Πάτροκλος Λεβεντόπουλος

Έ, ας μην τα ισοπεδώνουμε όλα | Πάτροκλος Λεβεντόπουλος Κακίες και ακακίες, Ποίηση, εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 2016

In Κριτικές, Ποίηση by mandragoras

Πάτροκλος Λεβεντόπουλος Κακίες και ακακίες, Ποίηση, εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 2016, σελ. 68.

Έ, ας μην τα ισοπεδώνουμε όλα

Ο Πάτροκλος Λεβεντόπουλος έχει πρωτίστως μια ιδιότυπη καυστική γραφή όπου προεξάρχει ένας αποδομητικός αυτοσαρκαστικός τόνος: Η σημερινή πραγματικότητα είναι πλέον τόσο αυθάδης,/ κυνική και χονδροειδής ώστε να περνώ απαρατήρητος («Σχόλιο παχύσαρκου τιμητή»). Η εξαπάτηση των πολιτών, το κυρίαρχο ψεύδος και οι μεγαλόστομες διακηρύξεις περί ισονομίας και ισοπολιτείας δεν αφήνουν άλλο περιθώριο από την ειρωνεία. Γι’ αυτό ο Πάτροκλος επιστρατεύει ως σύμμαχο το Αριστοφανικό χιούμορ, για να διασκεδάσει τη δικαιολογημένη οργή μας: Αν πόσο προσπάθησα να υπερέχω/ σας παρακαλώ αφήστε με να προεξέχω./Με άλλους να είμαι ίσος δεν αντέχω.

Δεν έχω ξαναμιλήσει, μολονότι έχω ξαναγράψει, για τη δουλειά του Πάτροκλου που πέραν των άλλων βαραίνει και η δέσμευση του ονόματος που τον θέλει να δοξάζει τον πατέρα του: πατήρ+ κλέος. Πρέπει πάντως να μας συνδέουν –αδιάφορες για τους πολλούς λεπτομέρειες αλλά σημαδιακές για μένα– συμπτώσεις: Γνωριστήκαμε στο Συμπόσιο Ποίησης, μάλλον μέσω της Λύντιας Στεφάνου που τον εκτιμούσε και την εκτιμούσα. Το τελευταίο διάστημα (πριν σταματήσουμε αναγκαστικά τις εβδομαδιαίες συναντήσεις, που κράτησαν χρόνια, στο πατάρι με τους Νάνο Βαλαωρίτη, Αντρέα Παγουλάτο, Ιάσονα Δεπούντη, Δανιήλ Δ. Αληθεινό, Κ. Σταθόπουλο, Μιχαήλ Μήτρα κ.ά.) συνυπήρξαμε στου Κοραή, όχι του Αδαμάντιου αλλά το καφέ στο πατάρι Ναυαρίνου & Ιπποκράτους, όπου μαζευόμασταν τα μεσημέρια του Σαββάτου. Με συγκίνησε επίσης που θυμόταν τη Μεσολογγίτικη καταγωγή μου, ενώ, άλλη μια σύνδεση: σήμερα, η παρουσίαση των Κακιών και Ακακιών, πραγματοποιείται σε σημαδιακό επί της Αγίας Ειρήνης χώρο, μια μέρα σημαδιακή για μένα, καθώς ήταν η γιορτή της μάνας μου και η τελευταία συνάντηση με τον πατέρα μου, πριν 21 ακριβώς χρόνια, όταν πήγα με γλυκά στο πατρικό κι ευχές. (Την επομένη πήγα με στεφάνι). Τέλος κι επειδή ο Πάτροκλος θεωρεί τη Λέσβο, πνευματική, ιδιαίτερή του πατρίδα θα πρέπει να τον πληροφορήσω ότι στην Πέτρα γεννήθηκε η μητέρα μου όταν έφτασε στην κοιλιά της δασκάλας γιαγιάς μου έμβρυο-πρόσφυγας, στα Τσόνια, επίνειο της Κλειούς – ακριβώς απέναντι από το Αϊβαλί.

Αλίμενος ανεμοδαρμένος τόπος στο έλεος της καθημερινότητας εντοποιζόμενος με κινητές συντεταγμένες στο αρχιπέλαγος της τέχνης, ονομαζόμενος αλλιώς και Ελεούσα, Νοσταλγία ή Κάβο Αλίμονο, ορίζει αυθαιρέτως (δικός του χαρακτηρισμός) την ποίηση ο Πάτροκλος.

Αλλά γιατί οι συγκεκριμένοι στίχοι να μη θεωρηθούν συνέχεια των δικών μου αυστηρώς προσωπικών δεδομένων που μόλις πιο πάνω «ομφαλοσκοπών» σας εξέθεσα, «ειδήμων ορατών τε και αοράτων». (2ος ορισμός της κατά Λεβεντόπουλο «ποίησης»).

Μια ακόμη σύμπτωση είναι η γνωστή σχολή κομμωτικής «Αμάραντος» που κλείνει το ποίημα του Πάτροκλου «Κολακεία» σελ. 9, πρωταγωνιστεί και σε δικό μου ποίημα. Τελικά ο Αμάραντος πέρα από κομμώτριες θα πρέπει να σημάδεψε και ποιητές.

Τα μαθήματα δημιουργικής γραφής, οι ποιητικές πόζες ομοτέχνων, τα μεταπτυχιακά στη Βαλτιμόρη (με βαπόρι), οι Καβαφιστές («Κων. Καβαφης*», σελ. 15), το Κοινοβούλιο κι οι ουρητήρες αλά Μαρσέλ Ντυσάν, (με τα αφοδευτήρια της γερασμένης ηπείρου και κραταιάς Ευρώπης να επανέρχονται στο ποίημα «Διλήμματα» σελ. 59), είναι μερικά από τα θέματα που πραγματεύονται σε ομοιοκατάληκτο συνήθως στίχο, τα σατυρικά ποιητικά του στιχουργήματα. Που για να μπω στο δικό του κλίμα δεν θα χαρακτήριζα «κακουργήματα». Αντιθέτως διαθέτουν φρεσκάδα, τόλμη και φαντασία. Αλλά και αυτογνωσία: ΙΙάλι παίζεις με τις λέξεις/Πάλι σοβαρά Θα μπλέξεις.

Ίσως θα μπορούσε να ναι λίγο προσεκτικότερος σε κάποιες ομοιοκαταληξίες, αλλά είναι τόσο μεγάλο το εύρος όσων καταθέτει και η αναγκαία στην εποχή μας αποδόμηση που επιχειρεί, όλων των ηλιθιοτήτων δηλαδή που ακούμε καθημερινά από κυνικά διαπλεκόμενους μηχανισμούς, μιντιακά κυκλώματα και πολιτικά συμφέροντα, που κανείς δεν θα τα κατάφερνε να τους αντιπαρατεθεί καλύτερα: Εγώ, ΕΓΩ, ε γ ώ εγώ ΕΓΩ, εγώ!/ Κι ίσως και κάποιοι άλαλοι. («Επισήμανση ταυτότητας»). Το σχετικό δίστιχο (και όχι δύστυχο) μας επιτρέπει να κάνουμε απλή νύξη και για κομπορρήμονες ομοτέχνους. Άλλωστε υπάρχουν πολλά ποιήματα ποιητικής αλλά και πρόσωπα της ποίησης -ακόμα και της πεζογραφίας: Των ποιημάτων ημών αγνοημένων/ υμείς πεζογραφείτε! Κατά το «των οικιών υμών εμπιπραμένων υμείς άδετε».

Ακόμα και τον ηγεμόνα της Βλαχίας Βλαντ Τέπες τον γνωστό ως Δράκουλα και παλουκωτή κατάφερε ο Λεβεντόπουλος να αποφορτίσει ποιητικά: Αχ, κύριε Βλαντ Τέπες/ Πάλα στο αίμα βουτήξατε τις κρέπες; Σόιμπλε Σεις από σόι μπλε πώς βγήκατε τόσο μαύρος;

Λίμερικ σελ. 30) ονομάζεται ένα είδος ποίησης, με χαρακτηριστική, σύντομη, χιουμοριστική σύσταση μίας στροφής πέντε στίχων και ομοιοκαταληξία aabba. Τα ποιήματα του είδους λίμερικ διηγούνται μια σύντομη ιστορία, και καταλήγουν σε ένα ανέκδοτο.

 

Προσωπικά τη χάρηκα τη δουλειά του Πάτροκλου. Ίσως να την πάρουν οι εμβριθείς πολιτευταί και να την αξιοποιήσουν στους γνωστούς θεατρινίστικους διαξιφισμούς τους από του βήματος της Βουλής που άλλοτε μιλούν περί πτωμάτων και άλλοτε περί περιττωμάτων αλλά ενίοτε και ποιημάτων.

 

Να κλείσω με ένα επίσης ενδεικτικό απόσπασμα της σελίδας 62 με την ελπίδα ο στίχος να γίνει πραγματικότητα και να μας περιμένει κάποιος μπουφές στην είσοδο: Ας ήταν λίγο βαρετή η διάλεξη/ καρτερικά την υπομέναμε/ όλους μας παρηγορούσε το «μετά»,/ η φαντασίωση του πλούσιου μπουφέ παρηγοριά.

 

 

Κώστας Κρεμμύδας

 

 

 

*«Επιτήδεια Μομφή», σελ. 63 και σελ. 64 το ποίημα «Εξομολόγηση», όπου ο Καβάφης επανέρχεται: Άφησα το ποίημα ακαβάφιστο/ σε πείσμα των καιρών/ σαν ένα παιδί εξωστρεφώς ανάρμοστο,/ δύσπιστο στα εντάλματα των εποχών/ […] και πείστηκα εν τέλει ότι το ποίημα/ ως όργανον ψυχολογικώς πολιτικόν/ τεκμήριο παραμένει πνευματικής αυτονομίας/ όταν οι βάρβαροι ήδη έχουν εισέλθει/ εντός των τειχών.