Πενήντα ευρώ μεροκάματο. Τόσα γυρεύανε οι εργάτες γης όταν αρρώστησε ο πατέρας. Για να κάνουμε τη δουλειά μας έπρεπε να πληρώσουμε. Πρώτη φορά στον ρόλο αυτό, κανόνισα να μισθώσουμε τρεις άντρες.
Τους δυο τους ήξερα. Τον τρίτο, πρώτη φορά τον έβλεπα. Ντυμένος με ολόσωμη φόρμα, ξανθός. Ωραίος άντρας. Αυτός ζήτησε και πήρε να δουλεύει τη μηχανή. Την έβαζε μπροστά, της έριχνε βενζίνη, την καθάριζε από τα φύλλα και την μετακινούσε μόνος του, όπου τη χρειαζόμαστε. Στην ανηφόρα, στην κατηφόρα, στο ίσιωμα. Αμίλητος. Έτσι κι αλλιώς ό,τι και αν προσπαθούσε να πει θα το σκέπαζε ο μηχανικός θόρυβος. Όμως ήταν αργός. Πιο αργός από ό,τι περίμενα με την αμοιβή που μου είχε ζητήσει. Φούσκωνε τα χείλη του, άναβε που και που τσιγάρο, (συνήθως πριν μετακινήσει τη μηχανή σε άλλο σημείο), και συγκεντρωνότανε στη δουλειά του. Με ενοχλούσε ο ρυθμός του. Τα χέρια του δεν κινούνταν γρήγορα, κι ας είχαν μια σταθερή ταχύτητα, που δημιουργούσε κάτι σαν αρμονία. Όμως εμείς εδώ πληρώναμε λεφτά για να γίνει η δουλειά μας. Δεν κάναμε τέχνη. Φούντωνα μέσα μου λίγο, λίγο, μπαίνοντας πρώτη φορά στα παπούτσια του ιδιοκτήτη. Που θέλουνε και πενήντα ευρώ. Το δικό μου μεροκάματο ούτε δέκα ευρώ δεν έρχεται. Τσάμπα δουλεύω για να κονομάνε οι εργάτες και οι έμποροι. Καλύτερα να τα αφήναμε να ρημάξουν όλα. Αν είναι να ψάχνουμε για εργάτες, να πληρώνουμε από την τσέπη μας και να μη βγαίνουν ούτε τα έξοδα… Θα βρέχομαι εγώ, θα γεμίζω λάσπες για να έχει δουλειά τούτος ο τύπος. Δεν νοιάζεται πότε θα τελειώσουμε, δεν τον βιάζει αυτόν τίποτα. Έτσι κι αλλιώς το μεροκάματό του θα πέσει. Πενήντα τη μέρα.
Έβραζα μέσα μου, πήγαινα πάνω κάτω, χτυπούσα από δω κι από κει άμαθη καθώς ήμουν, καρούμπαλα στο κεφάλι και αίματα στα χέρια μου αλλά όχι άχνα δεν έβγαζα. Να προχωρήσει το έργο, να πάμε παρακάτω και παρακάτω προτού πιάσει η βροχή που είπαν τα δελτία, κυρίως κείνος ο σοβαρός κύριος, αναλυτικά, με τα χρώματα πάνω στο χάρτη και για τους αγράμματους αγρότες, για όσους δεν έχουν την εφαρμογή του καιρού στο κινητό τους.
Όταν σταματήσαμε για καφέ την πρώτη μέρα, στις δέκα ακριβώς, για δέκα λεπτά απαραιτήτως, τον ξανθό άντρα με τη φόρμα χρειάστηκε να τον φωνάξουμε δυο φορές. Ακόμη και για το διάλειμμα καθυστερεί. Πήγα να τον βρω με το κουπάκι μου στο χέρι – ένας ελληνικός θεόκρυος στο φτηνό θερμός μου.
Και τότε, εκεί, που νόμιζε ότι δεν τον έβλεπε κανείς, το πρόσεξα πρώτη φορά. Κοντοστάθηκα και χωρίς να πω τίποτα, χωρίς να του βάλω τις φωνές όπως ετοιμαζόμουνα, γύρισα πίσω στο σημείο που καθόντουσαν και οι άλλοι, αμίλητη και σκεφτική. Είχα λίγο τρομάξει.
Χρησιμοποιούσα κι εγώ μηχανές φυσικά. Και ποιος δεν τις χρησιμοποιούσε. Οδηγούσα αυτοκίνητο, έπλενα ρούχα και πιάτα σε πλυντήριο, έφτιαχνα καφέ στην εσπρεσιέρα, είχα μπει σε αεροπλάνα και βέβαια σερφάριζα στο διαδίκτυο, κυκλοφορούσα στις ψηφιακές πλατφόρμες και δε δίστασα να αλλάξω το συμβατικό μου τηλέφωνο με μια έξυπνη εξελιγμένη συσκευή. Γι αυτό και δεν είπα τίποτα ούτε έκανα την παραμικρή νύξη, δε σχολίασα ούτε καν το σπουδαιολόγησα τότε την πρώτη μέρα, με τον καφέ που τον είδα σκυμμένο δίπλα στην κοιλιά της μηχανής με το χέρι του πάνω στο μαλακό της υπογάστριο – θα μπορούσες και έτσι να παραστήσεις τη συσκευή. Θα μπορούσες. Είχε ακουμπήσει το γυμνό του δάχτυλο, το διέκρινα καθαρά, χωρίς γάντια τα χέρια του και τα δυο να τη χαϊδεύουν. Σε επαφή με το μέταλλο. Η σάρκα του πάνω στο κορμί της.
Τις επόμενες μέρες έπαψα να σκέφτομαι τα πενήντα ευρώ και τον παραφύλαγα, έκανα ότι πρόσεχα αλλού, ότι ήμουν πολυάσχολη – έτσι κι αλλιώς δεν προλάβαινα ούτε να ανασάνω – αλλά αυτόν όσο μπορούσα δεν τον έχανα από τα μάτια μου. Και τώρα που τον φέρνω πάλι στο νου μου…
Την ώρα που ακούστηκε το βουητό – μια αντάρα και οι λάμψεις που αυλακώνανε τον ουρανό, τι να πρωτομαζέψεις, πού να προφυλαχτείς από τη Φύση όταν ξεσαλώνει, αμελητέο άθυρμα ο άνθρωπος μέσα στη δίνη – κείνος παρέμεινε ψύχραιμος. Αστραπιαία – μα κι εγώ μες στον χαλασμό πώς πρόλαβα να τον δω, ήταν η εντύπωση της ηρεμίας και η κίνηση να ξεδιπλώσει ταχύτατα το πλαστικό κάλυμμα που έβγαλε από την τσέπη του – τη σκέπασε ολόκληρη τη μηχανή. Ύστερα, έτσι σκεπασμένη – δεν έμπαινε η βροχή, που έπεφτε με δύναμη, στα γρανάζια της, δεν περόνιαζε τους αρμούς της – άρχισε να την οδηγεί αργά προς το αυτοκίνητο. Πίσω της αυτός ασκέπαστος, με την πάνινη φόρμα, το σκούφο στο κεφάλι, τα χέρια του γυμνά.
Είχαμε ανοίξει τις ομπρέλες, που τις γύριζε ανάποδα όμως ο αέρας, δεν υπήρχε σπίτι, σπηλιά, ένας έστω κυρτός βράχος να φυλαχτούμε. Και το αμάξι ανοιχτό αγροτικό αυτοκίνητο για πράγματα και ανθρώπους.
Μούσκεμα μπήκα στη θέση του οδηγού, δε θα καθόμουν άλλο να βραχώ, όταν τον είδα απ’ τον καθρέφτη να την αγκαλιάζει. Κλονίστηκα. Είχε γείρει απάνω της, με τη φόρμα, το σκούφο που έσταζε, να χέρια χωρίς γάντια. Το σώμα του τη σκέπαζε στο ευαίσθητό της σημείο, εκεί που δούλευε η μηχανική της καρδιά. Κυλούσε το νερό στην πλάτη του και έπεφτε από τους ώμους. Έτσι όπως καθόμουν μέσα στην καμπίνα προφυλαγμένη τώρα, όπως τα τζάμια θολώνανε και κάνανε τον κόσμο να φαίνεται αχνός.
Άσε τη μηχανή γαμώ το! Δεν είχαμε τελειώσει το χωράφι. Όταν σταματούσε η βροχή, όταν φεύγαν τα σύννεφα και έβγαινε πάλι ο ήλιος, θα ξαναρχόμαστε να συνεχίσουμε τη δουλειά. Δεν άκουσε. Δεν έδωσε σημασία. Δοκίμασα να ανοίξω το τζάμι, όρμησε το νερό. Άσε τη μηχανή! Φεύγουμε! Οι άλλοι είχαν ανέβει στο αμάξι κι εγώ είχα γυρίσει το κλειδί στη μίζα. Ο μεγαλύτερος εργάτης είχε τρυπώσει δίπλα μου στο κάθισμα. Βγες γαμώ το κέρατό μου να τον τραβήξεις! Έσκουξα στο αυτί του σχεδόν – στενή η καμπίνα του αγροτικού δυο άνθρωποι με το ζόρι. Δεν παθαίνει τίποτα η μηχανή που να τον πάρει ο διάβολος να τον πάρει! Άνοιξε την πόρτα ο άντρας και βγήκε. Φύσαγε δυνατά ο αέρας, βουίζανε τα φύλλα, τα κλαδιά και οι κορμοί των δέντρων. Ως πέρα τα δέντρα, όσο έφτανε το μάτι, ασημίζανε στη βροχή.
Μέσα από τα θολά τζάμια τον είδα χωρίς προστασία, ούτε καπέλο, τα γκρίζα του μαλλιά μούσκεμα κολλημένα στο κούτελο, ούτε ομπρέλα, αφού δεν την άφηνε ο αέρας, μόνο αδιάβροχο αλλά μέσα στο αμάξι δεν χρειαζόταν το βρεγμένο αδιάβροχο, το είχε αφήσει στον άλλο εργάτη, αυτόν που ανέβηκε στην καρότσα μαζί με τα παγούρια, τις γαλότσες, τα σακιά και χίλια δυο άλλα συμπράγκαλα χρειαζούμενα της δουλειάς.
Όταν τον πήγαμε στο γιατρό – μούσκεμα όλοι, με το αμάξι φορτωμένο τα μπαγκάζια, εγώ στο βολάν και ο νέος αναίσθητος στη στενή θέση δίπλα μου δεμένος με τη ζώνη – ήταν πολύ αργά.
Και πού να το ήξερα ότι είχε την καρδιά του; Στάζανε τα ρούχα μου στο ιατρείο, τα παπούτσια μου λασπωμένα απάνω στο μωσαϊκό. Μήπως με χαρτί γιατρού τους παίρνουμε για μεροκάματο; Κοίταζα τον γιατρό δύσπιστα. Δεν ήταν η καρδιά του. Η μηχανή τον σκότωσε, πήγα να πω αλλά κρατήθηκα. Μπορεί να με τρέχανε για εργατικό ατύχημα και άντε να πληρώνω δικηγόρους πρόστιμα κι εγώ δεν ξέρω τι άλλο. Μου έφτανε η λαχτάρα και η σουβή.
Όταν πέρασε ο χειμώνας, την Άνοιξη – στο μεταξύ ο πατέρας είχε φύγει για το ταξίδι χωρίς επιστροφή – πήγα και βρήκα τον μάστορα. Πόσο κάνει να μου φτιάξεις μια καλύβα. Τσιμεντόλιθοι και τσίγκος. Χωρίς κουφώματα. Μόνο ένα μεγάλο άνοιγμα πόρτας να μπαίνουμε κι ένα άλλο μικρότερο για παράθυρο προς το νότο. Να το λούζει ο ήλιος και όταν πιάνουν οι μπόρες να λουμώνουμε. Να βάζουμε και τη μηχανή.
Συμφωνήσαμε. Έτσι κι αλλιώς δε μπορούσα τίποτα να κρατήσω απ’ το εισόδημα. Το είχα καταλάβει πως τίποτα δε μου ανήκε.
Σουβή: λαχτάρα
Λουμώνω: προφυλάσσομαι
Ελένη Γ.