Το Ρίο Γκράντε, το πιο πρόσφατο μυθιστόρημα του Χρήστου Χαρτοματσίδη μας μεταφέρει σε έναν κόσμο σκληρό, γεμάτο αντιφάσεις, όπου οι ανθρώπινες σχέσεις δοκιμάζονται σε ακραίες συνθήκες. Με κεντρικούς άξονες την πατριαρχία, τις σχέσεις εξουσίας, τις ανθρώπινες σχέσεις και τη βία (κάθε μορφής: αστυνομική, οικονομική, κοινωνική, ερωτική) ο συγγραφέας προσφέρει μια τολμηρή καταγραφή της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας μέσα από ένα έργο που συνδυάζει το ρεαλιστικό με το υπαρξιακό, δίνοντας φωνή στους χαρακτήρες του και αποκαλύπτοντας τις πιο σκοτεινές πλευρές της ανθρώπινης φύσης.
Το κείμενο του Χαρτοματσίδη διαθέτει βάθος στη διερεύνηση της φύσης του εγκλήματος, της αδικίας και της ενοχής, όχι μόνο σε προσωπικό αλλά και σε κοινωνικό επίπεδο. Η κεντρική πλοκή περιστρέφεται γύρω από τον Μπίλη και την Ανθούλα, δύο ανθρώπους που, μέσα από την ταραχώδη σχέση τους, αντιπροσωπεύουν μια σειρά από ηθικά διλήμματα και συγκρούσεις. Ο Μπίλης είναι ένας άντρας με σκοτεινό παρελθόν και παραβατική δράση, έχει εκτίσει την ποινή του για ληστεία στη φυλακή και προσπαθεί να ορθοποδήσει διατηρώντας ένα συνοικιακό ουζερί. Η σύζυγός του, Ανθούλα, είναι μια γυναίκα που βιώνει την καταπίεση (οικογενειακή, ηθική, κοινωνική) και προσπαθεί να τον στηρίξει, παρά τις αντίξοες συνθήκες που αντιμετωπίζουν. Μέσα από τα μάτια του Μπίλη και της Ανθούλας σκιαγραφείται μια κοινωνία στην οποία το παρελθόν καθορίζει αδυσώπητα το παρόν και οι επιλογές που προσφέρονται είναι περιορισμένες και συχνά καταστροφικές. Οι σχέσεις των δύο πρωταγωνιστών τόσο μεταξύ τους όσο και με τον κοινωνικό τους περίγυρο είναι επώδυνα (για εκείνους και για τους άλλους) δυσλειτουργικές, ενώ παράλληλα έρχονται στο προσκήνιο οικογενειακά προβλήματα, κοινωνικές πιέσεις και προσωπικές απογοητεύσεις.
Στη νέα αυτή δουλειά του ο πάντα συγκρατημένος και μετρημένος στα εκφραστικά του μέσα Χαρτοματσίδης οδηγείται σε μια σπάνιας έντασης και δραστικότητας λιτότητα. Ο λόγος του απαλλαγμένος από φκιασίδια και περιττά φορτώματα υποστηρίζει με επιτυχία την αφήγηση, η οποία χαρακτηρίζεται από ωμό ρεαλισμό και σκληρότητα, κλείνοντας, ωστόσο, συχνά το μάτι σε μια ευαισθησία γεμάτη πίκρα και πόνο. Ο συγγραφέας δεν φοβάται να παρουσιάσει την πραγματικότητα, όπως είναι. Σκληρή, άσχημη, επικίνδυνη, αιματηρή. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί είναι αιχμηρή, γεμάτη σκληρές περιγραφές, βρισιές και βίαιες εκφράσεις, καθιστώντας σαφές πως ο κόσμος που περιγράφεται δεν είναι ούτε ευγενικός ούτε συγχωρητικός. Οι διάλογοι είναι κοφτεροί, άμεσοι και γεμάτοι ένταση, δίνοντας στον αναγνώστη την αίσθηση ότι παρακολουθεί μια συνεχή σύγκρουση χαρακτήρων και συναισθημάτων. Ως προς αυτό, το Ρίο Γκράντε μπορεί εύκολα να αποτελέσει τη βάση ενός κινηματογραφικού σεναρίου. Το έντονα κοινωνικό υπόβαθρο της αφήγησης, η ρεαλιστική αποτύπωση της ελληνικής μικροαστικής πραγματικότητας, το νουάρ αστυνομικό-γκαγκστερικό κλίμα, η υφέρπουσα ειρωνεία φέρνουν στη σκέψη το σινεμά του Γιάννη Οικονομίδη, ο οποίος με παρόμοια βία και ωμό ρεαλισμό απεικονίζει και σχολιάζει καυστικά τη σύγχρονη νεοελληνική πραγματικότητα. Άλλωστε, τα σύντομα κεφάλαια του μυθιστορήματος που με γοργό ρυθμό αλληλοδιαδέχονται το ένα το άλλο, συναρμολογώντας την αφήγηση, εύκολα παραπέμπουν στην αλληλοδιαδοχή διαφορετικών πλάνων μιας κινηματογραφικής ταινίας.
Ο ποταμός Ρίο Γκράντε αποτελεί το φυσικό σύνορο μεταξύ ΗΠΑ και Μεξικού. Ρίο Γκράντε είναι το όνομα που χρησιμοποιούν οι Αμερικάνοι, Ρίο Μπράβο, το όνομα που χρησιμοποιούν οι Μεξικανοί. Ένας ποταμός, δύο ονόματα, ανάλογα με το πού βρίσκεται κανείς. Όπως και οι χαρακτήρες του μυθιστορήματος. Αλλάζουν όψη, ανάλογα με το πού βρίσκονται. Άλλοτε στο φως και άλλοτε στο σκοτάδι. Εναπόκειται, επομένως, στον αναγνώστη να τους κατατάξει. Άλλοτε στο καλό και άλλοτε στο κακό, πότε στην αλήθεια και πότε στο ψέμα. Και τις περισσότερες φορές κάπου ανάμεσα. Οι χαρακτήρες του μυθιστορήματος δεν είναι ούτε καλοί ούτε κακοί. Πρόκειται για πρόσωπα σύνθετα, αντιφατικά και τραυματισμένα από τις συνθήκες γύρω τους. Ο Χαρτοματσίδης δεν ωραιοποιεί καμία από τις καταστάσεις που παρουσιάζει, είτε αυτές αφορούν τις σχέσεις μεταξύ των φύλων είτε την αλληλεπίδραση των ηρώων με το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον. Άλλωστε, σκοπός του, όπως ανέφερα προηγουμένως, είναι να εκθέσει την ψυχρή και βίαιη πραγματικότητα στην οποία οι χαρακτήρες προσπαθούν να επιβιώσουν.
Το μυθιστόρημα καταφέρνει με έξυπνο τρόπο να αποφύγει τις εύκολες ηθικολογίες. Ο Μπίλης παρουσιάζεται ως ένας άνδρας που παρά την ακραία του φύση, παλεύει με τους δαίμονές του. Η προσωπικότητά του ταλαντεύεται μεταξύ της επιθυμίας για εξουσία και της ανάγκης για λύτρωση. Η σχέση του με την Ανθούλα φανερώνει τον εγκλωβισμό του σε έναν φαύλο κύκλο βίας και παραβατικότητας, από τον οποίο δεν καταφέρνει να ξεφύγει. Η Ανθούλα, από την άλλη, αν και θύμα των καταστάσεων, δεν είναι μια παθητική φιγούρα. Αντιθέτως, είναι μια γυναίκα που, παρά την αδυναμία της να ξεφύγει από την τοξική σχέση με τον Μπίλη, διαθέτει εσωτερική δύναμη, αντιλαμβάνεται και διεκδικεί, εν μέρει, τις δικές της ανάγκες. Αποτελεί την ενσάρκωση της κοινωνικής πίεσης που συχνά ασκείται στις γυναίκες διατηρώντας τες υποταγμένες, ενώ εκείνες παλεύουν -συχνά μάταια- να βρουν τον δικό τους χώρο, να αρθρώσουν τη δική τους φωνή στα ασφυκτικά περιθώρια του ανδροκρατούμενου κόσμου.
Όμως και οι δευτερεύοντες χαρακτήρες έχουν εξαιρετικό ενδιαφέρον. Η Βάσια, για παράδειγμα, η παλιά και μόνη (;) αγάπη του Μπίλη, ισορροπεί επικίνδυνα μεταξύ φωτός και σκότους, μεταξύ ωδείου και σκυλάδικου, μεταξύ σκληρότητας και ευαισθησίας, μεταξύ αφοσίωσης και προδοσίας, χάνοντας στο τέλος τον έλεγχο μαζί με τη ζωή της. Έτσι, πρωταγωνιστικά και δευτερεύοντα πρόσωπα εναλλάσσονται διαρκώς σε ρόλο θύματος και θύτη. Μπορεί η ωμότητα με την οποία παρουσιάζονται οι καταστάσεις και οι σχέσεις να δημιουργεί μια αίσθηση ασφυξίας, που αντανακλά τη συναισθηματική και ηθική κατάρρευση των ηρώων, ωστόσο ο Χαρτοματσίδης καταφέρνει να ισορροπήσει αυτήν την ένταση με στιγμές ανθρωπιάς και τρυφερότητας, κάνοντας τους ήρωες περισσότερο προσιτούς και συμπαθείς, παρά την ενοχλητική τους συμπεριφορά.
Ο Χαρτοματσίδης ασκεί κριτική στις σχέσεις εξουσίας, στη βία και διαφθορά των αστυνομικών αρχών, στην αδιαφορία των δικαστικών λειτουργών για κοινωνική δικαιοσύνη, στην κοινωνική παρακμή, στην οικονομική ανισότητα. Το βιβλίο εξετάζει τις επιπτώσεις του εγκλεισμού, όχι μόνο σε φυσικό επίπεδο (όπως στη φυλακή), αλλά και σε ψυχολογικό και κοινωνικό επίπεδο. Οι ήρωες του βιβλίου, με τις αδυναμίες τους, είναι προϊόντα αυτού του συστήματος, ανήμποροι να το αμφισβητήσουν ουσιαστικά. Ο Νάσος, νονός της νύχτας (αλλά και του Μπίλη), ο διεφθαρμένος αστυνομικός Τζιγέρης, ο εξίσου διεφθαρμένος ταξίαρχος της ΕΛΑΣ Βελέγκας, οι βίαιοι αστυνομικοί της αντιτρομοκρατικής, οι άνθρωποι των νυχτερινών μαγαζιών συνθέτουν το ψηφιδωτό μιας αόρατης πόλης πάθους, δύναμης, βίας που επικάθεται στον αστικό ιστό, όταν νυχτώσει. Ο Χαρτοματσίδης δεν αφήνει περιθώρια για ρομαντισμούς ή εξιδανικεύσεις. Η μοίρα των χαρακτήρων του είναι σκληρή και αναπόφευκτη. Ακόμη και όταν προσπαθούν να αντισταθούν, είτε μέσω εγκληματικών πράξεων είτε μέσω της αντοχής τους στις πιέσεις, οι προσπάθειές τους είναι καταδικασμένες να αποτύχουν.
Το Ρίο Γκράντε είναι ένα μυθιστόρημα που δεν χαρίζεται στον αναγνώστη. Είναι βίαιο, σκληρό, ενίοτε προκλητικό. Όμως, κάτω από την επιφάνεια της ωμότητας βρίσκεται ένα καλοδουλεμένο έργο που καταφέρνει να φωτίσει πτυχές της ανθρώπινης ψυχής και της κοινωνίας. Ο Χαρτοματσίδης καταφέρνει να δημιουργήσει ένα βιβλίο που αναγκάζει τον αναγνώστη να σκεφτεί βαθιά για την κοινωνία, τις σχέσεις εξουσίας και τον προσωπικό αγώνα για επιβίωση.
Χάρης Μιχαλόπουλος
[Χρήστος Χαρτοματσίδης, Ρίο Γκράντε, Μυθιστόρημα, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2024, σελ. 304]