Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας ✽ ποιήματα φοιτητών

In Λογοτεχνία, Ποίηση by mandragoras

 


Καλλιόπη Μανδρέκα

Άσπρη πέτρα ξέξασπρη

Μια πέτρα πρέπει να σηκώσεις
Και σ’ αυτήν θα ανήκει όλο το πριν και το μετά του κόσμου
Οι αχανείς δρόμοι που περπάτησες
Οι απαγορεύσεις με τα κόκκινα γράμματα
Οι προτεραιότητες
Οι πόρνες που σε λάτρεψαν γιατί μύριζες μοναξιά
Οι ανήφοροι με τα στοιχειωμένα σπίτια που ξεκλείδωσες
Οι σοφίτες με τα πακεταρισμένα που δεν άνοιξες ποτέ
Τα υπόγεια με τα φαντάσματα και τους προδομένους αγγέλους
Οι ακτές που πλάγιασες με τα λευκά κοχύλια που σου ψιθύριζαν τα θαύματα
Τα κάστρα που ξεχάστηκαν στην άμμο
Τα σύνορα που διέσχισες χωρίς προορισμό
Και τα παλάτια που κατέκτησες χωρίς σύμμαχο
Χωρίς εχθρό
Αυτή τη πέτρα θα σε βάλουν να σηκώσεις
Και το πρόσωπο σου θα καλύπτει η λευκή μάσκα
Αυτή δεν θα προδώσει κανένα σου συναίσθημα
Πόνος χαρά λύπη θα έχουν εξαφανιστεί
Μόνο το βάρος θα φανεί
Με πόση δυσκολία η ευκολία θα τη σηκώσεις
Και αν οι μύες σου σκιστούν
Μην σε νοιάζει
Κανείς δεν θα σε πει δειλό
Κανείς δεν σε κοιτά
Όλοι περιμένουν να δουν πώς θα τη πετάξεις

***

Κωνσταντίνος V. Νικολόπουλος

Ο κήπος σου

Ευωδιαστός ο κήπος σου
αλάργα τα λουλούδια σου
κύματα οι εσπερίδες σου
λιώνουν τις ντοματιές σου
από τη λάβρα κρέμονται
κι από το κρύο σφίγγουν.
Στάζουν τα δάχτυλα καυτό
βαρύ το καλοκαίρι
στο στήθος σου ωρίμαζαν
κίτρινες χρυσαλλίδες
και η καρδιά μου
από έρωτα
γέμιζε φυσαλίδες.

 

Νεφελώδης

Στους υγιείς και στους καλοζωισμένους
γελάμε,
στους πένητες, στους ενδεείς
και στους αρρώστους παρηγορούμε
και συμπονάμε,
στους νεκρούς θρηνούμε,
κλαίμε και δυστυχούμε.
Ένα κλάμα κι ένα γέλιο επομένως
και η υπόλοιπη ζωή μουντή.

***

Μάρα Σαφαρίδου

13/12

Το λιγότερο αγαπημένο μου χρώμα είναι το μπλε.
Το σκούρο, που μοιάζει με μαύρο,
που ούτε η θάλασσα δεν το φορά,
μήτε κι ο ουρανός.

Το μπλε που γράφει το στυλό μου.
Και έτσι επιλέγω τα πλήκτρα.
Το μελάνι, το μελανό,
Το πηκτό, το βρώμικο.

Στα αυτιά μου ξαφνικό.
ουρλιαχτό που με κουφαίνει.
Μες στην τσέπη μυστικό,
που κι εγώ δεν το γνωρίζω.

Χώνεις το χέρι σου αυθόρμητα,
και τα δάχτυλα λερώνει,
στο κορμί σου σκαρφαλώνει.
Ρίχνεις από μέσα φως, το ρουφάς, το πρασινίζεις.

Φυσιολογικά τραβιέσαι μη σε χαστουκίσει
ή χειρότερα μην γίνει μαύρο,
βρεθεί μπροστά σου ξαφνικά
και γίνεις κόκκινος.

Από φόβο, από θυμό, από πόνο;
Αν φοβάσαι, δεν είναι αναρχία!
Αν φοβάσαι, έχεις χάσει…

***

Κατερίνα Μάρου

Να μη τους λησμονήσεις

Κι αν σε ρωτήσουν τι έχασες
να μη τους απαντήσεις.
Λαλιά μη βγει από το στόμα σου,
να μη τους κακοκαρδίσεις.
Πώς άλλωστε να το ξεστομίσεις;
δίχως να τους λυγίσεις.

Τον εαυτό σου έχασες‧
μην τους θυμίσεις
ότι κι αυτοί τον χάσανε
να μη τους στεναχωρήσεις!
Αλύγιστοι μένουν όσοι πολύ πονάνε,
να μη τους λησμονήσεις!


Φύγε!

Άσε τη ψυχή σου να φεύγει.
Μακριά να πηγαίνει
απ’ ό,τι πολύ σε βαραίνει.

Ακόμα, μυστήριο μένει
πώς τόσα η καρδιά σου υπομένει.
Κάνε σπαθί τη θλίψη
και φύγε δίχως να σου λείψει.

***

Μάρθα Μελίσση

Ο έρωτας στα χρόνια της πλαστελίνης

Αβέβαια τα βήματα
Ακέφαλες και μονήρεις οι υπάρξεις
Η ζωή πορεύεται σε έναν δρόμο μονάχα χωρίς ήλιο, χωρίς μέρα ή νύχτα, στο γκρι το άχρωμο
Ο έρωτας παλεύει με τον θάνατο
Στο άσπρο των λουλουδιών ξεπροβάλλει η ελπίδα
Μάταια
Το χάδι από αγαλλίαση γίνεται φρίκη στην αίσθηση του «άλλου»
Η λύση είναι μόνο μια
Να γίνουν όλοι πλαστελίνες και να χωθούν στο ίδιο κουτί

***

Ματιάννα Νάκα

Από ποίημα κι ιστορίες

Ελάτε, φίλοι μου,
Δεν είναι πολύ αργά ν’ αναζητήσουμε ένα νεότερο κόσμο.
Ulysses/Οδυσσέας
Alfred, Lord Tennyson
Σαν από νοσταλγία για μια πατρίδα που δεν γνώριζα
διστακτικός εξερευνητής
έφτασα στον καινούριο κόσμο, τον από ποίημα κι ιστορίες
γεννημένο. Σ’ αυτόν μεγάλωσα ρουφώντας γάλα θησαυρών
κρυμμένων σε άλλων τις λέξεις στα γράμματα που
έφτιαξα δικά μου.
Κι έγινα πειρατής άπληστος αχόρταγος για
το χρυσάφι των σελίδων με τους συντρόφους μου άγνωστος μα
συνένοχος στη στοργική μοιρασιά των τυπωμένων θαυμάτων.


Μάγισσες στη νύχτα

Ούτε νεράιδες ούτε γοργόνες
Μάγισσες είμαστε.
Ξεπροβάλλουμε μέσα απ’ τις χαραμάδες
Οι πόρτες των σπιτιών μένουν κλειστές για μας.
Τα πληρωμένα ξόρκια μας ξεθυμαίνουν το πρωί
Τότε φορώντας φόρεμα βαμβακερό και υφασμάτινα παπούτσια
Ονειρευόμαστε την κουζίνα της μάνας μας.
Δεν θέλουμε να μας φορέσετε πέπλα νυφικά.
Να μας χτενίσει κάποιος τα μαλλιά
Να μας χαϊδέψει το πρόσωπο
Αρκεί


Όσο οι λέξεις κράτησαν

Φόρεσε τα καλά της
Χαμήλωσε τα φώτα λιγότερο να δείχνεται η μοναξιά
Περίμενε
–δεν ήρθε
Το τρένο έφταιγε. Άργησε. Ακούμπησε σ’ αυτό.
Φυλώντας στη χούφτα προσμονή κατέβηκε με ορμή στην αποβάθρα
Δικαιώθηκε
Την έψαχνε κι εκείνος ανάμεσα στους τόσους ανθρώπους της φώναξε
–κι έφυγε να συνεχίσει το ταξίδι
Τα μάτια της το χρώμα τους που ’χε μαυρίσει
Γκριζάρισαν για τόσο όσο οι λέξεις κράτησαν, γι’ αυτό το λίγο
–ένα αστείο για το δρόμο ήτανε τελικά
Δεν έφταιγε το τρένο.
Φόρτωσε το βλέμμα της στο βαγόνι που ξεμάκραινε
Συμμάζεψε και την ψυχή που μούσκευε τα μάγουλα
Γδύθηκε
Την πόρτα κλείδωσε θυμωμένη στην ελπίδα
–που παράτησε για τιμωρία στο σταθμό

***

Υφαντίδου Αναστασία

Αιμορραγούσες πληγές

Τις αιμορραγούσες πληγές μην ψάχνεις
Δεν φαίνονται δεν είναι φανερές
Κι ούτε κόκκινο έχουν για κηλίδα
Μόνο γαλάζιο ψυχρό και πάγο
Κι οι φλέβες δεν είν’ ρυάκια πια ζωής
Παρά ξεραμένοι ποταμοί περασμένης βλάστησης
Ξεχασμένης ευφορίας που ο έρωτας δημιουργεί
Μα σαν σ’ αφήσει
Αέρα νομίζεις μπάζεις
Φουρτούνα και θύελλα παντού
Και το γαλάζιο ξεχειλίζει
Απ’ τα μάτια, τον χτύπο της καρδιάς
Και να ’ξεραν οι δολοφόνοι της αγάπης
Και να ’νιωθαν τον πόνο που ’δωσαν τον σπλαχνικό
Μετάνοιες θα ’καναν μπροστά σου
Γονυκλισίες νυχτερινές
Μα σαν εκκλησιάς εικόνα θα θωρούσες
Αμίλητη, βουβή και ξυλιασμένη
Τον σπλαχνικό τον ουρλιαχτό σου
Τον ατέλειωτο σπαραγμό
Καμιά συγνώμη δεν τον φτάνει
Καμιά δεν τον εσβήνει και την γδαρσιά δεν γιάνει


Τα δωμάτια

Μαύρο φόρεσε ψυχή μου
μαύρη ποδιά στο όριο η αντοχή μου
κλείσου σε άφωτο υγρό δώμα
απ’ όξω γραμμένος ο τίτλος του στο χώμα
Προδοσία οι μοίρες το λένε
κλώθουν μοναξιές και κλαίνε
άγγελοι χτυπούν την πόρτα
ψέλισμα ουράνιο, σβησμένα αστροφώτα
και σ’ άλλα δωμάτια φυλάνε τη ζωή μου
Θυμό τα λεν και Φόβο, πνίγουν τη βοή μου
στης Εγκατάλειψης τρομάζω την γκρι πύλη
φράγματα οι πιο πληγές μου στο παγωμένο δείλι
πρόωρος θάνατος ονείρου αυριανού
πληγές και όνειρα στάλες ατέρμονου ωκεανού

***

Στα πλαίσια των μαθημάτων στο Τμήμα Συγγραφής ΙΙ του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας τον περασμένο Γενάρη καταλήξαμε, ως άσκηση, με τους φοιτητές σε κάποια ποιήματα που σας παρουσιάζουμε.

Κ. Κρεμμύδας

Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας
Μεταπτυχιακό Δημιουργικής Γραφής
Τμήμα Συγγραφής ΙΙ