Θέατρο
Προσπαθώ να ξαναφέρω στη μνήμη τη θεατρική παράσταση με τις εννέα γυναίκες: Καλλιόπη Γανιάρη, Ελένη Γιαννακούρου, Θάλεια Νταλούκα, Γιώτα Παπαδάκη, Μάρα Παυλοπούλου, Μαίρη Τσουκαλά, Στέλλα Χατζημιχάλη, που με τη σκηνοθετική συμβολή της Γεωργίας Μαυραγάνη, τους βοηθούς σκηνοθέτη: Ναζίκ Αϊδινιάν και Δανάη Σπηλιώτη, την Αρτέμιδα Φλέσσα στη σκηνογραφική επιμέλεια, τους φωτισμούς του Τάσου Παλαιορούτα και τις φωτογραφίες και βίντεο της Χριστίνας Ζαχοπούλου, και του Χάρη Ακριβιάδη, έστησαν μια από τις αρτιότερες και ουσιαστικότερες στιγμές του ελληνικού θεάτρου.
Ακούω και ξανακούω τη Σουζάνα του Leonard Cohen με την οποία έκλεινε η βραδιά μέσα σ’ απλωμένα χέρια με πρωταγωνιστές και κοινό να αποδεικνύουν ότι ο άνθρωπος παραμένει μοναδικό στη μεγαλοσύνη του ον ικανό για μεγάλα και σπουδαία ανθρώπινα έργα.
Ακούω και ξανακούω το Suzanne: Και θέλεις να ταξιδέψεις μαζί της/ Και θέλεις να ταξιδέψετε στα τυφλά/ Και ξέρεις ότι θα σ’ εμπιστευτεί/ Γιατί άγγιξες το τέλειο σώμα της με το μυαλό σου.
«Οι γυναίκες με σοβαρότητα, τόλμη αλλά και με ένα δικό τους μοναδικό τρόπο εντάχθηκαν στην παράσταση με ειλικρίνεια και αυθορμητισμό. Είναι οι μαρτυρίες τους, οι ιστορίες τους όπως τις έχει βιώσει η κάθε μία ξεχωριστά. Η παράσταση έχει αρκετά στοιχεία του θεάτρου-ντοκουμέντο. Είναι μια παράσταση καλλιτεχνικών αξιώσεων που καταφέρνει μέσα από την τέχνη να μετατρέψει κάτι δυσάρεστο, δύσκολο και βαρύ σε κάτι πολύ όμορφο», γράφει στο σημείωμα του φυλλαδίου τής Ελληνικής Αντικαρκινικής Εταιρείας (που είχε και την ευθύνη της παραγωγής), η σκηνοθέτης Γεωργία Μαυραγάνη.
Μακριά από μένα οι ηθικοπλαστικές αναφορές και οι φιλανθρωπίες που ούτως ή άλλως έχουν αναλάβει εργολαβικά ο Sky και η Θεανώ Φωτίου. Αντιμετώπισα με επιφύλαξη το εγχείρημα προσπαθώντας να διαφυλάξω τον εαυτό μου, σε μια εποχή παρατεταμένου θανάτου, από άλλο ένα ακόμα ψυχοπλάκωμα. Θέλαμε από καρδιάς να σταθούμε δίπλα στην αγαπημένη μας Πόπη. Κι ίσως κάπως έτσι να έκαναν και οι περισσότεροι θεατές. Με το που άρχισε να ξετυλίγεται το έργο και να αποκτά υπόσταση μέσα από αλλεπάλληλα καρέ, με χιούμορ, αυτοσαρκασμό, ηρωισμό και αισθαντικότητα, με άρτιο δραματικό ταπεραμέντο, με σκηνοθετικά ευρήματα –η νοσοκόμος «αδελφή» που πηγαινοέρχεται εφοδιάζοντας με απρόσμενης ποικιλίας υλικά τις ηθοποιούς, δίνοντάς τους ταυτόχρονα λαβές για σχόλια, αυτοσχεδιασμούς και ατάκες–, η μία έκπληξη διαδεχόταν την άλλη. Από το «Σώσε με…» της Ρίτας Σακελαρίου και του Νίκου Καρβέλα Δώσ’ μου να πιω το δηλητήριο/ θα ’ναι η ζωή μου ένα μαρτύριο, που παρέπεμπε στις χημειοθεραπείες, μέχρι του Ζαμπέτα (σε στίχους του Αλέκου Καγιάντας) το Θέλω την καρδιά να σφίξω/ πέτρα πίσω μου να ρίξω/ και να φύγω/ μάλιστα κύριε/ μάλιστα κύριε// Mες στο χρόνο να περάσω/ κι αν μπορέσω να ξεχάσω/ λίγο λίγο// Μα τις νυχτιές σαν συλλογιέμαι/ τα μάτια της τα μενεξιά/ φοβάμαι και αναρωτιέμαι/ πώς θα σ’ αντέ…/ πώς θα σ’ αντέξω μοναξιά// Θέλω μια στιγμή να φτάσει/ που ότι με κρατάει να σπάσει/ να ξεφύγω/ Όλα να τα λησμονήσω/ λίγο λίγο… Μάλιστα κυρίες μου…
Το σκέφτηκα καλά αλλά δεν ήταν η υποσυνείδητη προβολή από τις ανεξίτηλες μνήμες της μητρικής περιπέτειας που κράτησε χρόνια και μας βρήκε εμένα στα 14 και τον αδελφό μου μόλις επτάχρονο. Με την γραμμένη στη μνήμη εικόνα τού πατέρα, παρότι πάντα «σοβαρός»: ουδέποτε τραγούδησε, ποτέ δεν χόρεψε, δεν ακούστηκε καν να σιγοψιθυρίζει κάποιες νότες –ακόμα κι ο θάνατος τον βρήκε με γραβάτα και κουστούμι–, να κλαίει γοερά στο νοσοκομείο μετά τη συνάντησή του στο ιατρείο του φίλου του χειρούργου που του ανακοίνωση τ’ αποτελέσματα της βιοψίας της μάνας μου. Κι η μάνα μου –ετοιμοθάνατη– να προσπαθεί να τον παρηγορήσει.
Δεν ξέρω αν θα διαβάσετε αυτές τις γραμμές αλλά σας βεβαιώνω ότι δεν έκλαιγα στη διάρκεια της παράστασης από θλίψη, λύπηση και τα σχετικά. Προσπαθούσα να κρύψω τα ανακόλουθα στο φύλο μου δάκρυα (άλλωστε «οι άντρες δεν κλαίνε», που λέει και το τραγούδι), αλλά με ξεπερνούσε αυτές οι αλληλοδιαδεχόμενες ολοζώντανες αφηγήσεις των εννέα γυναικών που συναντιούνται σ’ ένα χώρο «αναψυχής», (με το παράθυρο του νοσοκομείου στο βάθος και τα λογής σύνεργα παρόντα και εν εγρηγόρσει), για να μοιραστούν την εμπειρία του καρκίνου χωρίς να φοβούνται να τον περιγελάσουν, να αυτοσαρκαστούν αλλά και να τον εξαφανίσουν απ’ τη ζωή τους. «Ξέρω πως πολλοί φοβούνται το θέμα της παράστασης», σημειώνει και πάλι η Γεωργία Μαυραγάνη, «αλλά σας το λέω εντίμως: οι κυρίες είναι βαθιά συγκινητικές και άκρως διασκεδαστικές. Άλλωστε, πήγαν και ήρθαν. Δεν έχουν να φοβηθούν τίποτα».
Αυτό λοιπόν είναι το έργο: μια τέλεια, καλλιτεχνικά άρτια, γεμάτη γλυκόπικρο χιούμορ και γενναιότητα παράσταση ζωής. Με τη μοναδικότητα που έχει το πολύτιμο αγαθό, η ζωή, όταν ιστορείται και ενσαρκώνεται από ανθρώπους. Τότε τέχνη συναντά τη ζωή. Εδώ έγκειται η επιτυχία. Και το κυρίαρχο όραμα του ανθρώπου: να ταυτίζεται η ζωή με την τέχνη και η τέχνη με τη ζωή.
Κώστας Κρεμμύδας
Share this Post