Θεώνη Δέδε

Τι κάνει ένας σοφός στην ποίηση; Και μάλιστα αν είναι ροφός; | Θεώνη Δέδε, Ένας γέρος σοφός ροφός, ποίηση, εκδόσεις Εκάτη, 2015

In Κριτικές, Ποίηση by mandragoras

Θεώνη Δέδε, Ένας γέρος σοφός ροφός, ποίηση, εκδόσεις Εκάτη, 2015, σελ. 32.

Τι κάνει ένας σοφός στην ποίηση; Και μάλιστα αν είναι ροφός;

Η Θεώνη Δέδε ξέρει να λέει ιστορίες. Ξεκινά το βιογραφικό της στο αυτί του βιβλίου γράφοντας: «Μου αρέσουν οι ιστορίες». Κι εμένα μ’ αρέσουν οι ιστορίες. Και μου άρεσαν οι ιστορίες της. Τι είναι; αλληγορικές αφηγήσεις, όνειρα, αινιγματικές εξομολογήσεις. Και ποιήματα.

Τι συμβαίνει λοιπόν όταν οι ιστορίες γίνονται ποίηση; Τότε μπορεί να αποτελούν αλληγορίες για την ποίηση, ή για την ζωή μας. Γιατί όταν γράφουμε ποίηση, η ποίηση γίνεται ζωή μας. Η ποίηση άλλωστε γράφεται με αντικείμενα τόσο μεγάλα όσο μία υδρόγειος, τόσο μικρά όσο μία νότα. Η ποίηση ορισμένες φορές είναι αδυσώπητη. Μοιάζει με τον βασιλιά της πρώτης ιστορίας του βιβλίου: ζητά μουσική και τάζει δώρα, δεν αρκείται όμως σε τίποτε. Από καμία μουσική δεν ικανοποιείται, ούτε έχει τίποτε, ούτε μπορεί να δώσει τίποτε. Ζητά όμως τα πάντα. Και όλα τα τσεπώνει, όλα τα ενσωματώνει.

Όταν λέμε ποιητικές ιστορίες, την ποίηση την αναζητούμε σε ένα βιβλίο, και την αγάπη στους αναγνώστες του. Αλλά ας αρκεστούμε στις λέξεις. Που είναι πέτρες. Αντικείμενα, αλλά και παιδιά. Φερμένες στην ζωή ως παιδιά, με τέτοιον τρόπο, οι πέτρες ζωντανεύουν και φεύγουνε. Μπορούν μάλιστα να γίνουν επικίνδυνες:

Τον τελευταίο καιρό, όταν μιλάω, βγαίνουν από το στόμα μου ακανόνιστες πέτρες. Τις τοποθετώ στον κήπο. Έχω την εντύπωση ότι οι πέτρες τρώνε τα λουλούδια μου. Όμως δεν μπορώ να το αποδείξω. Η αλήθεια είναι ότι δεν θέλω. Οι πέτρες είναι τα παιδιά μου.

Χθες ανακάλυψα ότι λείπουν τρεις πέτρες. Μεγάλωσαν κι έφυγαν ή τις πήραν οι περαστικοί για τις διαδηλώσεις; Δεν ξέρω. Από σήμερα πάντως φοράω μαύρα. (σ. 16).

Δεν είναι λοιπόν η ποίηση αλλά οι ίδιες οι λέξεις, δεν είναι η μουσική, αλλά οι ίδιες οι νότες.

Ποιος όμως λέει τις ιστορίες; Σίγουρα κάποιος σοφός. Ποιος είναι ο σοφός και τι κάνει; Στα λόγια του σοφού αναζητούμε την αλήθεια. Όμως αυτός μπορεί να μας δείξει μόνον τα πράγματα.

Η σοφία προκύπτει όταν αναρωτηθούμε με ποιο τρόπο η γλώσσα μπορεί να συμμετάσχει στην ζωή ή στις ιδέες. Ίσως αν οι ιδέες γίνουν σώματα ή ονόματα. αν δεν λες τίποτε, ή αν ενσωματώνεις αυτό που λες – αν τρως τα λόγια σου, αν κάνεις κυριολεκτικές τις μεταφορές σου. Όπως λέει ο στωικός Χρύσιππος, αν πεις κάτι, περνά από τα χείλη σου, όταν λες άρμα, ένα άρμα περνάει από τα χείλη σου.

 

Κάθε φορά που ρωτάνε έναν σοφό σαν τον Χρύσιππο για αφηρημένες έννοιες, για σημαινόμενα του τύπου «τι είναι ωραίο, Δικαιοσύνη, Άνθρωπος», αυτός απαντά καθορίζοντας ένα σώμα, δείχνοντας ένα αντικείμενο που μπορούμε να το μιμηθούμε ή να το καταναλώσουμε και επιφέροντας, αν χρειάζεται, ένα χτύπημα στο ραβδί του, το δικό του εργαλείο για κάθε πιθανόν καθορισμό. Όταν ο Πλάτωνας διατύπωσε τον γνωστό ορισμό για τον άνθρωπο: «Ζώον δίπουν άπτερον» ο Διογένης ο κυνικός μάδησε ένα πετεινό και τον παρουσίασε στην αγορά λέγοντας «Ιδού ο άνθρωπος του Πλάτωνος».

Κάθε φορά που ρωτάνε τον σοφό για σημασιοδότηση, απαντά με καθορισμό ή και επίδειξη. Πρέπει να μιμούμαστε αυτό που καθορίζεται, να τρώμε αυτό που είναι αντικείμενο μίμησης, να κομματιάζουμε αυτό που δείχνεται. Και να το κάνουμε γρήγορα. Να βρούμε γρήγορα αυτό που θα αντικαταστήσει την ιδέα. Πολύ γρήγορα, γιατί δεν υπάρχει σχέση μεταξύ αυτού που δείχτηκε και αυτού που μας ζητήθηκε.

Τι βρίσκει ο σοφός στην επιφάνεια; Καθαρά γεγονότα υπό την προοπτική της αιώνιας αλήθειας, της ουσίας που τα υποθάλπει, ανεξάρτητα από την χωροχρονική τους υποστασιοποίηση στην κατάσταση των πραγμάτων. Ή, αντίστοιχα, βρίσκει καθαρές μοναδικότητες με την προοπτική του αλεατορικού τους τυχαίου στοιχείου, ανεξαρτήτως των ατόμων και των προσώπων που τις ενσωματώνουν και τις πραγματώνουν.

Αυτή η περιπέτεια του χιούμορ, αυτή η διπλή απόρριψη ύψους και βάθους για χάρη της επιφάνειας, είναι η περιπέτεια του στωικού σοφού. Αργότερα, και σε άλλα πλαίσια, θα είναι η περιπέτεια του Ζεν. Η ράβδος, βακτηρία του σοφού, είναι το οικουμενικό εργαλείο, η κυρίαρχος των ερωτημάτων που απαντιούνται με μίμηση ή κατανάλωση.

Επιστρέφοντας στην επιφάνεια, ο σοφός ανακαλύπτει αντικείμενα – γεγονότα, που όλα τους επικοινωνούν στο κενό που συνιστά την εξωτερική όψη τους. Ανακαλύπτει τον Αιώνα, στον οποίον σχηματίζονται και αναπτύσσονται χωρίς να τον γεμίζουν. Το Κενό των Στωικών, το εξ-ον, σε καλεί. Και πώς βγαίνεις στο κενό; Απλώς «πηδάς». Φτάνει να το θέλεις

 

Ονειρεύομαι ότι έχω πόδια

Ότι πηδάω μάντρες και κλέβω φρούτα

Ότι τρέχω

 

Μα τι λέω;

Έχω πόδια

Μπορώ ν’ ανοίξω την πόρτα και να βγω έξω!

Θέλω; (σ. 26)

Αν τα ασώματα γεγονότα είναι οι λογικές ιδιότητες των όντων και των σωμάτων, το Κενό μοιάζει με την ουσία αυτών των ιδιοτήτων: το αυγό, η ομελέτα, η άπειρη λωρίδα της αναπαραγωγής. Διαφέρει στην φύση του το Κενό από την ασώματη ουσία, αφού υπάρχει στο κάθε «τίποτα», στο κάθε πέταγμα, στο κάθε «δεν μ’ αρέσει» του κόσμου.

Παράδειγμα της τακτικής αυτής, το ότι ο «σοφός» έγινε «ροφός». Ένα μόνο γράμμα, το ρ, έδωσε στα πράγματα την υπόστασή τους. Ο ροφός είναι μεγάλο ψάρι, έχει μεγάλα μάτια που δηλώνουν την αρχέγονη υπόσταση και το ασυνείδητο βάθος του. Δηλώνει επίσης την μετάβαση από το «μεταφυσικό» προς το «υπερρεαλιστικό». Ο σοφός ροφός έχει ως βακτηρία την ομπρέλα του, και ως πιθάρι, κυνική του κατοικία, τη βαλίτσα του. Η ομπρέλα του «δείχνει», και η βαλίτσα τον προστατεύει στα ταξίδια του.

Τα πάντα συμβαίνουν μεταξύ προτάσεων και πραγμάτων. Το άμεσο, το ξαφνικό, αυτό που έρχεται ως άρνηση του βάθους, μία επίδειξη γεγονότων στην επιφάνεια, μία προσέγγιση της γλώσσας στα όριά της. Το χιούμορ ακριβώς είναι μία γλώσσα της επιφάνειας, και οι στωικοί την χρησιμοποίησαν εναντίον της σωκρατικής ειρωνείας, της γλώσσας του βάθους και του ύψους.

Και είμαστε εδώ σε αυτά το μικρά σοφά ονειρικά αφηγήματα, που το χιούμορ είναι η κοινή τους βάση. Ένα χιούμορ αντι-ειρωνικό, βασισμένο σε μία βαθιά τυχαιότητα. Μικρές εμφανίσεις και εξαφανίσεις πλασμάτων από έναν άλλο κόσμο, ποπ εικόνες, μορφές του Χόλιγουντ, εμπορεύσιμα καλτ προϊόντα που αποκτούν ζωή.

Και όλα αυτό σε ένα ηχητικό και οπτικό σύμπαν, με φωτισμούς γύρω από τα πράγματα, με τις λεκτές τους αύρες, που διεκδικούν τους δικούς τους ανιματέρ.

Οι ιστορίες στο βιβλίο της Θεώνης Δέδε αποτελούν βασικό πρωτογενές υλικό. Στην συνέχεια η συγγραφέας θα μπορούσε να αφαιρέσει από αυτές, να τις κρυπτογραφήσει, να τις εκλυρικεύσει και να τις κάνει μικρά ποιήματα. Θα μπορούσε να τις μεγαλώσει, να τις κάνει αφηγήματα που εμπνέουν και δίνουν λύσεις σε ζητήματα μοναξιάς και αγάπης.

Όμως αυτές οι ιστορίες είναι ιδιότυπες: ο παρουσιαστής τους θα μπορούσε να είναι ήρωας ή ηρωίδα σεναρίων υπερκόσμιων μιούζικαλ. Αν ο κόσμος δεν αλλάζει, αλλάζει αυτός και αυτή. Κι αν κάποιον αγαπά, αυτός τον και την ομορφαίνει. Ιδιότυπη και η επιλογή του τόπου τους: της ενδιάμεσης βαλίτσας του μεταφορικού μέσου, του σταθμού, του χαρταετού, του τερατώδους κτιρίου.

Κεντρικές μεταμορφώσεις του παράδοξου αυτού ομιλητή ο σοφός αφηγητής, ο ροφός, η κοπέλα γοργόνα, ή πάπια, ή ποδηλάτισσα, αλλά και η μάγισσα, κάτοχος του πράσινου μήλου του αιώνιου ύπνου, ή ένα τεράστιο μανταρίνι. Ένας ομιλητής που μεταλλάσσεται διαρκώς ο ένας στον άλλον και κρατούν την φωνή τους στην οποία συμπίπτουν παιδική και γεροντική ηλικία σε μία φαντασιακή συνύπαρξη: το τιμωρητικό και καταπραϋντικό μητρικό μορφοείδωλο και η πατρική παρουσία της συμβολικής τάξης. και δένονται άμεσα με την ζωή όπως αυτή υπάρχει πέρα από τα κείμενα. Τα λόγια δίνονται, ρίχνονται, αλλά και τρώγονται.

Η Θεώνη Δέδε γράφει για ανθρώπους που θέλουν να ακούσουν ιστορίες. Που θέλουν όμως και να πάρουν τις ιστορίες ως αντικείμενα (να τις δείξουν ως παραδείγματα, να τις πετάξουν σαν πέτρες, να τις αστράψουν σαν χαστούκια να τις διακοσμήσουν σαν στολίδια, να τις δώσουν ως δώρα). Τα πράγματα αυτά μας τραβάνε και μας εξωθούνε. Τελικά μας κατρακυλούνε στον λόφο του Λυκαβηττού, αφήνοντας τα λόγια να πάρουν το δρόμο που πρέπει.

Ελισάβετ Αρσενίου