στα μοσχομύριστα άνθη του Νίκου Κατσιλίβα
Σε όλα αυτά τα χρόνια δεν εντόπισα σ’ εκείνον ούτε μια υστερόβουλη σκέψη, ούτε ένα ψήγμα αντιπαλότητας με οιονδήποτε. Αυτά βρίσκονταν έξω από το αξιακό του σύστημα. Άλλα κινούσαν κι έδιναν νόημα στη ζωή του: η ακλόνητη πίστη του στη φιλία, ο σεβασμός και η λατρεία του στη φύση, η αγάπη του για όλα τα μικρά και ταπεινά. [ ] Αυτήν την εικόνα θα κρατήσω στη μνήμη μου από τον Νίκο: σ’ ένα χωράφι γεμάτο παπαρούνες, έξω απ’ το Καλπάκι, να ’ναι γονατισμένος και να φωτογραφίζει ευτυχισμένος παπαρούνες, λουλουδάκια, πεταλούδες, μέλισσες…
Χαράλαμπος Κομσέλης ’58
Δεν είναι εύκολο να μιλήσεις από καρδιάς, για όσα σκέφτεσαι και νιώθεις μέσα σ’ έναν περίγυρο ολοένα και πιο αποπνικτικό. Χρειάζεται ψυχικό σθένος –που δεν διαθέτω καθώς διαρκώς φοβάμαι τα τελευταία πολλά χρόνια να ξεπέφτω ολοταχώς στον γκρεμό λες κι οδηγώ με σπασμένα φρένα το σμπαραλιασμένο σαράβαλο σε μια διαρκή περιμετρική κάθοδο δίχως βοήθεια. Πώς λοιπόν να κεντήσεις σταυροβελονιά τις λέξεις, να βγει το κομπλέν και να κρεμάσεις στον τοίχο θριαμβευτής τα κατορθώματά σου; Δεν είναι ασφαλώς μόνο προνόμιο της γενιάς μου: στην ιστορία του ο άνθρωπος βλέπει να χάνονται τόσα πολύτιμα αυτονόητα που νόμιζε πως είχε ασφαλίσει: αγαπημένοι, έρωτες, ιδέες, πιστεύω, οι σταθερές μίας δουλείας που υπομένουμε μ’ ελπίδα μάταιης διαφυγής στο όνειρο, ένα σπίτι [χαμένο πια στα κόκκινα], οι φίλοι για να τραγουδάς τα όμορφα και να ακουμπάς σε δύσκολα… Και ξαφνικά όλα καπνός, φωτιά και αύρες να μετατρέπουν σε κουφάρια τον διαλυμένο κόσμο μας. Ακούγονται σαν χθες μια απαλή μελωδία του νεαρού Μίμη Πλέσσα με τη βαθειά, σα μεταξένια εσάρπα, φωνή της Τζένης Βάνου, οι στίχοι στο «Απόψε» του Χρήστου Γιαννακόπουλου: Απόψε/ που δεν έχει ο ουρανός αστέρια/ και το φεγγάρι λείπει/ κι έχει μονάχα σύννεφα/ κι έχει μονάχα δάκρυα/ κι έχει μονάχα λύπη/ Απόψε/ έλα ζέστανε τα κρύα μου χέρια/ και πάρε μου την λύπη.
Με τον καιρό ακόμα κι οι στίχοι γίνονται πιο τραχείς, τα λόγια περιττά και άκαμπτα μας πνίγουν σαν τοπία μυστικά που ποθούμε ν’ αποδώσουμε. Επαναλαμβανόμαστε στα αδιάφορα, ώρες σκυμμένοι σε μικροοθόνες ακόμα και τα δειλινά της Κυριακής. Και οι εξέδρες πια άδειες κι εμείς να χάνουμε το κάδρο του σύμπαντος κόσμου, να χάνουμε το αντιφέγγισμα των αστεριών. Λέτε σήμερα με την κρίση σε γενικό συσκοτισμό να καταφέρουμε να ξαναδούμε έναστρο τον θόλο της γης μας; Χαμένη τρυφερότητα, θα πεις, στα πολλά δύσκολα της μέρας και τα χειρότερα στις νύχτες που έρχονται. Άλλωστε ποτέ δεν ήταν εύκολη η πορεία του ανθρώπου κι ευτυχώς που ο χρόνος πάντα απαλύνει τις αποστάσεις και μικραίνει τις πληγές, που κάποτε κακοφορμίζουν αλλά και χάνονται στα βάθη της λήθης. Οι απώλειες που άλλοτε σήμαιναν λύτρωση τώρα επανακτούν τη γνώριμη μυθική τους διάσταση, τα γεγονότα μετατρέπονται σε ιστορία, το παρόν σε μνήμη το μέλλον σε πολύτιμο αίτημα. Κι εμείς αποκαθαρμένοι απλώς διηγούμαστε με ξεθωριασμένο το αίμα που κάποτε έρρεε ασταμάτητα.
Ασφαλώς δεν ενδιαφέρουν τον αυστηρό αναγνώστη οι δυσκολίες ενός κειμένου μήτε τα στενά προσωπικά βιώματα. Αρκετά με τις περιπτωσιολογίες. Πάντως βασανίστηκα [και δεν το λέω για άφεση] μ’ αυτό το κείμενο. Το ’γραφα και το διέγραφα στο μυαλό μου, το ’βλεπα εφιάλτες στον ύπνο μου καθώς, σ’ αντίθεση με τον Νίκο, που προερχόταν από «τραπεζική» οικογένεια κι αποδεχόταν τα πράγματα με ώριμη και ψύχραιμη σκέψη προσπαθώντας για τη διασφάλιση ανθρώπινων συνθηκών, αδελφικών θα έλεγα σχέσεων, η δική μου πορεία στάθηκε τραυματική. Μια προσωπική ήττα ζωής που οφείλεις να διορθώνεις δίχως ν’ αφήνεις παθητικά τα τρέχοντα να προσπερνούν ερήμην σου. Δεν είναι στις προθέσεις μου και δεν χρειάζεται –κι ούτε κανέναν ενδιαφέρει– ένα μνημόσυνο. Άλλωστε ο συμμαθητής του στο Κολλέγιο κ. Χαρ. Κομσέλης τα εξέθεσε τόσο δίκαια και περιεκτικά που αφήνει άπλετο χώρο ν’ απλώσω τις δικές μου φλυαρίες προς χάριν σας [για την ακρίβεια προς θεραπείαν μου]. Μια απουσία όμως λειτουργεί ενίοτε ως έναυσμα για μια προσωπική ενδοσκόπηση, κάτι σαν ανακεφαλαίωση ζωής που συνήθως συμβαίνει, ανεπαισθήτως, στις παραμονές κάθε νέας χρονιάς. Στις 6 Δεκεμβρίου, πέρσι, έψαξα στην παλιά βυσσινή ατζέντα μου το τηλέφωνό του. Με προβλημάτισε που δεν απάντησε αφήνοντας κάποια στιγμή στο μέλλον να τον ψάξω. Δεν έγινε. Τελευταία επαφή μας ανήμερα στη γιορτή μου, 21 Μάη του 2021. Σα να μην είχε περάσει μέρα από τη Διεύθυνση Διεθνών Δραστηριοτήτων, στον 5ο όροφο της Αιόλου μ’ αυτήν την καφέ-σκατουλί ξύλινη σκάλα που καθημερινά ανεβοκατέβαινα με ποδοβολητά ελπίζοντας, κατά βάθος, μια μέρα να καταρρεύσει και να μας ανεβάζουν με δίχτυ, σαν εγκλωβισμένα ψάρια, όπως παλιά στα Μετέωρα.
Κι όμως ήταν από τα ομορφότερα χρόνια της ζωής μου στην αποκρουστική για μένα Εθνική Τράπεζα. Μια νεανική παρέα: η πάντα δυναμική Βιργινία με την εντυπωσιακή, τα χρόνια εκείνα, μεζονέτα και τους προοδευτικούς γονείς που παραχωρούσαν τους κήπους του Π. Ψυχικού για προεκλογικές βραδιές με τον Μπριλάκη, η μονίμως καθυστερημένη Ελενίτσα –να παλεύουμε μ’ ένα σολεξάκι ανάμεσα σ’ αυτοκίνητα και τρένα να φτάσουμε έγκαιρα στο γραφείο, η Ερνεστίνα, η Πραξή, η Ελισάβετ (κολεγιόπαις και τυπάκι που «την έκανε» γρήγορα αφήνοντας στη μέση τα διαβάσματά μας στην Φοιτητική Λέσχη της Ιπποκράτους), ο Γιώργος Ρ. [ίσως με σημερινούς όρους να θεωρείται ότι του ’κανα μπούλινγκ καθώς δεν καταλάβαινα πως τον ενοχλούσε η πλάκα μου –οφείλω μια καθυστερημένη συγνώμη], ο Δημήτρης Χ. που έφυγε επίσης γρήγορα όπως κι ο Φώντας. Ο πάντα γελαστός (μ’ αγάπη στη Γιάννα και στον γιο τους Γιάννη) Φώντας που ξεκίνησε πατροπαράδοτα από το Περιστέρι για να τον κάνουμε αναρχικό μέσα στο γενικό κλίμα. Και βέβαια η Λιάνα Ι. επίσης χαμογελαστή –υπόδειγμα ανθρώπου– δίπλα μου πάντα, να τη φορτώνω όλη τη δουλειά για να τρέχω με περιοδικά, εφημερίδες κι ανατρεπτικά συνδικαλιστικά έντυπα, που τα μοίραζα στους άλλοτε αδιάφορους και κάποτε φοβισμένους χιλιάδες υπαλλήλους, να σώσω, με το ζόρι, τον κόσμο (που δεν σκόπευε ή δεν μπορούσε στο κλίμα της εποχής να βρει αλλού την του ΠΑΣΟΚ σωτηρία). Κι αν κάτι μ’ έμαθε ο Νίκος, μαζί με τον πατέρα μου, είναι ότι οι ετικέτες αριστεροσύνης δεν έχουν πάντα χροιά προοδευτική. Και πως υπάρχουν αξίες ανθρώπινες πέρα από στεγανά ιδεολογίας. Ο Νίκος, όπως κι ο πατέρας μου, με στήριζαν πάντα και παντού, όχι γιατί τους έπειθαν οι απόψεις μου αλλά με λυπόντουσαν να με βλέπουν να πασχίζω ασταμάτητα. Για μια ιδέα. Και μπορεί το γενικό κλίμα, ως ξένο σώμα να με ξέβρασε αλλά μου μένει η πίστη όλων αυτών που συνάντησα και με στήριξαν ο καθείς με τον δικό του τρόπο σεβόμενοι το «δείξε μου την ουτοπία σου να σου πω αν αξίζεις».
Κάθε πρωί στις 7 έβγαινα στο μπαλκόνι να χαϊδέψω τα λουλούδια περιμένοντας τον Μιχάλη από την ΚΟΒ Κολωνού να μ’ αφήσει με τη μηχανή του γωνία Ευριπίδου και Αριστείδου. Στου Ζαφόλια οι γέροι είχαν ήδη σχηματίσει ουρά, για τη φέτα, στο απέναντι πεζοδρόμιο –μισή ώρα πριν ανοίξει το τυράδικο– κι εγώ διαρκώς ξενυχτισμένος και νυσταγμένος να τρελαίνομαι με τις αδικίες της ζωής.
Είχα μόλις απολυθεί από 30μηνη θητεία στο ναυτικό, προώρως στρατευθείς για να …γλιτώσω την Τράπεζα! (Από τη σκύλα δηλαδή στη Χάρυβδη). Στη Διεύθυνση Προσωπικού (πεδίον δόξης για διακομματικά ρουσφέτια) δεν με σήκωνε το κλίμα λόγω πολιτικών επιλογών. (Το αστείο είναι πως οι Ηρακλείς της Ν.Δ. ανέβλεψαν λίγο αργότερα υπό το βάρος του ΠΑΣΟΚ… αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία που μέχρι τις μέρες μας τη βλέπουμε να επαναλαμβάνεται ως φάρσα). Χάρη στη συμπάθεια ενός καλοκάγαθου «γίγαντα» προϊσταμένου μου στο Προσωπικό βρέθηκα στις Διεθνείς Δραστηριότητες στο forwαrd για εξαγωγείς και εισαγωγείς μεγάλων εταιριών που προαγόραζαν ή προπωλούσαν συνάλλαγμα, με την έγκριση της Τραπέζης Ελλάδος, για να αποφεύγονται μελλοντικές περιπέτειες από υποτιμήσεις ή ανατιμήσεις. Παραμονές του Οκτωβρίου ’81 και τους πρώτους μήνες μετά, ενόψει της πασοκικής αλλαγής και του διαφαινόμενου πλην τζούφιου σοσιαλισμού, όπως απεδείχθη εκ των υστέρων, φτύσαμε αίμα ως υπηρεσία. Μετά τα πράγματα έστρωσαν και οι ρυθμοί ξαναέβρισκαν τα γνώριμα χρώματά τους και τ’ αρώματα καθώς καθημερινά ο Νίκος φρόντιζε, πρώτος απ’ όλους, να στολίζει το γραφείο μας με λογής λουλούδια. Ακόμη και τα ασπρόμαυρα ντοσιέ ανθοφορούσαν! Οι τρεις Κώστηδες μεγαλουργούσαμε και συνεορτάζαμε κάθε λίγο και λιγάκι. Για κάθε μ…α που λέγαμε είχα εισηγηθεί στο γραφείο ν’ αγοράζουμε από μια τούρτα από τον Γούνη ή τον Ασημακόπουλο της Χαρ. Τρικούπη (πριν ο «δυστυχώς επτωχεύσαμεν» γίνει ΠΑΣΟΚ και δρόμος προς την Αλεξάνδρας. Το τι τούρτες φάγαμε εκείνα τα χρόνια… αλλά νεαροί καθώς ήμασταν δεν συσσωρεύαμε λίπος. Ο Κώστας Μ., ο «άντρας» κατά τον Στ., ήταν ο κλασικός τύπος Έλληνα macho που θα ζήλευαν όλοι οι άρρενες. Αν το ΠΑΣΟΚ δεν είχε ως έμβλημα τον πράσινο ήλιο και τα πράσιν’ άλογα έπρεπε να βάλουν ως προμετωπίδα τη φωτογραφία του: μουσάτος μπίζνεσμαν, αεριτζής και πολυπράγμων εμπορευόταν από καστανόχωμα για τις γαρδένιες μέχρι χρυσές καδένες τις οποίες φορούσε. (Μέχρι και το πούλμαν που μας έκλεισε για εκδρομή του γραφείου χάλασε και μας παράτησαν στην Αράχοβα Κυριακή βράδυ.) Και τραγουδιστής, βεβαίως, τον απολαύσαμε σε νυχτερινή πίστα, κουστουμαρισμένο πάντα, να λικνίζεται, παρά τα κιλά του, υπό τους ήχους του Λούλα, Λούλα πού είσαι Λούλα… Δεν ξέραμε με τον Νίκο αν έπρεπε να λυπηθούμε ή να γελάσουμε. Με τον Κώστα Στ. –που εκείνο τον καιρό διάβαζε για το Δικαστικό και τον χάσαμε– πέραν των ιδεολογικών ταυτίσεων μας συνέδεε μια υπέροχη διαδρομή μέσω της Αιόλου, της χιονισμένης Αρχαίας Αγοράς, Αρείου Πάγου και Πηγής της Κλεψύδρας προς την Ακρόπολη για να συναντήσουμε τη γυναίκα του την Ελένη. Μάλλον πρόσχημα αφού μας παρακίνησε η ομορφιά του τοπίου. Όλα ολόλευκα σαν τα νεανικά μας όνειρα. Από τις ωραιότερες εικόνες της ζωής μου…
Τελικά η έννοια του όμορφου στην τέχνη και τη ζωή δεν είναι μετρήσιμη συνταγή, είναι οι προσωπικές στιγμές αρμονίας που ο καθένας έχει την τύχη να εισπράττει στον βίο του: πρόσωπα, καταστάσεις, πράγματα, στιγμές που αντέχουν έως τέλους και τις φέρνεις μαζί σου ως φυλαχτά. Ζητώ συγνώμη από τη συντακτική του Μ. που δεν γνωστοποίησα το γράμμα σύνταξης εγκαίρως. Δείτε το απλά σαν μια ακόμη Συνεδρία μου στον Κ.Ζ., κάπου εκεί στην Αναπήρων Πολέμου… [Η ζωή κουμπώνει ακόμη και συμβολικά τους συνειρμούς μας στην πορεία μας στον χρόνο].
Κώστας Α. Κρεμμύδας