Είπες. «Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα.
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή.» […]
Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους ίδιους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους.
Κ.Π. Καβάφης
Στις Διηγήσεις πόλεων ο Σταύρος Σταμπόγλης ακολουθεί την πόλη, την παρακολουθεί στενά, αφού ως αρχιτέκτονας μοιάζει πιο εύκολο να της ανοίξει κουβέντα να την προτρέψει σε εξομολογήσεις, ν’ ακούσει για τη μοναξιά της, το αεικίνητο της ακινησίας της, τις εκκωφαντικές σιωπές της, τις αίθουσες αναμονής όπου όλοι στοιβάζονται δίχως κανείς να τολμά να βγει στην αποβάθρα. Βαριές όπως και να ’χει οι βαλίτσες. Βλ. το ποίημα «Συρρίκνωση»:
Η πόλη μου, αναμονή ή ακινησία. Βυθιζόμαστε σε ανεπαρκές ήθος. Οι προσδοκίες δεν είναι παρά γεννήματα· χθόνιες λέξεις. Αναψηλάφηση αντιθέσεων στο φως το σκοτεινό μιας κόλασης, που ξέπεσε, σύμβολο παραδείσου. […]
Σχεδόν παραπλάνηση. Αγιοποίηση επιθυμιών οπωσδήποτε. Είδη να διασκεδάζουν την πίστη. Ευρεσιτεχνίες μηχανισμών. Να μετατρέπουν το απόλυτο σε γουλιές οικείου ροφήματος. Παρατηρώ το αθεμελίωτο της ελπίδας. […]
Ο χρόνος μου, βαρύς σαν καθήκον, καθώς οπισθοχωρεί ενώπιον εγκλήματος, που πρέπει να διαλευκάνω απολογούμενος.
Να δραπετεύσω, να πάω πού· δεν είμαι αποδημητικό. Κι ύστερα, με καθηλώνει το φορτίο των θυσιών.
Ο ποιητής κυκλοφορεί ανάμεσα στο πλήθος. Το φως αποκαλύπτει τις σκιές της πολιτείας. Ίδια μοτίβα, ίδιες πλατείες, ίδια κτίρια. Ο ήλιος κομματιάζεται στο άθραυστο γυαλί, συντρίβεται στο γκρίζο της ασφάλτου. Η πόλη έχει λόγο και αντίλογο. Σμήνη ανέμων συμπαγών κυοφορούν τις λέξεις. Ο Σταύρος Σταμπόγλης γνωρίζει την διάλεκτο της μοναξιάς των πόλεων. Μπορεί να μεταφράζει τις σιωπές τους.
«Συνεχές 1»:
Συστρέφομαι. Η κίνηση προκαλεί και τραύματα. Λοξές πτώσεις πράξεων. Χαράξεις με την κόψη του Θεού. Σκιές στο αναπόφευκτο, το άρωμα ζωής. Λαλιά συμβόλων, κάθε σταυροδρόμι. Ρυμοτομία πένθους.
Μεταφέρω αφηγήσεις πόλεων, όπου οι λέξεις θέλουν να γίνουν χρώματα και καλπασμός.
Και τι θα μπορούσαν οι λέξεις δίχως άνεμο, δίχως σώμα· δίχως εμένα. Θα σβήσουν στην ελαφρότητα κάποιου ελιγμού, θα πνιγούν στην ακινησία μιας πίστης, θα φτάσουν σκάφανδρο
ασφυξίας. Σταύρωση εν σιωπή.
Οδοιπορώντας στα βαθιά, ο δημιουργός της πόλης αφουγκράζεται τα όνειρα, τα ραγισμένα είδωλα, τους ρημαγμένους πόθους. Τους έρωτες, τα χρώματα που γίνονται τραγούδια. Και το τσιμέντο χώμα ξαναγίνεται κι η μολυσμένη άπνοια, θαλασσινό μελτέμι. Γιατί κι η πόλη, φύση ήταν κάποτε. Το λεν τα κυπαρίσσια των νεκρών και τα ποτάμια που κυλούν κρυφά κάτω απ’ τους δρόμους. Κι η λάσπη που κολλάει στα πεζοδρόμια, πασχίζοντας κι αυτή να γίνει χώμα.
«Κορύφωση»:
Δεν πρέπει να μαζεύεις λιόκαρπο αν δεν ξεκουραστούν τα δέντρα απ’ την μπόρα και τον βρασμό των ήλιων. Αν δεν στεγνώσει η λάσπη. Το κοκκινόχωμα να γίνει καρύκευμα κανέλας στ’ ακροδάχτυλα. Και στα ριζά να τρίζει η άμμος, από δοχεία σύννεφα […]
Και τ’ αγριόσκορδα, οι αγριομενεξέδες, οι νάρκισσοι οι κυπελλοφόροι, η μέντα στη σκιά της αγριολεβάντας, […] τσάι Ολύμπου με γεύση από μελτέμι και άλλον μέγα θαλασσινό μαΐστρο άνεμο· λες πως στριφογυρίζουν πικροέρωτες στο χνούδι κοριτσιών.
Άδεια τα σπίτια. Άδειοι οι δρόμοι. Άδεια η πόλη. Κάποιος προβάλει απ’ τη μαύρη τζαμαρία. Το δρομολόγιό του εκτελεί και επιστρέφει. Μόνος. Μόνος ανάμεσα σ’ εκατομμύρια πρόσωπα. Αφηρημένα, ξένα, αφιλόξενα. Λάθος απογραφή. Γεμάτα σπίτια. Γεμάτοι δρόμοι. Γεμάτη πόλη. Από μονάδες και μηδενικά. Πού να πηγαίνουν φλυαρώντας από μέσα τους; Στους πύργους, στα υπόγεια, στα σινεμά, στις φυλακές, ή στα λευκά δωμάτια για να πεθάνουν μόνοι. Η πόλη πάντως είναι ευγενής. Μιλάει πάντα στον πληθυντικό. Προς το παρόν τουλάχιστον σεβόμενη των λέξεων το βάρος.
«Ουσία Δέντρου»:
Η πόλη χωνεύει τα δρομολόγια του παρόντος χίλιες φορές. Κι ακόμα χίλιες, πάνω στις χίλιες μ’ εκείνο τον θυμό που ποντάρει η άνοιξη. Όταν τα φυλλώματα βρίσκονται στον πληθυντικό τους αριθμό. Όπου ο πληθυντικός είναι το συνώνυμο της ύπαρξης.
Αυστηρή στίξη νευμάτων κατευθύνει τις μέρες. Πλήθος τα πλήθη κινούν και πληθαίνουν πηγαίνοντας προς τη σύνθεση μιας αθανασίας ακόμη.
Συγγνώμη για τη φλυαρία, μα θηλυκές είν’ οι λέξεις και γεννάνε· και γελάνε με τα μεγέθη της μονάδας.
Ο δρόμος του Σταμπόγλη σκοτεινός, τον βγάζει στα παράθυρα της πόλης. Συνομιλεί με σκυθρωπά αγάλματα ηρώων, με μάρμαρα της Άνοιξης χυμένα στο βυθό, με σταυροδρόμια που οδηγούν στο πουθενά ή με πλατείες πρώην αγανακτισμένων. Ακούει παραμύθια αναλφάβητα, συνεννοείται με φαντάσματα και μνήμες, κυκλοφορεί στις αγορές και στους ανελκυστήρες. Όμως η πόλη κάποτε εξοργίζεται. Οι κήνσορες πυροβολούν το φως μέχρι θανάτου. Ο ποιητής σιωπηλός θα καταγράψει λέξη-λέξη το θυμό της.
«Επενδύοντας»:
[…] Το μέλλον καταχώθηκε· ένα κρυφό ποτάμι. Όπου το δέλτα του καλού νερού, είναι υποδομή ασφάλτου κατευθείαν. Ωραία προκυμαία με λοφία κοκορόφτερης υπόσχεσης και άλλες συντηρήσεις λόγου. Ο υπέρβαρος τελώνης κι ο κομψός φαρισαίος, απολαμβάνουν απ’ τα στασίδια των δωρητών σπέρματος.Το νιώθω πως γίνομαι καχύποπτος, σαν αγρίμι στα ρείθρα των σταθμεύσεων. Αλλά υπάρχουν χίλιες λογικές ανήμπορες να καταγράψουν ετούτο το γεγονός, ότι η επιδημία κέρδους δεν αναγνωρίζεται ως πανδημία εγκλήματος.
Και συνθήκες να υπονομεύουν την εφηβεία των νηπίων. Σχεδόν προθέσεις. Και λωρίδες γης, υπόχρεες στην ενσωμάτωση. Επαρχίες ολοκαυτώματα.
Ο χειρισμός είναι το ανώτατο στάδιο της οργάνωσης. Οι λέξεις μου γίνονται φθόγγοι σύνθλιψης, καθώς αρχειοθετούνται. Όγκος θανάτου η ωριμότητα της πυραμίδας.
Λόγος ποιητικός μεστός και βαθυστόχαστος χωρίς τις φιοριτούρες του συρμού, έντονα φορτισμένος συναισθηματικά με διαστάσεις φιλοσοφικές και διεισδυτικές επισημάνσεις. Υπόκωφες μεταφορές, παρομοιώσεις, συνηχήσεις κι επαναλήψεις, επιτείνουν το ποιητικό μοτίβο δημιουργώντας γεωμετρικούς τόπους συνύπαρξης του ποιητή με τον αναγνώστη.
«Στοιχεία Λογικής»:
Με δυο πλατείες παραμάσχαλα και μια εφημερίδα πρωινή ξυπνάει η πόλη. Καταμεσής η άδενδρη πορεία. Όλος κι όλος των δράκων δέκα δρασκελιές ο δρόμος. Ευθύγραμμο τμήμα να εκθέτει η μέρα τα παραμύθια της. […]
Ποίηση αιωρούμενη στο χείλος της αβύσσου. Πόλη απόλυτη κι εμείς ακόλουθοί της. Όπου το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, συγκοινωνούντα δοχεία μολύβδου σε εργοτάξια πτώσεων και εκπτώσεων. Όπου η νύχτα ανατέλλει στις ψυχές κι οι μάσκες χαρτοπαίζουν στις πλατείες. Όπου στις φάμπρικες της εξουσίας λιώνουν μυαλά για να δέσει το κέρδος. Όπου η ελπίδα έγχρωμη, μοιράζει υποσχέσεις στις θλιβερές ακίνητες πομπές αυτοκινήτων. Όπου τα σημεία εγκαταλείπουν τον κύκλο κι ένα ολοστρόγγυλο μηδενικό περιβάλλει το κέντρο της πόλεως.
«Καύσιμο γηγενές της πόλης είμαι», αναφωνεί ο ποιητής κοιτάζοντας στα μάτια τον Καβάφη:
Πάντα στην πόλη αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού – μη ελπίζεις –
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη την μικρή, σ’ όλην τη γη την χάλασες.
Χάρης Μελιτάς