ΔΕΞΙΑ ΤΗΣ ΜΟΙΡΑΣ ΚΙ ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
Ένας πόνος εδώ
στα δεξιά της μοίρας
κι άλλος ένας
στ’ αριστερά του θανάτου.
Άνθρωποι
μαθητευόμενοι της θλίψης
Πώς πονάτε
πώς πονώ.
Πόνος πέτρα
στην καρδιά μου
και στο σύμπαν.
ΕΙΜΑΙ ΕΝΑ ΟΝΕΙΡΟ
Οι νύχτες περνούν από πάνω μου
οι νύχτες δεν σταματούν να περνούν
ούτε ο άνεμος δεν τραγουδά
ούτε ένα φύλλο δεν κινείται.
Πού είναι ο εαυτός μου;
Πού είναι η φωνή μου, τα δέντρα, τα νερά;
Το αύριο είναι ένα τίποτα.
Είμαι ένα όνειρο
πάνω σ’ ένα παλιό όνειρο
φευγαλέο κομμάτι του κόσμου.
Στο τέλος
ένας καθρέφτης αντανακλά
το άγνωστό μου πρόσωπο το μόνο.
ΑΣΧΟΛΟΥΜΑΙ ΜΕ ΤΟ ΕΛΑΧΙΣΤΟ
Ασχολούμαι με το ελάχιστο
γίνομαι μάρτυρας μιας μικρής λέξης.
Προσπαθώ να την αφουγκραστώ
να την κρατήσω δυνατά στην καρδιά μου
μη και μου ξεφύγει.
Από κάτω η άβυσσος.
Για να μην γλιστρήσω
κρατιέμαι απ’ αυτή τη λέξη
εδώ και τόσα χρόνια
κι εκείνη βαστάει
σαν από θαύμα βαστάει
να μην πέσει το ποίημα
και με τσακίσει.
ΠΡΟΧΩΡΑΜΕ ΑΔΙΑΚΟΠΑ
Προχωράμε αδιάκοπα
απ’ το ένα τίποτα στο άλλο.
Το φως καθώς μας διαπερνά
λάμπει από δάκρυα.
ΜΕΧΡΙ Ν’ ΑΝΑΚΑΛΥΨΩ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΟΥ
Ο άνεμος μόλις ξυπνά
ανακινεί τα πρωινά φύλλα του φωτός.
Ήσυχα το σύννεφο έριξε τη σκιά του
πάνω στο χρόνο των πραγμάτων.
Μια αχτίδα ήλιου
χαράζει σιγά το δρόμο της
στα σύνορα της μνήμης.
Μέσα στη σκοτεινή γραμμή του τίποτα
χρειαζόμαστε ολόκληρη την πραγματικότητα
για να γίνει πράξη η εικόνα.
Κι όμως αδιαφορώ.
Μέχρι ν’ ανακαλύψω τον εαυτό μου
δεν βρίσκομαι πια πουθενά
μόνο σαν αστραπή σε κάποιο όνειρο
που θέλω για πάντα να κρατήσει.