Το βιβλίο της Άννας
Μ’ ένα στυλό Parker η Άννα, η ηρωίδα του βιβλίου του Στέλιου Μάινα Να θυμηθώ να παραγγείλω, στις γυναικείες φυλακές των Θηβών, γράφει για τη ζωή της, τους λόγους που την έφεραν στη φυλακή, των κόσμο των φυλακών —εξουσίες, μαφίες, ίντριγκες, προδοσίες, τάξεις αλλά και αλληλεγγύη. Μαθαίνουμε ότι είναι μεσόκοπη, σαράντα πέντε χρονών, γιατρός αναισθησιολόγος του Ε.Σ.Υ. —μακριά από φακελάκια—, μορφωμένη, έχει διαβάσει Ντοστογιέφσκι, αγαπά τη ζωγραφική —παρ’ ολίγον να ’τανε ζωγράφος. Χωρίς να λέγεται, συμπεραίνουμε πως μάλλον κλίνει προς την Αριστερά. Έχει μια αδελφή φαρμακοποιό με σπίτι στην Ύδρα, με μια κόρη που κομίζει νέες ιδέες και αντιλήψεις διαφορετικές από τις δικές της που σχηματίστηκαν μετά την πτώση της χούντας.
Η ζωή της Άννας επικεντρώνεται —με πολλά φλας μπακ ωστόσο— στα χρόνια πριν τη φυλάκισή της. Ειδικότερα, σ’ ένα ταξίδι προς την Ύδρα, τις λίγες ημέρες που έμεινε εκεί, τη γνωριμία της με τον τελευταίο προ φυλακίσεως άνδρα της ζωής της. Έναν αλλόκοτο τύπο, ζωγράφο και γιατρό μαζί, πλαστικό χειρουργό. Οι δυο τους κάνουν ταξίδια, Ρώμη και Μαδρίτη. Τελικά η Άννα γνωρίζει άλλη μια προδοσία. Στην Ύδρα μαθαίνει και για τον επικείμενο χωρισμό της αδελφής της από τον άνδρα της, που συντελείται με όρους και συμφωνίες ατόμων που προτάσσουν το ατομικό τους συμφέρον. Η δική της ιστορία με τον πλαστικό χειρουργό και η ιστορία της αδελφής της διασταυρώνονται στο βιβλίο.
Η Άννα γράφει ρεαλιστικά για τα περιστατικά που της έτυχαν. Δεν υπάρχει το βαρετό μουρμούρισμα του εσωτερικού μονόλογου de profundis εξομολογήσεων. Κρίνει χωρίς να καταδικάζει· κατανοεί. Εξαίρει την αισθητική αξία των χειροποίητων έργων, του πολιτισμού των χεριών, όπως τα παπούτσια του τσαγκάρη πατέρα της που ξεκίνησε από κάλφας για να γίνει εξαίρετος μάστορας τριζάτων λουστρινιών. Η αγάπη προς τον πατέρα της όπως την αποκαλύπτει η Άννα, μας οδηγεί στο τρωτό σημείο της ύπαρξής της. Είναι ο θάνατος που χτυπούσε την οικογένειά της πριν γεννηθούν αυτή και η αδελφή της κι επικρέμεται πάνω στην ενηλικίωσή της. Έξι αγοράκια πεθαμένα στη γέννα τους, αλλά και ο θάνατος αγαπημένου συγγενούς τους.
Στο βιβλίο λοιπόν εναλλάσσονται εικόνες απέραντης χαράς και καλοσύνης με καταβυθίσεις στη μελαγχολία και τη θλίψη. Η Άννα χαίρεται τα πάντα: από μία παγωμένη μπίρα μέχρι το κολύμπι στην αστροφεγγιά. Μοιράζει χαρτζιλίκια στα παιδιά των φαναριών σε μια πρωινή διαδρομή. Μεταστρέφεται όμως ξαφνικά και μιλά για ζωάκια —από μέλισσες μέχρι τα πρωτεύοντα— που τα έχει δει να πεθαίνουν. Όπως το άλογο του μανάβη της γειτονιάς, όπως μια μαϊμού ντυμένη νύφη από τον γύφτο που την επιδεικνύει στα πανηγύρια. Αυτά, γράφει, ήσαν τα «δικά μου οράματα, τα οράματα των νεκρών μου που με ακολουθούσαν σε όλη μου τη ζωή και με επισκέπτονταν όταν κι όποτε ήθελαν». Έτσι, μια καλοσυνάτη μέρα μεταβάλλεται σε γιορτή των νεκρών, που όμως είναι μια γιορτή γεμάτη καλοσύνη των ζωντανών προς τους νεκρούς τους.
Ενορμήσεις ζωής εναλλασσόμενες με ενορμήσεις θανάτου, ή ενόρμηση θανάτου που περιέχει και τα δύο. Είναι πολύπλοκος ο ψυχισμός της ηρωίδας του Μάινα και στο μυθιστόρημά του συνομιλεί με τις γνωστικές της εποχής μας, όπως το σχολείο της ψυχανάλυσης. Εξού και η αναφορά για τις ενορμήσεις θανάτου των Φρόιντ και Λακάν. Συνομιλεί επίσης και με τα ιδεολογικά ρεύματα της εποχής μας που διαμορφώνουν τις σκέψεις και τον ψυχισμό μιας διανοούμενης ευάλωτης γυναίκας. Επιπλέον, στην τεχνική της γραφής του Μάινα χρησιμοποιείται άριστα η απόκρυψη και εντοπίζεται το κατάλληλο χρονικό σημείο όπου πρέπει να αποκαλυφθούν τα αντιφατικά στοιχεία της προσωπικότητας της Άννας.
Για ποιο λόγο όμως φυλακίστηκε; Μα εξαιτίας της προσωπικότητάς της. Και το βιβλίο μπαίνει στα βαθιά νερά που απασχολούν το δικαιοκρατικό σύστημα της εποχής μας. Είναι όμως ερωτήματα διαχρονικά που δημιουργούσαν πάντοτε με τις συγκρούσεις τους τραγικότητα. Η Άννα επιλέγει ως αναισθησιολόγος να κοιμίσει δια παντός δύο αγαπημένα της πρόσωπα που είχαν μεταβληθεί σε ανήμπορα φυτά από παθογόνες αιτίες. Θα παρέμεναν εν ζωή κατάκοιτοι πονώντας, ανίκανοι να επικοινωνήσουν τον πόνο τους. Η Άννα παίρνει την πρωτοβουλία να αποδημήσουν, διοχετεύοντας στον ορό τους θανατηφόρα δόση καλίου —με αμπούλες στις οποίες είχε πρόσβαση. Κι όμως ήταν σε διχασμό αν το έπραξε από αγάπη στους ανθρώπους —ο ένας ήταν φίλος αδελφικός από τα εφηβικά της χρόνια, συνάδελφός της γιατρός— ή από την αλαζονεία της δύναμής της να αποδώσει δικαιοσύνη αυτή στους αγαπημένους της κι όχι η φύση ή ο Θεός, δεδομένου ότι, όπως γράφει, «οι βαριά άρρωστοι για να γλιτώσουν από τους πόνους γιατρεύονται από τον θάνατο». Άλλωστε μικρό κορίτσι είχε γλιτώσει από αγιάτρευτους πόνους ένα τραυματισμένο γατάκι θανατώνοντάς το με ασφυξία.
Ένα από τα χαρακτηριστικά της ενόρμησης θανάτου —κατά τους Λακανιστές— είναι η ηδονή από την επανάληψη ενός συγκλονιστικού γεγονότος. Όμως και οι ψυχαναλυτές από την πείρα της ζωής διδάσκονται κι από τη λογοτεχνία. «Αν είναι ανθρώπινος ο πόνος, δεν είμαστε άνθρωποι μόνο για να πονούμε…» γράφει ο Σεφέρης. Τι αξία έχει η ζωή αν πονάς μόνο; Σκέψη που ταλανίζει την Άννα. Σταματάς όμως το ποτάμι με φράγμα; Ερώτημα που μας απασχολεί συλλογικά. Η ευθανασία είναι ένα σημείο που συγκρούονται δύο συστήματα ηθικής και δικαίου. Το ένα των νόμων της πολιτείας και των κανόνων των θρησκειών που λέει πως ο θάνατος είναι επιλογή της φύσης ή του Θεού. Το άλλο άγραφο και πανάρχαιο, που για λόγους ηθικής επίσης —αλλά και οικονομίας— θεωρεί δίκαιο να παύεται η ανάσα του ανθρώπου και του ζώου όταν δεν μπορούν να χαρούν τη ζωή τελείως, όταν είναι καταδικασμένοι να πεθάνουν με πόνο. Αλλά ποιο είναι το «τελείως»; Στις συγκρούσεις δύο δικαιοκρατικών συστημάτων, όταν είναι αμφίβολο σε ποιο σύστημα κατά περίπτωση βρίσκεται το δίκαιο, γεννιέται η τραγωδία. Και η Άννα στο βιβλίο καθίσταται ηρωίδα τραγωδίας. Η ηθοποιία της καλοσυνάτης και χαρούμενης Άννας είναι η μάσκα της τραγικότητάς της. Αποδέχθηκε έστω με κλονισμούς τις αξίες του άγραφου δικαιοκρατικού συστήματος, χωρίς να είναι σίγουρη ότι είναι το δικαιότερο.
Δεν χρειάζεται να πούμε πολλά για τη λαϊκή παραδοχή της σκληρότητας της ευθανασίας —ακόμα και ως οικονομική ανάγκη. Κι όχι μόνο για την κατηγορία ανιάτως πασχόντων με ανυπόφορους πόνους, αλλά και για βρέφη που δεν θα είχαν στον ήλιο μοίρα. Ο Τολστόι στην «Ανάσταση» γράφει για τις δουλοπάροικες που θανάτωναν τα νεογέννητα νόθα τους με ασιτία, αφού πρώτα τα βάπτιζαν για να πάνε στον παράδεισο. Η Άννα φέρεται να προχώρησε στις πράξεις της από αγάπη. «Αγάπη» είναι ο τίτλος πολυβραβευμένης ταινίας του Μίχαελ Χάνεκε του 2012. Δύο ηλικιωμένοι μουσικοί χαίρονται τη σύνταξή τους απομακρυσμένοι από την προβληματική τους κόρη. Η γυναίκα παθαίνει εγκεφαλικό και μεταβάλλεται σε φυτό. Η κόρη δεν βοηθά. Η οικιακή βοηθός που προσλήφθηκε να την προσέχει τής χτενίζει τα μαλλιά σαν να είναι κούκλα. Αυτή δυσφορεί, ο άντρας της το βλέπει. Διώχνει τη βοηθό, σφραγίζει το σπίτι. Την παίρνει στο κρεβάτι μαζί του κι εκεί την πνίγει με μαξιλάρι και μένει δίπλα της να πεθάνει κι αυτός. Και δεν είναι η μόνη ταινία που αναφέρεται στην ευθανασία. Είναι πολλές.
Ο γραπτός νόμος βέβαια είναι νόμος. Όταν η Άννα αποκαλύπτεται και οδηγείται στην ανάκριση, ο ανακριτής αστυνόμος, αφού εξασφαλίζει την ομολογία της, αρχίζει το κατσάδιασμα. «Ποια είσαι εσύ και τι παριστάνεις»· Ιαβέρη τον αποκαλεί η Άννα, που βέβαια είχε διαβάσει Ουγκώ και τον Γιάννη Αγιάννη, έστω κι από Κλασικά Εικονογραφημένα. Ο αστυνόμος Ιαβέρης κινούνταν σύμφωνα με τις αρχές του γραπτού νόμου. Ο Γιάννης Αγιάννης είχε δραπετεύσει κι έπρεπε να συλληφθεί, έστω κι αν ήταν γέρος και φιλάνθρωπος. Ο Ιαβέρης εκπροσωπούσε την υπέρτατη δικαιοσύνη. Υπάρχει ένα λατινικό ρητό: «summum jus, summa injuria», ήτοι «υπέρτατη δικαιοσύνη, υπέρτατη αδικία». Η Άννα αντιμετωπίζει υψηλότατες ποινές —να γεράσει στη φυλακή— εκτός εάν οι δικαστές βρουν διεξόδους που υπάρχουν στο γραπτό δίκαιο για να πέσει στα μαλακά ή και να κριθεί ατιμώρητη η πράξη της, έτσι που να αποφευχθεί η υπέρτατη αδικία.
Το βιβλίο ναι μεν αναφέρεται στην τραγικότητα της ύπαρξης της Άννας, γράφτηκε όμως από τον Στέλιο Μάινα έτσι που να δώσει βάρος στις ευτυχισμένες στιγμές της ζωής της. Σοφή επιλογή γιατί αλλιώς θα βάραινε μονόπατα. Όπως και να το κάνουμε, η ζωή είναι ωραία. Αυτό θέλει να πει με τον τρόπο της η Άννα.
Βασίλης Λαδάς
[Στέλιου Μάινα Να θυμηθώ να παραγγείλω, Μυθιστόρημα, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2022, σελ. 312]