλλά είναι ακόμη ευρωπαϊκή χώρα, υπάρχουν δουλειές στη γεωργική παραγωγή και στον τουρισμό, εξευτελιστικές μεν, «μαύρες» και κακοπληρωμένες αλλά παρέχεται δε, ένα πιάτο ρύζι και μία σύνδεση με κινητό στους απελπισμένους και αυτοί δίνουν ανάσες στα μικρά αφεντικά που τους εκμεταλλεύονται δεόντως.
Νίκο τι λες, να τους απελάσουμε επειδή προσβάλουν τον εθνισμό σου κι επειδή μπορούν να κλέψουν τα πινέλα σου; Ή μήπως θα προτιμούσες να τους μπαζώσουμε στα ξερονήσια όπως προτείνουν οι εθνικόφρονες της κυβέρνησης; Αυτοί αντέχουν όπως οι κομμουνιστές. Ή μήπως καλύτερα να τους πυροβολήσουμε κιόλας; Η επιλογή είναι στα χέρια σου.
–Έχετε μία καραμέλα; με ρωτάει ξαφνικά η γυναίκα που ταξιδεύει απέναντί μου στο μετρό. Μεγαλοκοπέλα, άχρωμη, άοσμη, πιθανόν έχει διαβήτη, δυστυχώς δεν έχω να της δώσω τίποτα, νιώθω άβολα.
Δημήτρης Τζουμάκας