Η Ευωδία των άστρων
Γίνεται ο λάρυγγας
Ο μέγας δίαυλος των φωνημάτων
κι όταν την νύχτα ευωδιάζει
Η σιωπή των άστρων
Καλείς την άνοιξη πνοή να δώσει
Η φύση να εγερθεί
Για να μην ζουν
Μονάχα νύχτα οι πόθοι σου
Πουλάκια να μεταμορφώνονται
Στο πρώτο ίχνος μέρας
Να έρχονται στο παράθυρο
Για έρωτα να σου λαλούν
Με την μυτούλα από το ράμφος
Να κεντούν μια αγάπη
Που χρόνος πια
Δεν θα την φτάνει
Εικονο-ποιητικά
ΠANTA BIAZETAI TO ΠOIHMA
ΣAN KPEMA ΠAΓΩTOY ΠOY ΔPOΣIZEI THN KAΛOKAIPINH ΓΛΩΣΣA
ANEMOΣ ΠOY ΓIA ΛIΓO ΣAΛΠIZEI TO ΦOPEMA THΣ MIKPHΣ AΘΩOTHTAΣ
ΠPIN ΓINOYME ΠOIHMATA KAI ΛEΞEIΣ HMAΣTAN EIKONEΣ
ΣTO ΣΠHΛAIO TΩN AIΣΘHΣEΩN
ΣTHN MHTPA THΣ EΝOPMHΣHΣ
ΣTHN AΓAΠH KAΘE AΓKAΛIAΣ
ΣTO TAΞIΔI TΩN EΦHBIKΩN ΦIΛIΩN
ΣTHN AΠOYΣIA ΠOY NAI ΠANTA ΠAPOYΣA
ΠOPTOKAΛI THΣ XAΣHΣ KAI THΣ ΦEΞHΣ
ANAKATOI EIKONEΣ KAI ΠOIHMATA
ΠOIHMATA ME EIKONEΣ
EIKONOΠOIHMATA
AΓAΠO-EIKONEΣ
EIKO
NEΣ
OIHΣH
KAI ΠI
IAΣH
Αρκούντως αρκούδα
Άτακτη αμφισβήτηση
η αρκούδα απρόσιτη
άπατρις κι πεθαμένη
αγόραζε αρχές
άφιλα και άμουσα
Σε αυτιά ακουόντων
απένταρη αλυχτούσε
απαστράπτουσα κι άοσμη
Αρκούντως αρκούδα
προς αύξηση νεκρών και χρεοκοπίας
αρκετοί πίστεψαν στο ουσιαστικό
άφυλο κι αγενές
πάντα με ακράτεια
Ας την λέγαν κράτος
Ακριβή ραφή
Ο βάκιλος βοά
βυρσοδεψεί βιαίως.
βάφει την σήψη
βαδίζει βαθιά.
βερμπαλίζει βαριά.
Υπό το βάρος των αβάσταχτων αποδημιών.
βατεύει αισθήματα, ιδέες πρόσωπα
βελονιάζει τις καταλήξεις
των λέξεων
να ράψει τ’ ακριβά κοστούμια της ιστορίας.